Το αποτέλεσμα των πρόσφατων ευρωεκλογών ρίχνει μια βαριά σκιά στην κοινωνία ενόψει των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών. Η προαναγγελθείσα νίκη της ΝΔ διαμορφώνει ένα ιδιαίτερα δυσμενές τοπίο για τη νέα γενιά και τον κόσμο της εργασίας ευρύτερα, καθώς της δίνει την ευκαιρία να διεξάγει μια εκστρατεία πολιτικού ρεβανσισμού ενάντια σε όποιες προοδευτικές κατακτήσεις «επέζησαν» από την νεοφιλελεύθερη μνημονιακή διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Η επιθετική πολιτική εκστρατεία της ΝΔ βασίζεται ακριβώς στην αναβάπτιση των παλιών αστικών μνημονιακών δυνάμεων από την μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, μετάλλαξη που εμπέδωσε το δόγμα της ΤΙΝΑ, και εδραίωσε σε πολύ ευρέα κοινωνικά ακροατήρια την αντίληψη ότι «είναι όλοι ίδιοι», ενώ ταυτόχρονα εξανέμισε τις υπαρκτές ελπίδες για συλλογική ευημερία, ελπίδες που την περίοδο 2010-2015 είχαν τροφοδοτήσει και τροφοδοτηθεί από την όξυνση των κοινωνικών αγώνων και την ενίσχυση της Αριστεράς. Σε αυτό το πλαίσιο, που οι λογικές του επιβιωτισμού και των ατομικών λύσεων επελαύνουν, η υπόσχεση της ΝΔ για «απελευθέρωση» από «κοινωνικά βάρη» όπως η φορολογία και οι ασφαλιστικές εισφορές, μπορεί να φαντάζει ως θετικό πρόγραμμα.
Μετά από μια τετραετία που σημαδεύτηκε από την υλοποίηση του 3ου μνημονίου, τη συστημική προσαρμογή ακόμα και στο κομμάτι των δικαιωμάτων, αλλά και την συνέχεια της αστικής πεπατημένης και σε ζητήματα δημοκρατίας, παρά τις όποιες θετικές κινήσεις για τα δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών, την αποσυμφόρηση των φυλακών και την ελεύθερη πρόσβαση στο σύστημα υγείας, οι αποχρώσεις των διαφορών των δύο κυρίαρχων κομμάτων έγιναν όλο και πιο δυσδιάκριτες. Για αυτό και δεν πείθει η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να διεκτραγωδήσει τη νίκη της ΝΔ. Πόσο μάλλον, όταν και στην υποτιθέμενη μεταμνημονιακή περίοδο, και χωρίς την συνύπαρξη με τους ΑΝΕΛ, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε κεντρικές αστικές επιλογές, ακόμα και σε τομείς φαινομενικά ασύνδετους με το μνημόνιο, όπως οι νέες συμφωνίες για εξορύξεις υδρογονανθράκων και οι εξώσεις των προσφύγων από κατοικίες στις πόλεις. Πρακτικά, στις ευρωεκλογές καταγράφηκε μία συντηρητική στροφή που όμως είχε ήδη συντελεστεί.
Η Αριστερά, στο σύνολό της, εμφανίστηκε αδύναμη έστω και να εκφράσει στην κάλπη όσους δεν ξαναψήφισαν το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και όσους δεν είχαν πάει να ψηφίσουν ούτε το Σεπτέμβρη του ‘15. Πλήρωσε τη συνολικότερη απογοήτευση των αγωνιζόμενων και προοδευτικών τμημάτων της κοινωνίας και την – δια του ΣΥΡΙΖΑ- ώθηση της Αριστεράς στο κάδρο της απαξίωσης. Πλήρωσε όμως και τις δικές της ανεπάρκειες και αδυναμίες. Κινήθηκε, έτσι, σε αποτελέσματα από την υποχώρηση ως τη συντριβή. Η πολιτική λογική του ΚΚΕ, πέρα από την υιοθέτηση ακραία συντηρητικών θέσεων στο προσφυγικό και το Μακεδονικό, εκπέμπει ότι δεν μπορούν να υπάρξουν νίκες στο σήμερα, και έδειξε για μια ακόμη φορά τα όριά της. Η επιρροή της ΛΑΕ εξαερώθηκε, καθώς αυτοπαγιδεύτηκε στο «βάλτο» του εθνολαϊκισμού, της επικοινωνιακής γραφικότητας, της αλλοπρόσαλλης τακτικής συμμαχιών και του γερασμένου αρχηγοκεντρισμού. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επίσης δεν έδειξε ότι μπορεί και θέλει να καταθέσει μια ηγεμονική αριστερή πρόταση με αξιώσεις κοινωνικής διεισδυτικότητας, αρκούμενη στο ρόλο της «αριστεράς της Αριστεράς». Σε αυτό το πεδίο, μόνο κερδισμένο φαίνεται να είναι το ΜέΡΑ25, που αξιοποίησε το επικοινωνιακό κεφάλαιο του Γ. Βαρουφάκη, την προοδευτική τοποθέτηση σε μια σειρά ζητημάτων, αλλά και το γεγονός ότι παρουσιάστηκε να έχει «συγκεκριμένες» απαντήσεις. Παρόλα αυτά, η μεταμοντέρνα του διάρθρωση μάλλον ενισχύει παρά αδυνατίζει το σαφώς αρχηγοκεντρικό χαρακτήρα του, ενώ η συγκρότηση των ψηφοδελτίων του δείχνει μια πιθανή πολιτική Βαβέλ, που αποτυπώνεται και σε επίπεδο θέσεων, οι οποίες περιλαμβάνουν από αριστερές μέχρι σοσιαλφιλελεύθερες τοποθετήσεις. Η δε επανάληψη της λογικής της «διαπραγμάτευσης» με την Ευρωζώνη – ιδίως μετά την εμπειρία της «διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς» του 2015, αλλά και της «διαπραγμάτευσης» για το Brexit – είναι προφανώς αδιέξοδη και πολιτικά αφελής.
Εδώ δε μπορούμε να παραγνωρίσουμε και τη δική μας ευθύνη, στο βαθμό που μας αναλογεί, για την επικρατούσα κατάσταση στην Αριστερά και εν γένει στο κίνημα. Παρότι θεωρούμε ότι ορθώς δε συμπορευτήκαμε, έστω εκλογικά, με κάποιο από τα υπάρχοντα μέτωπα της Αριστεράς, σε καμία περίπτωση δε διεκδικούμε το αλάνθαστο ούτε είμαστε διατεθειμένοι/ες να κουνήσουμε το δάχτυλο σε όσους/ες επέμειναν να βρουν απαντήσεις μέσα από τη συμμετοχή τους σε αυτά. Μπορεί τα τελευταία χρόνια να δώσαμε προωθητικές απαντήσεις σε επιμέρους κοινωνικά μέτωπα και να αναδείξαμε εμφατικά το στρατηγικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η Αριστερά, όμως σίγουρα θεωρούμε ότι απέχουμε αρκετά από το να μπορέσουμε να δώσουμε συνολικότερες πειστικές απαντήσεις και να «καλύψουμε» το στρατηγικό αυτό κενό.
Γι’ αυτό, έχει σημασία σε αυτές τις εκλογές να υπερψηφιστούν αριστερά, αντικαπιταλιστικά, αντιμνημονιακά ψηφοδέλτια, κυρίως με το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη μέρα. Για να καταψηφιστεί η Νέα Δημοκρατία και να μην επιβραβευτεί η λογική του «μικρότερου κακού» που προσπαθεί να πλασάρει ο ΣΥΡΙΖΑ, εμπεδώνοντας τη λογική της ΤΙΝΑ. Γιατί υπάρχει η ευκαιρία, στην τελική ευθεία της δίκης της ναζιστικής συμμορίας της ΧΑ και των αλληλοκαρφωμάτων των ναζί που ήδη έχουν ξεκινήσει, υπό την πίεση του αντιφασιστικού κινήματος και την αποκάλυψη του πραγματικού προσώπου της συμμορίας, αυτοί να μείνουν εκτός βουλής τελικά. Και κυρίως, για να διευκολύνουμε την ανασυγκρότηση του κοινωνικού κινήματος, καθώς και την προσπάθεια να συγκροτηθεί μια νέα, μαζική, μαχητική και ανατρεπτική Αριστερά, στο ύψος των προσδοκιών και των αναγκών μας.