Το παρόν κείμενο αποτελεί τμήμα της απόφασης της 3ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης της Ανασύνθεσης-ΟΝΡΑ (20-21 Απριλίου 2019) και φιλοδοξεί να συμβάλλει στην αναζήτηση μιας νέας στρατηγικής για τη νέα γενιά.
Εισαγωγή
Σε όλη την ελληνική ιστορία των μεταπολεμικών χρόνων, η νεολαία έχει παίξει συχνά καθοριστικό ρόλο στην ταξική πάλη και τους αγώνες των εκμεταλλευόμενων στρωμάτων για μια καλύτερη ζωή. Ειδικότερα, όμως, από το 2000 και μετά αποτελεί το πιο ριζοσπαστικό κοινωνικό στρώμα στην ελληνική κοινωνία, έχοντας βρεθεί μέχρι και στη θέση του πρωταγωνιστή στα περισσότερα σημαντικά επεισόδια του κοινωνικού ανταγωνισμού (φοιτητικό-πανεκπαιδευτικό κίνημα 2006-07, Δεκέμβρης 2008, πλατείες 2011), και διατηρώντας την ισχυρή παρουσία της φυσικά και στα κορυφαία κινηματικά γεγονότα της «αντι-μνημονιακής» περιόδου (12η Φλεβάρη 2012, δημοψήφισμα 2015).
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν, ωστόσο, ότι η νεολαία αποτέλεσε σε οποιαδήποτε συγκυρία μια κοινωνική κατηγορία χωρίς αντιθέσεις, πλήρως αυτονομημένη από τον ταξικό διαχωρισμό της κοινωνίας. Από την άλλη, ο ριζοσπαστισμός της νεολαίας όλο αυτό το διάστημα εκφράστηκε κυρίως εν απουσία ισχυρού εργατικού κινήματος με ταξικό ριζοσπαστικό προσανατολισμό, γεγονός που ευνοούσε την ανάδειξη του αυτόνομου χαρακτήρα της, δηλαδή την ανάδειξη αιτημάτων με άξονα το πανεπιστήμιο, το οποίο αποτελεί και τον «φυσικό χώρο» της.
Όμως, η τομή που συντελέστηκε στην ελληνική κοινωνία τα χρόνια του μνημονίου και η εμπέδωση της νέας μετα-μνημονιακής κανονικότητας, έχουν επηρεάσει δραστικά τόσο τη νεολαία, όσο και την εργατική τάξη και ειδικότερα τη νέα γενιά εργαζομένων, με τρόπο που τις φέρνει πολύ κοντά. Η αριστερά, λοιπόν, οφείλει να διαγνώσει τους μετασχηματισμούς που έχουν υποστεί αυτές οι δύο κοινωνικές κατηγορίες, και ακολούθως, τα εμπόδια και τις δυνατότητες που συνεπάγονται για την υλοποίηση μιας ανατρεπτικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής με πρωταγωνιστική μια νέα κοινωνική δύναμη που μπορούμε να ονομάσουμε νέα γενιά.
Τα δομικά χαρακτηριστικά και οι μετασχηματισμοί της νεολαίας
Η νεολαία, ως αυτόνομη κοινωνική κατηγορία, ορίζεται κυρίως από την ειδική σχέση της με τους κυριότερους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, δηλαδή το εκπαιδευτικό σύστημα και την οικογένεια, και τη συνεπαγόμενη μη ένταξή της στην παραγωγή. Αυτός είναι και ο λόγος που η νεολαία αναδείχτηκε ως σημαντική «παίκτρια» στον κοινωνικό ανταγωνισμό από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και μετά στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, όπου και άρχισε να καθιερώνεται η μαζική φοίτηση στην δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση και να μειώνεται ραγδαία η παιδική εργασία. Ειδικά το μαζικό πανεπιστήμιο, το οποίο αποτελεί τον μοναδικό κοινωνικό χώρο ενήλικων που δεν εντάσσονται μαζικά στην καπιταλιστική παραγωγή (δεν αντιμετωπίζουν δηλαδή τον εαυτό τους ούτε ως επενδυτή, ούτε ως εμπόρευμα), είναι εκείνος ο χώρος που – καθόλου τυχαία – συνιστά το κέντρο των σημαντικότερων νεολαιίστικων αντιστάσεων.
Τα παραπάνω, ωστόσο, κάνουν προφανείς τους μετασχηματισμούς που υφίσταται η νεολαία, όσο εμπεδώνεται η μετα-μνημονιακή κανονικότητα: η νέα φτώχεια εισάγει αναγκαστικά τη νεολαία στην αγορά εργασίας παράλληλα με τη φοίτηση στο πανεπιστήμιο (ή ακόμα και το σχολείο), ενώ η εξάρτηση από τον οικογενειακό προϋπολογισμό είναι πιο στενή, σε βαθμό που πολλές φορές η σχέση ωφέλειας-συνεισφοράς τείνει να αντιστρέφεται: ενώ κατά το παρελθόν η νεολαία επωφελούνταν από το ικανοποιητικό εισόδημα των γονέων, πλέον καλείται όχι μόνο να αυτοσυντηρηθεί, αλλά ακόμα και να συνεισφέρει στο οικογενειακό εισόδημα προκειμένου (ενδεχομένως) να στηριχθούν άνεργοι γονείς ή άλλα μέλη της οικογένειας. Αυτό σημαίνει ότι οι δομικοί καθορισμοί που έκαναν τη νεολαία να συγκροτείται αυτόνομα σε σχέση με τις κοινωνικές τάξεις που ορίζονται από τη θέση τους στην παραγωγή, αμβλύνονται όλο και περισσότερο.
Η κατάσταση της εργατικής τάξης και η νέα γενιά
Από την άλλη, η νέα γενιά της εργατικής τάξης είναι το κατεξοχήν υποκείμενο που υφίσταται μια σειρά από μετασχηματισμούς που την φέρνουν, παρομοίως, κοντά στη νεολαία. Κεντρικά σημεία αυτής της διαδικασίας είναι ο χαμηλός μισθός και η υψηλή ανεργία, που δεν επιτρέπουν στο νέο ή τη νέα εργαζόμενη να ανεξαρτητοποιηθεί από την οικογενειακή εστία. Παράλληλα, η ζοφερή εργασιακή πραγματικότητα – μισθοί φτώχειας, υπερεργασία, απουσία δικαιωμάτων – και η ανεργία σπρώχνουν τους/τις επισφαλείς (είτε εργαζόμενες/ους, είτε άνεργες/ους) σε ένα σπιράλ ανταγωνισμού μεταξύ τους, κατά το οποίο προσπαθούν διαρκώς να συσσωρεύουν δεξιότητες και προσόντα με την ελπίδα ότι αυτός είναι ο δρόμος για την εύρεση μιας καλύτερης δουλειάς με ψηλότερες απολαβές, κύρος κλπ. Το γεγονός αυτό, όμως, θέτει τη νέα γενιά εργαζομένων σε μια παρατεταμένη εξάρτηση από ένα ετερόκλητο σύνολο εκπαιδευτικών μηχανισμών, πράγμα που αμβλύνει αντίρροπα αλλά προς το ίδιο σημείο τη διαφορά της νέας γενιάς εργαζομένων από τη νεολαία.
Εν ολίγοις η υλοποίηση της εκπαιδευτικής και εργασιακής απορρύθμισης που πλέον αποτελούν πραγματικότητα, καταλήγει να μετασχηματίζει τις παλιές ταυτότητες της νεολαίας και της εργατικής τάξης σε μια όλο και περισσότερο ενοποιούμενη κοινωνική κατηγορία, η οποία δεν ορίζεται μόνο με βάση τη θέση της στην παραγωγή ή τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, αλλά από έναν συνδυασμό και των δύο. Μπορούμε λοιπόν να κάνουμε λόγο για μια νέα γενιά, που δεν ταυτίζεται ούτε με τη νεολαία – καταλαμβάνοντας μεγαλύτερη έκταση στο ηλικιακό φάσμα ως κοινωνική κατηγορία – αλλά ούτε με την παραδοσιακή εργατική τάξη, η οποία χαρακτηρίζεται ως επί το πλείστο από χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο και δυνατότητες επανακατάρτισης και πιο σταθερό εργασιακό (ή άνεργο) βίο, ο οποίος βαίνει πλέον προς το τέλος του.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειώσουμε ότι η ανάδυση της νέας γενιάς εργαζόμενων – εκπαιδευόμενων δεν σημαίνει ότι εξαλείφεται πλήρως η παραδοσιακή εργατική τάξη, ούτε φυσικά και η κατηγορία της νεολαίας. Είναι όμως γεγονός ότι υφίσταται πλέον μια διευρυμένη κοινωνική κατηγορία που δεν την αντιπροσωπεύουν ιδιαίτερα ούτε τα κλασικά αιτήματα και το μέχρι πρότινος σύνηθες μοντέλο παρέμβασης του φοιτητικού κινήματος, ούτε ο παραδοσιακός κλαδικός εργατικός συνδικαλισμός. Παράλληλα, δεν αλλάζει μόνο το ηλικιακό φάσμα της παραδοσιακής εργατικής τάξης (συμπιεζόμενο προς τις μεγαλύτερες ηλικίες), αλλά τις τελευταίες δεκαετίες όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της αποτελούνται από οικονομικούς μετανάστες, και μετατρέπεται έτσι σε μια κοινωνική τάξη χωρίς χαρτιά και χωρίς φωνή, δηλαδή χωρίς τα στοιχειώδη δικαιώματα του πολίτη, με ότι αυτό συνεπάγεται για το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι της χώρας.
Πολιτισμικά στοιχεία και αντιφάσεις της νέας γενιάς
Πέρα, όμως, από τη φτώχεια και την ανεργία, τα δύο οικονομικού χαρακτήρα κοινωνικά φαινόμενα τα οποία παράγουν τους προαναφερθέντες μετασχηματισμούς που οδηγούν στην ανάδυση της νέας γενιάς ως ένα ιδιαίτερο κοινωνικό «υποκείμενο», υπάρχουν και κάποιοι αρκετά σημαντικοί πολιτισμικοί παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη νέα γενιά. Πρόκειται για ιδεολογικά στοιχεία που αφορούν το πως σχετίζονται οι νέες/οι με τους ακαδημαϊκούς θεσμούς και την οικογένεια – δηλαδή τους κύριους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους – τα οποία επενεργούν με τη σειρά τους στο πως οι νέες/οι εργαζόμενοι βλέπουν τον εαυτό τους μέσα στην αγορά εργασίας και το πεδίο της οικονομίας ευρύτερα.
Πανεπιστήμιο και διανοητική εργασία
Η μαζική ένταξη των νέων στο πανεπιστήμιο τις προηγούμενες δεκαετίες, αν και οφειλόταν σαφώς και σε οικονομικά κίνητρα (περισσότερες ευκαιρίες διορισμού στον δημόσιο τομέα, καλύτεροι μισθοί, κλπ.), εντούτοις είχε και ορισμένα αυτοτελώς ιδεολογικά κίνητρα, όπως η αίσθηση κύρους και κοινωνικής ανωτερότητας που συνόδευε την πανεπιστημιακή εκπαίδευση ύστερα από τα αλλεπάλληλα επιστημονικά και τεχνολογικά άλματα των τελευταίων αιώνων που αποτέλεσαν συνθήκες βελτίωσης της καθημερινότητας. Επίσης, η λειτουργία της γνώσης ως μέσο απόλαυσης είναι αυτό που κάνει πολλούς/ές να αντιμετωπίζουν τη συσσώρευση όλο και περισσότερης γνώσης ως μια ενδιαφέρουσα ενασχόληση. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων ωθεί τη νέα γενιά στην αναζήτηση αντίστοιχων θέσεων διανοητικής εργασίας με ενδιαφέρον αντικείμενο ή/και κοινωνικό κύρος, σε αντίθεση με τη μονοτονία και το χαμηλό κύρος που χαρακτηρίζει τις περισσότερες χειρωνακτικές και υπαλληλικές θέσεις εργασίας.
Η τάση αυτή έχει μια σειρά από αντιφατικά αποτελέσματα σχετικά με την τοποθέτηση της νέας γενιάς στην παραγωγή. Από τη μία, η συσσώρευση γνώσης και δεξιοτήτων από τη μεριά της νέας γενιάς την καθιστούν δυνητικά ικανή να ελέγξει τεχνικά τομείς της παραγωγής και να αμφισβητήσει την ιεραρχία εντός της, όταν, σε παλαιότερες εποχές, η παραδοσιακή εργατική τάξη δεν είχε αυτή τη δυνατότητα και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τον ηγετικό ρόλο των διευθυντικών στελεχών της μορφωμένης αστικής τάξης στη διαδικασία της παραγωγής. Από την άλλη, όμως, η αυξημένη ζήτηση για θέσεις διανοητικής εργασίας άσχετα από την κοινωνική χρησιμότητά τους, ενισχύει ορισμένα κεντρικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού όπως η αναρχία στην παραγωγή, η αυτονόμηση της παραγωγής από τις ανάγκες των πολλών και η ύπαρξη πολλών εταιριών που παράγουν περίπου ίδια προϊόντα, με τα επακόλουθα της επέκτασης της παραγωγής πέρα από τις κοινωνικές ανάγκες, του καταναλωτισμού, του οικονομικού ανταγωνισμού των εταιριών, και τελικά των καπιταλιστικών κρίσεων.
Παράλληλα, η ζήτηση για ενδιαφέρουσες και «λαμπερές» θέσεις εργασίας δίνουν πρόσφορο έδαφος στην εμπορευματοποίηση, όχι μόνο της γνώσης αλλά και της υπόσχεσης επαγγελματικής αποκατάστασης. Έτσι η νέα γενιά τείνει να εγκλωβίζεται στην αγορά μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων, δίνοντας συχνά σημαντικά χρηματικά ποσά για να αγοράσει «ξεχωριστές ακαδημαϊκές εμπειρίες και δυνατότητες καριέρας» (όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά σε διαφημίσεις πανεπιστημιακών ιδρυμάτων-επιχειρήσεων). Παρομοίως, η εργασία τείνει να μετατρέπεται, από ανάγκη του εργαζόμενου για να καλύψει τα προς το ζην, σε μια «συναρπαστική εμπειρία» σε «δυναμικά και ενδιαφέροντα επαγγελματικά περιβάλλοντα» (όπως συχνά αναφέρουν αγγελίες θέσεων εργασίας αντίστοιχων εταιριών). Με άλλα λόγια, ο χαρακτήρας της εργασίας για τη νέα γενιά τείνει να αντιστρέφεται και να γίνεται ένα φαντασιακό αντικείμενο απόλαυσης που παρέχουν οι κεφαλαιοκράτες στην εργαζόμενη/ο, καλύπτοντας τον πραγματικό χαρακτήρα βιοτικής ανάγκης που έχει για την εργαζόμενη/ο και ότι αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον κεφαλαιοκράτη. Τέλος, η ένταση του διαχωρισμού μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας και ο επακόλουθος διαχωρισμός μεταξύ ελιτισμού και άγνοιας, αποτελούν επίσης βασικές προϋποθέσεις της αναπαραγωγής της ηγεμονίας της αστικής τάξης επί των εκμεταλλευόμενων τάξεων.
Σεξουαλικότητα και οικογένεια
Τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα, η σεξουαλική επανάσταση που έλαβε χώρα στις χώρες του δυτικού ανεπτυγμένου καπιταλισμού με προεξάρχοντα τα αντίστοιχα κινήματα στις ΗΠΑ και τη Γαλλία, οδήγησε στη φιλελευθεροποίηση και τη μερική ρευστοποίηση της σεξουαλικής σχέσης στο δυτικό κόσμο, αποσπώντας την από την κανονιστική ιδεολογία της εκκλησίας και της πατριαρχικής οικογένειας (δύο από τους τρεις κυριότερους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους).
Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες περίπου, τα αποτελέσματα αυτού του ιστορικού μετασχηματισμού άρχισαν να ηγεμονεύουν πια και στην Ελλάδα. Πλέον, οι ερωτικές σχέσεις αποτελούν ενός είδους αυτοσκοπό για τη νέα γενιά, ο οποίος μάλιστα έρχεται σε αντίθεση με τη δημιουργία οικογένειας – η οποία εξακολουθεί να ταυτίζεται με τον περιορισμό της σεξουαλικής ελευθερίας – τη στιγμή που, σε παλαιότερες εποχές, ο γάμος αποτελούσε προϋπόθεση για την πραγμάτωση της κυρίαρχης ετερόφυλης σεξουαλικότητας. Από την άλλη, οι καταπιεσμένες έμφυλες ομάδες ΛΟΑΤΚΙ, ενώ κατάφεραν να εξέλθουν μερικώς από το απόλυτο κοινωνικό περιθώριο των παλαιότερων κοινωνιών (τουλάχιστον στα πλαίσια των σύγχρονων μεγάλων αστικών κέντρων), δεν έχουν ακόμα επαρκώς αναγνωρισμένο δικαίωμα στον έγγαμο βίο και την τεκνοθεσία, πράγμα που ενισχύει περαιτέρω την τάση εξασθένησης του ρόλου της οικογένειας στη συνολική κοινωνική (οικονομική και ευρύτερα ιδεολογική) αναπαραγωγή. Συνεπώς, αυτή η πτωτική τάση δημιουργίας νέων οικογενειών (η οποία δεν είναι μόνη της φυσικά, καθώς ο σεξισμός, η πατριαρχία και η σεξουαλική καταπίεση απέχουν πολύ από το να είναι φαινόμενα υπό εξαφάνιση) έχει τη δική της σχετική αυτονομία και συνιστά άλλον έναν καθορισμό της νέας γενιάς σε σχέση με τις παλαιότερες, αφού παρατείνει ηλικιακά την αίσθηση της νεανικότητας ή την διατήρηση ενός νεανικού τρόπου ζωής.
Βέβαια, η επενέργεια του εν λόγω κοινωνικού φαινομένου στην οικονομικό-πολιτική τοποθέτηση της νέας γενιάς έχει επίσης αντιφατικά αποτελέσματα. Από τη μία, η απροθυμία δημιουργίας οικογένειας από τη μεριά των νέων, ευνοεί εκ των πραγμάτων μία στάση ιδιοτέλειας, καθώς ο νέος ή η νέα εργαζόμενη δεν έχει παιδιά για να ανησυχεί για τις ανάγκες τους, αυξάνοντας την αντοχή του/της στους χαμηλότερους μισθούς και στον επισφαλή εργασιακό βίο. Επιπρόσθετα, δεν λειτουργεί η σκέψη του «να παλέψουμε για έναν καλύτερο κόσμο για τα παιδιά μας», η οποία αποτελούσε σημαντική παράμετρο της πολιτικής ενασχόλησης των παλαιότερων γενεών, και πλέον τείνει να αντικατασταθεί από ένα αίσθημα ματαιότητας και αδιαφορίας για το μέλλον.
Από την άλλη, όμως, η απουσία σχετιζόμενων με την οικογένεια δεσμεύσεων, καθιστά τη νέα γενιά πιο δεκτική στον κοινωνικό πειραματισμό όπως, για παράδειγμα, η προσπάθεια για οικοδόμηση νέων, ανταγωνιστικών προς τον καπιταλισμό παραγωγικών μοντέλων, κάτι που εκ των πραγμάτων περιέχει ένα εντονότερο στοιχείο αβεβαιότητας σε σχέση με το κυρίαρχο υπόδειγμα οικονομίας και επαγγελματικής αποκατάστασης. Παράλληλα, εξασθενεί μια από τις κοινωνικές συνθήκες ενσωμάτωσης των από κάτω στο αντιδραστικό δόγμα «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» και τον κοινωνικό συντηρητισμό ευρύτερα.
Στοιχεία στρατηγικής
Το ερώτημα είναι τι συνεπάγονται τα παραπάνω και κυρίως πως μπορούν να αξιοποιηθούν από την αριστερά για τη χάραξη μιας στρατηγικής που θα ανταποκρίνεται περισσότερο στα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες της περιόδου. Για να απαντήσουμε στο πρακτικό ερώτημα «τι να κάνουμε», χρειάζεται να εισάγουμε ένα ακόμα θεωρητικό-πολιτικό στοιχείο που έγκειται στο ότι ο κοινωνικός μετασχηματισμός έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση τον μετασχηματισμό των κοινωνικών υποκειμένων που πρωταγωνιστούν σ’ αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει τα επαναστατικά υποκείμενα να αρνηθούν την παλιά ταυτότητα τους – που συμπίπτει με τους παλιούς κοινωνικούς καθορισμούς που τη συγκροτούσαν – προς όφελος μιας νέας ταυτότητας, παράλληλα με την επιβολή μιας νέας ταυτότητας στα κοινωνικά υποκείμενα που αντιδρούν στον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Η εφαρμογή της παραπάνω αρχής στα καθ’ ημάς συνεπάγεται ότι δεν αρκεί η κρατικοποίηση ή «εθνικοποίηση» της μεγάλης (και μεσαίας) ατομικής ιδιοκτησίας μέσων παραγωγής, όπως π.χ. οι επιχειρήσεις ενέργειας, τηλεπικοινωνιών κλπ., ή ο κρατικός έλεγχος των χρηματικών ροών και της νομισματικής πολιτικής μέσω της κρατικοποίησης των τραπεζών. Αυτή η πολιτική ακόμα κι αν εξαπλωνόταν σε μεγάλα κομμάτια της οικονομικής δραστηριότητας δεν θα αποτελούσε κοινωνικό μετασχηματισμό, από τη στιγμή που μπορεί μεν να μετασχηματίζει την ταυτότητα των ατομικών κεφαλαιοκρατών, αλλά δεν μετασχηματίζει την ταυτότητα των μισθωτών εργαζομένων που δεν ασκούν έλεγχο στην παραγωγή. Το μόνο που θα άλλαζε πρακτικά θα ήταν η άσκηση της ταξικής κυριαρχίας από την νέα κυρίαρχη τάξη των διευθυντικών στελεχών της κρατικής γραφειοκρατίας στη θέση της παλιάς κλασικής αστικής τάξης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Αντίθετα, η απαραίτητη συνθήκη για την επίτευξη του κοινωνικού μετασχηματισμού είναι η άρνηση των εκμεταλλευομένων τάξεων να παραμείνουν αμέτοχες στη διεύθυνση της παραγωγής, διαιωνίζοντας έτσι την παθητική τους θέση εντός της παραγωγής και τον ρόλο τους ως εξουσιαζόμενου – εκμεταλλευόμενου.
Τούτων δοθέντων, το πρώτο συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι η νέα γενιά είναι η προνομιακή κοινωνική κατηγορία για την άσκηση μιας πολιτικής κοινωνικού μετασχηματισμού, ακριβώς λόγω της ρευστότητας της ταυτότητάς της, όπως αυτή αρθρώνεται από τη σχέση της με την παραγωγή και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους. Καλούμαστε λοιπόν να «επενδύσουμε» πολιτικά σ’ αυτήν, ενισχύοντας τα ριζοσπαστικά της χαρακτηριστικά και προτείνοντας έναν πρωταγωνιστικό ρόλο γι’ αυτήν στον κοινωνικό ανταγωνισμό, σε μια «πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων».
Η εν λόγω «πραγματική κίνηση…» που χρειαζόμαστε – κι αυτό είναι το δεύτερο συμπέρασμα που εξάγουμε – είναι αυτή που σπρώχνει τη νέα γενιά στον περαιτέρω μετασχηματισμό της ταυτότητάς της πέρα από τις παλιές ταυτότητες της νεολαίας και της εργατικής τάξης, στην κατεύθυνση τ@ ελεύθερα συνεταιρισμέν@ παραγωγού και καταναλωτή. Καλούμαστε δηλαδή να συμβάλλουμε στην οικοδόμηση μιας συνεργατικού τύπου οικονομίας με κέντρο τις ανάγκες μας και πρωταγωνιστή τη νέα γενιά, κόντρα στον καριερισμό, τον ατομισμό, την αναρχία και τον πλεονασματικό προσανατολισμό του σημερινού οικονομικού μοντέλου, με οραματικό στόχο τη μείωση του χρόνου εργασίας και τη δημοκρατική διεύθυνση της παραγωγής. Να αγωνιστούμε για έναν τρόπο παραγωγής όπου ο πλούτος του ανθρώπου θα είναι ο ελεύθερος χρόνος και όχι τα διαρκώς συσσωρευόμενα πακέτα γνώσης και δεξιοτήτων που εμπορεύεται η αστική τάξη με στόχο τη αναπαραγωγή της ίδιας της νέας γενιάς ως εμπόρευμα.
Το τρίτο συμπέρασμα αφορά το στόχο της επέκτασης της σεξουαλικής ελευθερίας και τη συμφιλίωση του «θεσμού» της οικογένειας με αυτή τη θέση, υπερασπιζόμεν@ το γεγονός ότι δεν υπάρχει κανόνας στη σεξουαλική σχέση, κόντρα στην ενίσχυση του φασισμού, του σεξισμού, της πατριαρχίας και του νέου συντηρητισμού. Να αγωνιστούμε επίσης για μια πιο κοινωνικοποιημένη διαδικασία ανατροφής των παιδιών με ουσιαστική στήριξη των νέων γονιών από το δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα (μεγάλες γονικές άδειες ανεξαρτήτως φύλου, δωρεάν βοήθεια στο σπίτι και βρεφονηπιακοί σταθμοί κλπ., όπως συμβαίνει ήδη σε χώρες της βόρειας Ευρώπης) αντί για το σκληρό περιορισμό της ευθύνης στο εσωτερικό της πυρηνικής οικογένειας και κυρίως στις νέες μητέρες.
Τέλος, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το μέλλον της νέας γενιάς που προωθούν οι κυρίαρχοι, δηλαδή επισφαλώς εργαζόμενος/η – επανακαταρτιζόμενος/η στα πλαίσια ενός νέου κοινωνικού συντηρητισμού, αποτελεί επί της ουσίας το μέλλον της πλειοψηφίας των εκμεταλλευόμενων. Η αναζήτηση, λοιπόν, μιας αντικαπιταλιστικής ριζοσπαστικής προοπτικής για τη νέα γενιά πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο της συζήτησης μακριά από τα πρότυπα των αριστερών πολιτικών νεολαιών του παρελθόντος, οι οποίες είτε «εξειδίκευαν» την πολιτική του πρωτεύοντος κομματικού οργανισμού της παραδοσιακής εργατικής τάξης ή γενικότερα των «λαϊκών στρωμάτων», είτε διεκδικούσαν τη χάραξη μιας αυτόνομης πολιτικής για τη νεολαία και το πανεπιστήμιο, χωρίς να αμφισβητούν στην πράξη την πρωτοκαθεδρία της ίδιας παραδοσιακής ταξικής πολιτικής τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενό της.
Παραμένει, λοιπόν, ανοιχτό ερώτημα το τι τύπου υποκείμενα πολιτικά και κοινωνικά, μπορούν να γίνουν φορείς μιας στρατηγικής για τη νέα γενιά. Είναι αναγκαία μια στρατηγική που θα λάβει υπόψιν της τα παραπάνω συμπεράσματα με στόχο τη ριζοσπαστικοποίηση της νέας γενιάς και την επαναφορά της στο προσκήνιο με δυναμικούς όρους.