Τα τελευταία χρόνια, το νεοφιλελεύθερο και αυταρχικό πρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο, από τη στάση της στο ελληνικό δημοψήφισμα του 2015 ως τη διαχείριση του προσφυγικού και από τη στήριξη ακροδεξιών κυβερνήσεων μέχρι και πραξικοπημάτων στη Βενεζουέλα. Η συνθήκη με το μη υλοποιούμενο Brexit αναδεικνύει τόσο το έλλειμα δημοκρατίας στην ΕΕ όσο και ότι η ρήξη με αυτήν είναι μια σύνθετη διαδικασία που απαιτεί μια ηγεμονική αριστερή πολιτική δύναμη με ισχυρή βούληση, σε συνδυασμό με την οργάνωση του λαϊκού παράγοντα και τη διεθνιστική αλληλεγγύη των από κάτω, και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με συνθήματα.
Σε αυτό το διεθνές πλαίσιο, οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς καταφέρνουν να συσπειρώνονται και να επανέρχονται στο προσκήνιο, ακόμα και σε χώρες που ήταν σχεδόν εξαφανισμένες για πολλές δεκαετίες.
Στην Ελλάδα κυριαρχεί ένα κλίμα πρωτοφανούς, για την τελευταία δεκαετία, αποπολιτικοποίησης, καθώς η κυρίαρχη συζήτηση δεν αφορά την ουσία των ασκούμενων πολιτικών, αλλά πλευρές της διαχείρισής της.
Κυβέρνηση και ΝΔ επιχειρούν να προσδώσουν διλημματικό χαρακτήρα στις εκλογές: Από τη μια, για την κυβέρνηση κρίνεται η αποδοχή των ισχυρισμών του πρωθυπουργού περί «εξόδου από τα μνημόνια» και «τέλους της κρίσης» – και εντέλει η αποδοχή του ίδιου του Αλ. Τσίπρα ως καλύτερου διαχειριστή της «μεταμνημονιακής» κατάστασης. Από την άλλη, για τη ΝΔ κρίνεται ο βαθμός εμπέδωσης μιας συντηρητικής ηγεμονίας με ακροδεξιά (ενίοτε και «κινηματικά») χαρακτηριστικά· η ικανότητά της να περιορίσει τον κατακερματισμό της Δεξιάς, που ξεκίνησε το 2010-2012 (και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με τα προσωποπαγή κόμματα στα δεξιά της), και να πετύχει την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.
Για τη Ναζιστική εγκληματική οργάνωση της Χρυσή Αυγής κρίνεται η δυνατότητά της, αφενός να συντονιστεί με τη δυναμική που φέρνει την Ακροδεξιά διεθνώς σε θέση ρυθμιστικής πολιτικής δύναμης και αφετέρου να κεφαλαιοποιήσει τις εθνικιστικές κινητοποιήσεις για το Μακεδονικό και τη βαθιά κοινωνική αποσύνθεση μιας μερίδας του πληθυσμού που υποστήριξε τους θύτες στις δολοφονίες του Ζακ Κωστόπουλου και του Πετρίτ Ζίφλε. Είναι δε προφανές ότι θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί τα εκλογικά της αποτελέσματα ενόψει του τέλους της δίκης της, για να πέσει στα «μαλακά».
Για τα υπόλοιπα κόμματα του αστικού μπλοκ (ΠΑΣΟΚ, ΑΝΕΛ, Ποτάμι και Ένωση Κεντρώων), οι εκλογές αποτελούν αγώνα επιβίωσης μπροστά στη νέα δικομματική πόλωσης προκειμένου να διασώσουν τα καιροσκοπικά και μικροπολιτικά συμφέροντα που εκπροσωπούν.
Είναι σαφές ότι ένα μεγάλο ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ θα ερμηνευτεί ως επιβράβευση της νεοφιλελεύθερης μετάλλαξής του και ως λευκή επιταγή για τη συνέχιση των πολιτικών λιτότητας και αντιμετώπισης των πάντων με άξονα το κέρδος. Η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ «για να μην έρθει ο Μητσοτάκης» δεν θα ανακόψει την πολιτική που εκπροσωπεί ο ίδιος. Όπως και η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο του 2015 δεν σήμανε την εφαρμογή οποιουδήποτε «παράλληλου προγράμματος», αλλά θεωρήθηκε ψήφος ανοχής στην τάχιστη εφαρμογή του τρίτου μνημονίου και την απόλυτη πρόσδεση στο γεωστρατηγικό άρμα των ΗΠΑ στην περιοχή. Η απαρίθμηση του συνόλου των νεοφιλελεύθερων τομών του ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια θα χρειαζόταν ένα μικρό βιβλίο: από τα μέτρα του τρίτου μνημονίου (ασφαλιστική μεταρρύθμιση, περιστολή των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων κ.λ.π), μέχρι τις ευρύτερες νεοφιλελεύθερες πολιτικές (εξορύξεις υδρογονανθράκων σε όλη την επικράτεια, στοίβαγμα των προσφύγων σε απάνθρωπες συνθήκες στα camps κ.λ.π).
Αντίστοιχα, μια ευρεία νίκη της ΝΔ θα θεωρηθεί πρόκριμα για μια πολιτική ακραίου αυταρχισμού και νεοφιλελευθερισμού (βλ. δηλώσεις για 7ήμερη εργασία), χωρίς την ανάγκη να «τηρεί τα προσχήματα», όπως η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (στα πρότυπα των προηγούμενων κυβερνήσεων) με προεκλογικού τύπου μέτρα. Η διαφορά σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο μνημονιακής διακυβέρνησης της ΝΔ είναι ότι δεν θα υπάρχει απέναντί της μια εναλλακτική πολιτική υπολογίσιμης εμβέλειας.
Το ΚΚΕ συνεχίζει μια εχθρική πολιτική απέναντι στην υπόλοιπη Αριστερά πλην των περιπτώσεων που θεωρεί ότι δεν υπάρχει άλλος «παίκτης» στην Αριστερά, οπότε επιδίδεται σε φραστικά ανοίγματα στα ακροατήρια των απογοητευμένων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να αλλάζει την πολιτική του. Ταυτόχρονα, επιλέγει να απευθύνεται σε συντηρητικά κοθινωνικά αντανακλαστικά για μια σειρά ζητημάτων, από το σύμφωνο συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια ως το Μακεδονικό. Η πρόσφατη επίθεσή του στις καταλήψεις στέγης προσφύγων και γενικά την παρουσία μεταναστών-ριών στο κέντρο της Αθήνας, με απαίτηση να παρέμβει η αστυνομία, είναι αποκαλυπτική.
Μπροστά σ’ αυτά τα δεδομένα, το χρέος που πέφτει στην Αριστερά είναι να συμβάλει στην ανασυγκρότηση της κοινωνικής αντιπολίτευσης ως αντίπαλο δέος. Ωστόσο, είναι κοινός τόπος ότι, από πολλές απόψεις, η εικόνα της σημερινής Αριστεράς δεν εμπνέει αισιοδοξία.
Με πλήρη επίγνωση των ορίων μας, χωρίς αυταπάτες για τα προβλήματα της σημερινής ανταγωνιστικής Αριστεράς και τις ελλείψεις όλων μας, αλλά βλέποντας και τις δυνατότητες που διανοίγονται, η «Συνάντηση για μια Αντικαπιταλιστική Διεθνιστική Αριστερά» θα συμβάλει, στο μέτρο των δυνάμεών μας, ώστε να ενισχυθεί η Αριστερά σε όλα τα επίπεδα, να καταψηφιστούν οι δύο πόλοι της αστικής διαχείρισης, ώστε να μη θεωρηθεί το εκλογικό αποτέλεσμα άλλοθι για τη συνέχιση των αντιλαϊκών πολιτικών, και να ανακοπεί η προσπάθεια των ναζί να ξαναβγούν στο προσκήνιο. Εξάλλου, μας ενδιαφέρει η επόμενη μέρα στην ανταγωνιστική Αριστερά, και επειδή αναγνωρίζουμε και το δικό μας μεριδιο ευθύνης για τη σημερινή κρισιακή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, έχουμε ευθύνη να κάνουμε ότι μπορούμε για την υπέρβασή της.
Πέρα όμως από το εγχώριο πεδίο, οι εξελίξεις τόσο στην Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο κόσμο είναι κατηγορηματικές: Η όξυνση της κοινωνικής κρίσης και η καλπάζουσα αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, σε συνδυασμό με την απαξίωση και τον αποκλεισμό ευρέων πληβειακών στρωμάτων, ωθούν μεγάλα τμήματα των εκμεταλλευόμενων στρωμάτων στην «αντιπολιτική», στην εθνικιστική μισαλοδοξία, το θρησκευτικό σκοταδισμό, εντέλει, στην προσχώρηση στις «ανάξιες αξίες» της Ακροδεξιάς. Με αυτή την έννοια, ακόμα και αν οι δυνάμεις μας είναι περιορισμένες, η ιδεολογική και πολιτική αντεπίθεση στα προαναφερόμενα δεν αποτελεί μόνο προϋπόθεση της αναχαίτισης της ακροδεξιάς αντεπανάστασης, αλλά εξίσου προαπαιτούμενο για την αντιμετώπιση της κεντροαριστεράς.
Για τις ευρωεκλογές και τις περιφερειακές εκλογές, προκρίνουμε την ψήφο σε αριστερά, αντιμνημονιακά, αντικαπιταλιστικά ψηφοδέλτια και θεωρούμε ότι, παρά το κλίμα απογοήτευσης και την έλλειψη μαζικής εναλλακτικής πολιτικής, έχει αξία η συμμετοχή, ακριβώς για να συμπιεστούν τα ποσοστά των αστικών κομμάτων και των ναζί, αλλά και για να ανοίξουν μετέπειτα οι προοπτικές για τη συγκρότηση της κοινωνικής αντιπολίτευσης και για νέες πολιτικές ενότητες, καθώς μια εικόνα συνολικής ήττας της Αριστεράς δεν θα είναι βοηθητική για την επόμενη μέρα.
Σε επίπεδο δημοτικών εκλογών, προσπαθήσαμε να συμβάλουμε στο να υπάρξουν ενωτικές προσπάθειες, όπου οι δυνάμεις μας παρεμβαίνουν, ώστε να υπάρξουν δημοτικά σχήματα ενωτικά, με ουσιαστική παρέμβαση στην καθημερινότητα των κατοίκων στις γειτονιές, χωρίς να εξαντλούνται σε έναν κεντρικοπολιτικό αντικυβερνητικό λόγο.
Η «Πόλη Ανάποδα» στη Θεσσαλονίκη σε συνεργασία με το σχήμα της «Δύναμης Ανατροπής» δείχνει πώς η συγκεκριμένη πολιτική, σε συνδυασμό με την οικοδόμηση συντροφικών σχέσεων και σχέσεων συνεργασίας μακριά από ηγεμονισμούς, μπορεί να φέρει ξανά ελπίδα σε όσες και όσους συνεχίζουν να αγωνίζονται.
Αντίστοιχα παραδείγματα είναι:
ανά την Ελλάδα, η «Χιακή Συμπολιτεία» στο Δήμο Χίου, η «Αυτοδιοίκηση Πολιτών» στο Δήμο Δράμας και η «Ριζοσπαστική Δημοτική Αλλαγή» στο Δήμο Άρτας·
στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, η «Πόλη Αλλιώς» στο δήμο Νεάπολης- Συκεών·
στην περιοχή του λεκανοπεδίου Αττικής, το «Δίκτυο Πολιτών Παπάγου-Χολαργού», το «Φυσάει Κόντρα στην Αγία Παρασκευή», η «Ενότητα, Ανατροπή & Έργο για το Μαρούσι» και η «Ριζοσπαστική Ενωτική Κίνηση Βύρωνα».
Τελικά, οι εκλογές μπορεί να είναι μια «στιγμή», αλλά καθώς απεικονίζουν πολλούς «χώρους» και «χρόνους» του κοινωνικοπολιτικού στίβου, επηρεάζουν καταλυτικά τους γενικούς συσχετισμούς και, επομένως, τη φορά του κοινωνικού ανταγωνισμού. Ως Συνάντηση για μια Αντικαπιταλιστική Διεθνιστική Αριστερά δεν νοσταλγούμε τα «ένδοξα χρόνια», ούτε αναζητάμε δικαίωση στην παράδοση, ωστόσο δεν πιστεύουμε σε παρθενογενέσεις και δεν εφησυχάζουμε από οποιαδήποτε νομοτέλεια. Με αυτή την έννοια, έχουμε πολλούς λόγους για να εξεγειρόμαστε με την υπάρχουσα κατάσταση και άλλους τόσους για να επινοήσουμε και να οργανώσουμε τα περάσματα για την υπέρβασή της.