Για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών πανευρωπαϊκά
Τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών της 26ης Μαΐου καταγράφουν –και δημιουργούν– τόσο για τις υποτελείς τάξεις και ευρύτερα τις κοινωνίες όσο και για τα κινήματα και την Αριστερά δυσμενέστατους συσχετισμούς. Σε όλες σχεδόν τις χώρες της Γηραιάς Ηπείρου διαπιστώνουμε σημαντικά ποσοστά της εθνικιστικής και ρατσιστικής Ακροδεξιάς, με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις την πρωτιά των Σαλβίνι στην Ιταλία, Λεπέν στη Γαλλία και Φάρατζ στη Μεγάλη Βρετανία. Η συρρίκνωση των παραδοσιακών συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, όταν δεν οδηγεί σε εθνικιστικά «ευρωσκεπτικιστικά» κόμματα, συνήθως καταλήγει στην ενίσχυση ακραία νεοφιλελεύθερων κομμάτων, όπως στη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία. Η εκλογική επιτυχία των κυβερνητικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Ισπανία και την Πορτογαλία, το καλό ποσοστό του Δημοκρατικού Κόμματος στην Ιταλία, η άνοδος των Πράσινων στη Γερμανία και τη Γαλλία και, παρ’ όλη τη μεγάλη ήττα του, η διατήρηση του ΣΥΡΙΖΑ στην κλίμακα των μεγάλων κεντροαριστερών κομμάτων δείχνουν ότι μια ικανή μερίδα Ευρωπαίων πολιτών υποστηρίζει, χωρίς όμως ιδιαίτερες προσδοκίες, τη διαρκώς δεξιοποιούμενη «κυβερνώσα Αριστερά». Η ριζοσπαστική Αριστερά συνέχισε τη συρρίκνωσή της σε όλες τις χώρες, παρά τις συχνές εθνοπατριωτικές αποκλίσεις της ή ίσως και εξαιτίας τους.
Οι λόγοι δημιουργίας αυτής της κατάστασης επ’ ουδενί είναι πρόσφατοι και μόνο ευρωπαϊκοί – οι εξελίξεις στη Βόρεια και τη Νότια Αμερική είναι αποκαλυπτικές. Προφανώς, οι ευθύνες της σοσιαλδημοκρατίας και της ρεφορμιστικής συστημικής Αριστεράς είναι τεράστιες. Για παράδειγμα, στην τετραετία διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να μειωθούν, εκτινάχθηκαν η προτίμηση στον ιδιωτικό τομέα και η προσήλωση στο στρατό και την εκκλησία. Υιοθετώντας πλήρως τη νεοφιλελεύθερη αντικοινωνική ατζέντα και τις εθνικιστικές ισλαμοφοβικές αντιλήψεις της «Χριστιανικής Ευρώπης», υποστηρίζοντας ιμπεριαλιστικές εκστρατείες και πρωτοστατώντας στην αναβάθμιση του ευρωπαϊκού μιλιταρισμού, δημιούργησαν τις αναγκαίες υλικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις για τη μετατόπιση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού στους αυθεντικούς εκφραστές όλων των προηγούμενων. Ταυτόχρονα, η εξουσιομανία, η διγλωσσία και το ευτελές ήθος που επιδεικνύουν εν πολλοίς οι διάφορες εκδοχές της Κεντροαριστεράς ωθούν σημαντικά τμήματα των πληβειακών στρωμάτων και της νεολαίας στην «αντιπολιτική», σε αρχαϊκές δοξασίες και σε ενός τύπου μεταμοντέρνο σκοταδισμό. Βεβαίως, υπάρχουν και άλλες αιτίες για αυτή την αυξανόμενη συντηρητικοποίηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Σχετίζονται με την ουσία και το βάθος της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, σε συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, που συντελείται με ραγδαίους ρυθμούς σε διεθνές πεδίο και έχει κύριο γνώρισμα έναν πρωτοφανή κατακερματισμό στις εργασιακές σχέσεις, την καθημερινότητα και τις προσωπικές προσδοκίες, με πρωτεύοντα χαρακτηριστικά την ανασφάλεια και τον τυφλό ανταγωνισμό. Σε πλήρη αλληλεπίδραση με τον κατακερματισμό αναπτύσσεται μια, τόσο κατευθυνόμενη όσο και εγγενής, τάση ομογενοποίησης σε κοινωνικές συμπεριφορές, πολιτισμικά πρότυπα και ιδεολογικά στερεότυπα με κορμό τις αποκαλούμενες «μεσαίες τάξεις».
Εδώ οφείλουμε να κάνουμε μια διευκρίνιση: Παρ’ όλη την απολύτως εκ του πονηρού εκστρατεία που έκαναν τα συστημικά κόμματα κατά της Ακροδεξιάς, στηλιτεύοντας τη βεβαίως ως κίνδυνο για την «Ενωμένη Ευρώπη» και όχι, ως όφειλαν, σαν εχθρό των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων, της αρμονικής συμβίωσης λαών και πολιτισμών εντός και εκτός της Ευρώπης, αφού και τα ίδια είναι εχθροί τους, η «Ενωμένη Ευρώπη», δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν κινδυνεύει από την Ακροδεξιά. Αντίθετα, ενισχύει την αυταρχική ρατσιστική πορεία της, χρησιμεύοντας ταυτόχρονα ως άλλοθι για τη χειραγώγηση της σύγχυσης των «από κάτω». Φυσικά, τα πράγματα δεν προχωρούν ευθύγραμμα και, καθώς τα ακροδεξιά κόμματα είναι πιο εθνικιστικά και εσωστρεφή από τα παραδοσιακά αστικά ευρωπαϊκά κόμματα, μπορεί να υπάρξουν εντάσεις, ωστόσο είμαστε κατηγορηματικοί: Η καπιταλιστική, ιμπεριαλιστική και ρατσιστική ΕΕ, παρά τις διακρατικές διαμάχες ισχύος για την ηγεμονία και τη μειωμένη εκλογική επιρροή της ιστορικής ηγεσίας της, παραμένει το ισχυρότερο χαρτί του ευρωπαϊκού κεφαλαίου (το διαπιστώνουμε με το αδιέξοδο του βρετανικού Brexit) και η στρατηγική της όποιας ανταγωνιστικής Αριστεράς, δεν μπορεί παρά να είναι άλλη από τον αγώνα για ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση (την Ευρώπη του Κεφαλαίου) τόσο σε διεθνικό επίπεδο όσο και στις επιμέρους χώρες.
Προείπαμε ότι οι συσχετισμοί είναι δυσμενέστατοι. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά πανευρωπαϊκά είναι περιθωριοποιημένη έως ανυποληψίας. Σε αυτό έπαιξε ρόλο η συνολική κατάσταση, αλλά καταλύτης υπήρξε η δική της ακατανόητη έως απωθητική φυσιογνωμία, η δική της κινηματική απουσία, οι δικές της ιδεοληψίες και σεκταρισμοί, η δική της γραφειοκρατία κ.λπ. Παρ’ όλη την κινηματική νηνεμία –όχι μόνο στην Ελλάδα– γίνονται αγώνες και δημιουργούνται αξιόλογες συσπειρώσεις, με χαρακτηριστικότερα τα Κίτρινα Γιλέκα, που αυτή η Αριστερά διατηρεί σοβαρούς δεσμούς. Όμως, αυτό δεν αρκεί. Όχι μόνο γιατί στη σημερινή συγκυρία είναι εξαιρετικά δύσκολη η επίτευξη ακόμα και μικρών νικών, πλην όμως εξαιρετικά αναγκαίων για την κινηματική αυτοπεποίθηση, αλλά και επειδή ο νεοφιλελεύθερος μονόδρομος παραμένει ηγεμονικός τόσο στο πολιτικό όσο και στο ιδεολογικό πεδίο. Δεν μπορούμε να φανταστούμε άλλους τρόπους πέρα από τον ειλικρινή και αυτοκριτικό διάλογο, την ιδεολογική αναζήτηση πέρα από ανεπιβεβαίωτες βεβαιότητες δεκαετιών, την ενωτική πολιτική πρακτική, την ανοιχτή δημοκρατική λειτουργία και οπωσδήποτε το διεθνιστικό συντονισμό κινημάτων και συλλογικοτήτων σε όλη την Ευρώπη.
Συμπεράσματα από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών στην Ελλάδα
Τα αίτια της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ
Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ από τη ΝΔ με διαφορά σχεδόν 10 ποσοστιαίων μονάδων στις ευρωεκλογές αποτελεί μια πολύ βαριά ήττα για το κυβερνόν κόμμα, που διέψευσε ακόμα και τις χειρότερες προβλέψεις των επιτελείων του.
Το πρώτο και κύριο αίτιο αυτής της ήττας δεν είναι άλλο από την εφαρμογή του 3ου μνημονίου από την κυβέρνηση. Παρόλο που το «μίγμα» της μνημονιακής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ διέφερε από εκείνο των προηγούμενων, καθώς βασίστηκε κυρίως στην υπερφορολόγηση των μισθωτών και μικρομεσαίων στρωμάτων, παρά στις περικοπές δαπανών μέσω μείωσης μισθών και απολύσεων, εντούτοις είχε το ίδιο αποτέλεσμα: τη μείωση του πραγματικού εισοδήματος του μεγαλύτερου και πιο παραγωγικού τμήματος της κοινωνίας. Η πραγματική φτωχοποίηση της πρώην μεσαίας τάξης (επαγγελματιών, εμπόρων, υψηλόμισθων) δεν μπόρεσε να αντισταθμιστεί εκλογικά από κάποια λιγότερο ή περισσότερο συμβολικά μέτρα υπέρ των πολύ φτωχών και των δημοσίων υπαλλήλων. Ειδικότερα η νέα εργατική τάξη των μισθωτών της ανώτατης εκπαίδευσης δεν επηρεάστηκε καθόλου από μέτρα όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού, ενώ αντίθετα συνέχισε να πιέζεται από μέτρα όπως η μείωση του αφορολόγητου ορίου, οι ψηλές ασφαλιστικές εισφορές και ο ψηλός ΦΠΑ για τα «μπλοκάκια», με τον δεύτερο να επηρεάζει συνολικά το κόστος ζωής για όλους. Αντίστοιχη ήταν η κατάσταση και για αυτοαπασχολούμενους όπως οι γιατροί και οι δικηγόροι. Ταυτόχρονα, η αισθητή πτώση της ανεργίας (η οποία, βέβαια, δεν θα προέκυπτε χωρίς το δεύτερο μαζικό κύμα μετανάστευσης εργαζομένων μετά το 2015) δεν ήταν αρκετή για να ανατραπεί το τοπίο των διαλυμένων εργασιακών σχέσεων, της μαύρης εργασίας και της εργοδοτικής αυθαιρεσίας.
Δεύτερον, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αποδείχτηκε ιδιαιτέρως συστημική και στο κομμάτι των δικαιωμάτων. Με εξαίρεση τη θέσπιση του γάμου ομόφυλων ζευγαριών και κάποια μέτρα για την αποσυμφόρηση των φυλακών, η κυβέρνηση δεν έκανε καμία θετική κίνηση σε θέματα όπως ο διαχωρισμός εκκλησίας / κράτους, ενώ η διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος κινήθηκε στα πλαίσια του γνωστού συστημικού ρατσισμού, με επαναπροωθήσεις, αποτρεπτική πολιτική στα σύνορα με θανάτους προσφύγων σε Αιγαίο και Έβρο και την απομόνωση τους σε camps, υπό άθλιες συνθήκες διαβίωσης.
Τρίτον, το αίτημα για περισσότερη (ή πιο πραγματική) δημοκρατία, που αναδείχτηκε τόσο εμφατικά από το κίνημα των πλατειών το 2011, αποτέλεσε άλλη μια μεγάλη διάψευση των προσδοκιών από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η διαχείριση της ΕΡΤ ως φιλοκυβερνητικό μέσο, στενά ελεγχόμενο διοικητικά από το πρωθυπουργικό περιβάλλον και η απαξίωση από την κυβέρνηση του μεγάλου αγώνα που έδωσε το κίνημα για ανοιχτή και ανεξάρτητη ΕΡΤ, συνιστούν την κατεξοχήν εκδήλωση μιας πολιτικής περιορισμένης δημοκρατίας, χωρίς τις έξωθεν πιέσεις που αποτέλεσαν δικαιολογία για το τσάκισμα της λαϊκής ετυμηγορίας στο δημοψήφισμα του 2015.
Επιπλέον, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιδόθηκε σε μια εξωτερική πολιτική άνευ όρων σύμπλευσης με τα συφμέροντα των ΗΠΑ και του Ισραήλ, επιδεικνύοντας πρωτόγνωρη προσήλωση ακόμα και για τα δεδομένα των κυβερνήσεων του παλιού δικομματισμού, και μάλιστα σε μια περίοδο ιδιαίτερης σκλήρυνσης της στάσης των δύο χωρών έναντι του παλαιστινιακού λαού. Η πολιτική αυτή συνέβαλε στην αποδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς, από τη μία, είναι ασύμβατη με τα δημοκρατικά και φιλειρηνικά αισθήματα του προοδευτικού κόσμου, και από την άλλη, ενθαρρύνει τους ψηφοφόρους να επιλέξουν τον πιο αυθεντικό ιστορικά εκφραστή της ευρωατλαντικής πολιτικής, που είναι η Νέα Δημοκρατία. Μπορούμε να πούμε δε, πως η εν λόγω πολιτική μετατόπιση των ψηφοφόρων ευνοήθηκε από τη συνολικότερη συστημική προσαρμογή της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, σε όλους τους προαναφερθέντες τομείς.
Υπάρχει, όμως, και ένα ηθικοπολιτικό αίτιο της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ. Η σταδιακή αλλά και εντεινόμενη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα της αριστεράς σε κόμμα της νεοφιλελεύθερης κεντροαριστεράς, συνοδεύτηκε από διαρκείς επικοινωνιακές ακροβασίες μεταξύ της πίστης στα μέτρα του μνημονίου και μιας ηθελημένης προσπάθειας να εμφανιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως η νέα συστημική δύναμη, από τη μία, και μιας αριστερόστροφης φρασεολογίας, όποτε αυτό κρινόταν αναγκαίο, προκειμένου να μην αποκοπεί τελείως από το ακροατήριο της ευρύτερης αριστεράς. Ωστόσο, η διαρκής προσχώρηση της κυβέρνησης όχι μόνο στα «αυτονόητα» του νεοφιλελευθερισμού, αλλά και στα ήθη των παλιών συστημικών δυνάμεων, από την απόπειρα δημιουργίας μιας νέας διαπλοκής με «ημέτερα» επιχειρηματικά συμφέροντα στο χώρο των ΜΜΕ, μέχρι την ενσωμάτωση ετερόκλητων προσώπων προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, σε όλα τα επίπεδα (κυβέρνηση, κοινοβουλευτική ομάδα, κομματικός μηχανισμός), φανέρωσε ένα πρόσωπο άκρατου κυνισμού και ατέλειωτων τακτικισμών και μικροπολιτικών χειρισμών από μεριάς της κυβέρνησης. Επιπλέον, φαινόμενα αλαζονείας και διαχειριστικής αδυναμίας (με προεξάρχον παράδειγμα την διαχείριση της τραγωδίας στο Μάτι το καλοκαίρι του 2018), συνέβαλαν καθοριστικά στη φθορά της κυβέρνησης.
Επίσης, καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η απουσία ενός θετικού προτάγματος για το μέλλον από την κυβέρνηση. Η πολυθρύλητη «έξοδος στις αγορές» ελάχιστα επηρέασε την καθημερινότητα των πολιτών, και η προοπτική των εξοντωτικών πλεονασμάτων μέχρι το 2060, έσπρωξαν την κυβέρνηση στο να αναλωθεί σε μια αντιπαράθεση περί σκανδάλων με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, χωρίς όμως τελικά να προχωρήσει κάποια υπόθεση δικαστικά.
Το πολιτικό κλίμα μετά τις ευρωεκλογές
Η μεγάλη έκταση της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ, με δεδομένη την προκήρυξη και εθνικών εκλογών, έχει βγάλει στο προσκήνιο μια διάθεση ιδεολογικού ρεβανσισμού από μεριάς της Νέας Δημοκρατίας, στελέχη της οποίας – μηδέ εξαιρουμένου και του προέδρου της – επιδίδονται σε δηλώσεις που προμηνύουν έναν ακόμα πιο επιθετικό νεοφιλελευθερισμό στην οικονομία και τις εργασιακές σχέσεις, συνδυαζόμενο από μια διάθεση αντιπαράθεσης με τον κόσμο του αγώνα και μια συντηρητική επέλαση στον τομέα της καταστολής και των δικαιωμάτων. Το εκλογικό αποτέλεσμα και το ευρύτερο ιδεολογικό κλίμα που επικρατεί στην κοινωνία, συνιστούν μια επιστροφή της Δεξιάς Παράταξης στην ηγεμονία.
Η άνεση της ΝΔ να εμφανιστεί ως μια πούρα Δεξιά, απομακρυνόμενη από τον χώρο του κέντρου, συνεχίζοντας την πολιτική Σαμαρά, οφείλεται σχεδόν εξολοκλήρου στην απενοχοποίηση των ιδεών της δεξιάς διά της άρρητης αλλά εμπράγματης ενσωμάτωσης τους από τον ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική που εφάρμοσε, και την αντίστοιχη αποκήρυξη του αριστερού παρελθόντος του. Η ΝΔ, στο βαθμό που δεν έχει σημαντικές διαφορές από τον ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά την οικονομική πολιτική, δεν έχει μόνο τη δυνατότητα, αλλά και την ανάγκη να κινηθεί δεξιότερα, για να διαφοροποιηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ και να χτίσει τη δική της ηγεμονική αφήγηση, βασισμένη στα συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας και τον φόβο.
Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η ΝΔ δεν υπόσχεται απλώς «αίμα και δάκρυα» όπως θέλει να πιστεύει ο κυβερνών ΣΥΡΙΖΑ. Η προϊούσα επικράτηση των λογικών του ατομικού δρόμου έναντι της συλλογικής ευημερίας, η οποία είχε κερδίσει έδαφος στην κοινωνία ως και το 2015, είναι εμφανής, και έχει επηρεάσει μέχρι και οργανωμένα δυναμικά της Αριστεράς. Πάνω σε αυτή την επικράτηση της ατομικής λογικής, η ΝΔ εδράζει το δικό της θετικό αφήγημα: την άρση των «εμποδίων» (φόροι, ασφαλιστικές εισφορές, καθολική υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, όριο στις μέρες και το ωράριο της εργασίας, συντάξεις) που εμφανίζονται ως εμπόδια για όσους – και είναι πολλοί και πολλές πλέον – θεωρούν ότι η λύση βρίσκεται στη δική τους προσωπική επιτυχία. Με την πολιτική αυτή η ΝΔ δεν απευθύνθηκε μόνο στη «μεσαία τάξη» των επαγγελματιών και εμπόρων, αλλά και σε μερίδα του κόσμου της εργασίας και της ανεργίας που απλά ζητά δουλειές ανεξάρτητα από εργασιακές συνθήκες, ή ακόμα και περισσότερη δουλειά για έξτρα εισόδημα, θεωρώντας μη ρεαλιστική την αγωνιστική διεκδίκηση αυξήσεων στους μισθούς χωρίς αύξηση των ωρών εργασίας.
Εν κατακλείδι, μπορούμε να πούμε ότι στο αποτέλεσμα των εκλογών συνυπάρχει η αποδοκιμασία του ΣΥΡΙΖΑ από τον κόσμο, με τη θετική ψήφο στη Νέα Δημοκρατία και το νεοφιλελεύθερο αφήγημα για περισσότερη ευελιξία στην αγορά, στο όνομα της ανάπτυξης άνευ όρων, που υποτίθεται ότι θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και περισσότερο εισόδημα για όλους. Στο συμπέρασμα αυτό συντείνει και το γεγονός ότι το Μακεδονικό, η κατεξοχήν στιγμή πολιτικής αντιπαράθεσης της κυβέρνησης με την ευρύτερη κοινωνική και πολιτική δεξιά ένα χρόνο πριν, δεν φάνηκε να αποτελεί την κυριότερη αιτία της εκλογικής ήττας του κυβερνώντος κόμματος, καθώς η ίδια η ΝΔ δεν επέλεξε να αντιπαρατεθεί προεκλογικά επί του συγκεκριμένου ζητήματος, παραδεχόμενη ότι δεν θα μπορεί να ακυρώσει τη συμφωνία εκ των υστέρων. Κατά συνέπεια το δίλημμα «Δεξιά – Αντιδεξιά», στο οποίο πόνταρε ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά, και κατηγορεί πλέον την Αριστερά ότι το υποτιμά, δεν έχει οποιοδήποτε ταξικό πρόσημο, είναι απολύτως αποπροσανατολιστικό και στην πραγματικότητα αποτελεί υποτίμηση όλων των προαναφερθέντων παραγόντων της ήττας. Εμείς, ως πολιτική δύναμη της αντικαπιταλιστικής και διεθνιστικής Αριστεράς, δεν υποτιμάμε τι σημαίνει Δεξιά, ούτε υποτιμάμε όμως ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανήκει στην Αριστερά.
Πλέον, το γενικό πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται έχει στο κέντρο του έναν νέο δικομματισμό, ο οποίος αν και δεν έχει τη δύναμη του προ-μνημονιακού δικομματισμού, φαίνεται πως έχει μια επαρκή σταθερότητα, όσο και τις απαραίτητες εφεδρείες για το σχηματισμό κυβέρνησης την επαύριο των βουλευτικών εκλογών, καθώς το ΚΙΝΑΛ πέτυχε αισθητή ανάκαμψη στα ποσοστά του και κατέλαβε την τρίτη θέση.
Το κύριο χαρακτηριστικό της επόμενης μέρας, βέβαια, είναι ότι αντιμετωπίζουμε μια συνολική μετατόπιση του πολιτικού φάσματος προς τα δεξιά, γεγονός που δημιουργεί αίσθημα φόβου στον προοδευτικό κόσμο ευρύτερα και πιθανότατα θα έχει κόστος για τον κόσμο της εργασίας και τις δυνάμεις του ανταγωνιστικού κινήματος. Η ουσιαστική μείωση της εκλογικής δύναμης της Χρυσής Αυγής είναι μια σημαντική ανάσα, και αποτέλεσμα τόσο του συνεχή αγώνα του πολύμορφου αντιφασιστικού κινήματος όλο το προηγούμενο διάστημα, όσο και της εικόνας διάλυσης στην οποία κατέληξε η ΧΑ στη δίκη της, με αποχωρήσεις και αλληλοκαρφώματα στελεχών της. Ωστόσο, συνολικά η ακροδεξιά μόνο αποδυναμωμένη δεν είναι ύστερα από την αξιοσημείωτη επίδοση της Ελληνικής Λύσης του Βελόπουλου, και την είσοδό της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Πρόκειται για μια πολιτική δύναμη με ακραίες αντιμεταναστευτικές, ρατσιστικές, εθνικιστικές, σκοταδιστικές και αντεπιστημονικές απόψεις, που μπορεί να μην διαθέτει τάγματα εφόδου, αλλά είναι πλέον σε θέση να παίξει ρυθμιστικό ρόλο στο πολιτικό σκηνικό.
Τα εκλογικά αποτελέσματα της αριστεράς
Δυστυχώς, ο μεγάλος χαμένος των ευρωεκλογών είναι η αριστερά σε όλες τις εκδοχές της. Το ΚΚΕ, παρά την οργανωτική του ικανότητα, δεν εκμεταλλεύτηκε ούτε στο ελάχιστο την μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς το κέντρο και την παρουσία του ως μοναδικό κόμμα της Αριστεράς στην βουλή, σημειώνοντας μάλιστα μικρή πτώση. Από την άλλη, οι επιδόσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ήταν καταστροφικές, με τη ΛΑΕ να εξαχνώνεται εκλογικά (παίρνοντας 0,56 από 2.86% το Σεπτέμβρη του 2015) και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ όχι μόνο να μην καταφέρνει να ανέβει κλίμακα, αλλά να σημειώνει μικρή πτώση (0,64% από 0,85% το Σεπτέμβρη του 2015). Η μόνη δύναμη της ευρύτερης Αριστεράς που πέτυχε θετικό αποτέλεσμα είναι το πρωτοεμφανιζόμενο «Μέρα25» του Βαρουφάκη (2,99%) που για πολύ λίγες ψήφους δεν κατάφερε να εκλέξει ευρωβουλευτή. Το θετικό αποτέλεσμα του «Μέρα25» οφείλεται τόσο στο προσωπικό επικοινωνιακό κεφάλαιο του Βαρουφάκη, όσο και στο ότι παρουσίασε ένα σύνολο συγκεκριμένων προτάσεων για θέματα που απασχολούν έντονα σημαντικά τμήματα της κοινωνίας (πέρα από την ανεδαφικότητα κάποιων προτάσεων καθώς και της γενικότερης πολιτικής του στρατηγικής, πράγμα που δεν ειναι προφανές στα μάτια των μη μυημένων στην Αριστερά ψηφοφόρων). Επίσης υιοθέτησε προοδευτικές θέσεις σε σημαντικά διεθνή και όχι μόνο ζητήματα (ελληνοτουρκικά, συμμαχία με Ισραήλ, ΑΟΖ, εξορύξεις υδρογονανθράκων, Μακεδονικό) με σχετική τόλμη, καταφέρνοντας έτσι να πλασαριστεί ως μια «σύγχρονη» τεχνοκρατική και κοσμοπολίτικη δύναμη με αριστερό μεταρρυθμιστικό προφίλ.
Τα απογοητευτικά αποτελέσματα των σχηματισμών της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς δεν οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στις δικές τους παθογένειες. Πρέπει να συνυπολογιστεί η μεγάλη ζημιά που έκανε η μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ στην αριστερά ως έννοια, ταυτίζοντας την με την ήττα, την υποχώρηση και κατόπιν, τον ακραίο κυνισμό, διαψεύδοντας παταγωδώς το ηθικό πλεονέκτημα που μέχρι και το 2015 αναγνώριζε η κοινωνία στην αριστερά ιστορικά. Η ιστορικών διαστάσεων μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ από τη συνθηκολόγηση του Ιουλίου 2015 και μετά, που διεξήχθη με εντυπωσιακή ταχύτητα και χωρίς όρια, σε όλα τα επίπεδα· η ωμή διάψευση οποιασδήποτε ελπίδας είχε εναποθέσει ο κόσμος των κινημάτων στην πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα ακόμα και σε ζητήματα που δεν συγκαταλέγονταν στις μνημονιακές υποχρεώσεις, όπως τα περιβαλλοντικά (όπως οι εξορύξεις χρυσού και υδρογονανθράκων)· η αίσθηση ψεύδους, εμπαιγμού και ηθικής κατάπτωσης που απέπνεε η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ· όλα αυτά κατέστρεψαν την εικόνα της ανιδιοτελούς μαχητικής δύναμης που χαρακτήριζε την Αριστερά στη συνείδηση των ψηφοφόρων και οδήγησε μεγάλο κομμάτι του μέχρι τότε δυναμικού της Αριστεράς στην απογοήτευση και την αποστράτευση.
Από κει και πέρα όμως, τα πολιτικά προβλήματα τόσο της ΛΑΕ όσο και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν άφηναν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Από τη μία η ΛΑΕ, διολίσθησε σε μια κακή εκδοχή εθνολαϊκισμού, γκριζάροντας τις όποιες ταξικές της αναφορές. Δεν προβληματίστηκε ποτέ επί της ουσίας για το ήδη κακό αποτέλεσμα των εκλογών του Σεπτέμβρη 2015, αρκέστηκε σε έναν καταγγελτικό αντι-μνημονιακό λόγο παλαιάς κοπής, χωρίς ουσιαστικό θετικό αντιπρόταγμα, συγκροτήθηκε αρχηγοκεντρικά, γύρω από μια ηγετική ομάδα με τα πιο γερασμένα πρόσωπα από κάθε άλλο πολιτικό χώρο, η οποία έτεινε να σπρώχνει τις εσωτερικές κριτικές κάτω από το χαλί. Παράλληλα, επιδόθηκε σε μια αφελή «πολιτική αριθμητική» με στόχο την είσοδο στη βουλή, αναζητώντας ετερόκλητες συμμαχίες ακόμα και από τον υπερσυντηρητικό χώρο διάφορων χριστιανικών, και εθνικιστικών- πατριωτικών ομάδων, που κατέληγαν να επιφέρουν περισσότερο κόστος απ’ ότι οφέλη.
Από την άλλη, η ΑΝΑΤΡΣΥΑ, με ελλειπή εσωτερική συνοχή που εξελίχθηκε σε ανοιχτή κρίση και de facto διάσπαση σε μια σειρά από αυτοδιοικητικές κάλπες, περιορίστηκε σε μια αφηρημένη και εν πολλοίς απογειωμένη από τα καθημερινά προβλήματα συνθηματολογία περί εξόδου από την ΕΕ και αντικαπιταλιστικής ανατροπής, χωρίς να αναμετριέται με το τι συνεπάγονται οι εν λόγω στόχοι προγραμματικά και οργανωτικο-πολιτικά. Υιοθέτησε κατά κανόνα έναν λόγο που δεν συγκεντρώνει πυρά στους αδύναμους κρίκους της κυρίαρχης πολιτικής, στο όνομα της ανάδειξης μιας συνολικής πολιτικής κατεύθυνσης. Ταυτόχρονα, αναλώθηκε πολύ περισσότερο από όσο έπρεπε σε κριτική προς τη ΛΑΕ και το ΚΚΕ, που σε συνδυασμό με τακτική απομόνωσης σε διάφορα κοινωνικά μέτωπα, αποξένωσε τον ανένταχτο κόσμο της αριστεράς, που αγωνίζεται, ή διαμαρτύρεται έστω, ενάντια στην κυβερνητική πολιτική.
Για την επόμενη μέρα
Η παραπάνω εικόνα δεν αφήνει περιθώρια στην αντικαπιταλιστική και ριζοσπαστική αριστερά να συνεχίσει όπως πριν. Το εκλογικό αποτέλεσμα συνιστά μεγάλη ήττα και για την ίδια, πράγμα που αναδεικνύει τα σοβαρά προβλήματα στρατηγικής και φυσιογνωμίας που τη διακατέχουν. Από τη μεριά μας, έχουμε επίγνωση των ορίων μας, δεν ισχυριζόμαστε ότι έχουμε τη λύση στο τσεπάκι μας, ούτε πιστεύουμε ότι η ενότητα του «όλου» της Αριστεράς αρκεί από μόνη της για να πάνε τα πράγματα καλύτερα. Θεωρούμε όμως ότι η δέσμευση σε έναν δρόμο διαλόγου και κοινής δράσης της αντικαπιταλιστικής ριζοσπαστικής Αριστεράς, καθώς και άλλων τάσεων του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος, χωρίς βιασύνη ενόψει των βουλευτικών εκλογών, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανίχνευση αποτελεσματικότερων τρόπων αντιπαράθεσης με την κυρίαρχη πολιτική και την επιστροφή της ελπίδας και της αγωνιστικής διάθεσης σε ένα ευρύτερο αριστερό δυναμικό που παροπλίστηκε μετά την απογοήτευση από τον ΣΥΡΙΖΑ. Θεωρούμε επίσης, ότι μια τέτοια κίνηση πρέπει να εδράζεται στην αναγνώριση της ήττας και την ανάγκη για μια νέα πορεία, κουλτούρα και φυσιογνωμία της Αριστεράς, και όχι σε μια λογική απλής ποσοτικής ενίσχυσης της υπάρχουσας διάταξης της. Μια τέτοια διαδικασία πρέπει να συνδυαστεί με την προσπάθεια για την ανασυγκρότηση του κοινωνικού κινήματος, ξεκινώντας από τα προβλήματα της καθημερινότητας των εργαζομένων, και πείθοντας ξανά ότι οι συλλογικοί αγώνες έχουν αξία, απέναντι στην προελαύνουσα επικράτηση του ατομικού δρόμου. Με αυτό το σκεπτικό δηλώνουμε παρούσες και παρόντες σε κάθε αντίστοιχη πρωτοβουλία διαλόγου για την επόμενη μέρα της α/ρ Αριστεράς