Γράφει ο Νίκος Νικήσιανης
Καιρό τώρα, προσπαθώ να πω κάτι αλλά δεν βρίσκω τις σωστές λέξεις. Είναι για το πως μιλάει η αριστερά. Οι περισσότεροι λογικοί άνθρωποι, ακόμα κι οι ίδιοι κι οι ίδιες που συντάσσουν και διακινούν αυτόν το λόγο, κατανοούν ότι κάτι δεν πάει καλά. Τί κατανοούν δηλαδή, φρικάρουν και αυτοσαρκάζονται. Και ταυτόχρονα, συνεχίζουν να γράφουν άρθρα και να μοιράζουν προκηρύξεις – και καλά κάνουν δηλαδή, γιατί, παρά τα προβλήματα, η δουλειά πρέπει να γίνεται.
Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που τέτοιες κριτικές τις θεωρούνε δευτερεύουσες, ίσως και λίγο δεξιές. Χαμογελάνε λοιπόν με μεγαλίστικη ειρωνεία κι επιμένουν ότι σημασία έχει τί λες και όχι πώς το λες. Λάθος. Δεν έχει καμία σημασία τί νομίζεις εσύ ότι λες, το μόνο που μετράει είναι το τί καταλαβαίνει αυτός στον οποίο απευθύνεσαι. Με τα λόγια του Μπρεχτ (κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Μπρεχτ για μεταμοντέρνο ή φορμαλιστή, έτσι δεν είναι;) δεν αρκεί να θες να γράψεις την αλήθεια, αλλά να έχεις την τέχνη να την κάνεις εύχρηστη σαν όπλο και το ταλέντο να τη διαδώσεις σε αυτούς που μπορούν να αξιοποιήσουν αυτό το όπλο.
Όχι, δεν πιστεύω ότι το πρόβλημα είναι αυτό που λένε οι αστοί, ότι ο λόγος μας είναι ξύλινος, γιατί χρησιμοποιεί κακές λέξεις όπως «εργάτες», «ταξική πάλη», «κεφάλαιο», «ιμπεριαλισμός». Αυτές οι λέξεις από μόνες τους είναι υπέροχες, ολοζώντανες, βοήθησαν την ανθρωπότητα να κατανοήσει τον κόσμο και θα συνεχίσουν να τη βοηθούν. Αν στα δικά μας στόματα ηχούν σαν πεθαμένες, δεν φταίνε οι λέξεις, φταίνε τα στόματα. Όταν μάλιστα προσπαθούμε να κάνουμε το λόγο μας πιο ζωντανό και τον διανθίζουμε με λογοτεχνικές φιοριτούρες, στίχους ποιημάτων και ανθρωπιστικά σοφίσματα, μου μοιάζει ακόμα πιο απωθητικός. Όπως και όταν το γυρίζουμε στο λαϊκότροπο και μιλάμε για τα «χαράτσια» και τη «φορομπηχτική πολιτική»: εγώ δεν γνωρίζω κανέναν λαό που μιλάει έτσι.
Τί φταίει λοιπόν; Δεν μπορώ να το περιγράψω ακριβώς. Νιώθω ότι φλυαρούμε, επαναλαμβανόμαστε, πλατειάζουμε – να, ακριβώς σαν τις προηγούμενες φράσεις. Ο λόγος μας μοιάζει να βγαίνει από μηχανή αυτόματης παραγωγής κειμένων. Δεν μιλάνε έτσι οι άνθρωποι. Είναι σαν να ψέλνουμε, σαν να ακολουθούμε ένα τελετουργικό, με στόχο την επιβεβαίωση και αναπαραγωγή της ταυτότητάς μας.
Θυμηθείτε για παράδειγμα πώς πάει συνήθως η διαπραγμάτευση για τη συγγραφή ενός κοινού κειμένου μεταξύ διαφορετικών οργανώσεων. Κάθε εκπρόσωπος διαπραγματεύεται το πόσες φορές θα ακουστεί η λέξη-κλειδί που τον ενδιαφέρει, ή πόσες σειρές θα πιάνει στο κείμενο η δική του προτεραιότητα σε σχέση με τα θέματα των άλλων. Προσπαθεί να χώσει αναφορές σε οτιδήποτε θεωρεί σημαντικό για τη δική του ταυτότητα, ακόμα και αν είναι άσχετο με το κύριο θέμα του κειμένου. Κι έτσι καταλήγουμε σε ένα κείμενο που μιλάει για το μισθό να πρέπει να πούμε κάτι για την καταστολή και τους φασίστες, ή σε ένα κείμενο που μιλάει για τη βία κατά των γυναικών, να καταγγέλλουμε τα μνημόνια. Το ξέρω, όλα κάπως συνδέονται: αλλά όταν απλά τα παραθέτεις όλα σε ένα κείμενο, καταλήγεις να μην λες τίποτα συγκεκριμένο.
Δεν την ειρωνεύομαι, ούτε την απορρίπτω την παραπάνω διαδικασία διαπραγμάτευσης: έχω συμμετάσχει πολλές φορές και αναγνωρίζω ότι είναι αναγκαία. Είναι όμως αναγκαία μόνο για το εσωτερικό μας. Παραέξω -αν υποθέσουμε ότι διαβάζονται αυτά τα κείμενα και κάπου παραέξω- τίποτα από αυτά δεν έχει νόημα.
Υπάρχει τεράστια παρανόηση για το πώς διαβάζεται ένα κείμενο και το τί καταφέρνει. Κάποιοι πιστεύουν για παράδειγμα ότι αν γράφουμε πολύ θυμωμένα ενάντια στην κυβέρνηση, θα ωθήσουμε αυτόν που τον διαβάζει να θυμώσει κι αυτός. Δεν ισχύει. Ένα αριστερό κείμενο ενάντια στην κυβέρνηση, είναι ταυτολογία: άρα, από μόνο του, δεν λέει τίποτα. Ακόμα χειρότερα, μπορεί να λειτουργεί και αρνητικά. Θυμάστε τις μοιρολογίστρες: μια οικογένεια τις προσλάμβανε για να κλαίνε εκ μέρους της τον νεκρό της. Τις ανέθετε αυτή τη δουλειά, γιατί, ακόμα κι αν δεν πονούσαν πραγματικά οι ίδιες, είχαν την δεξιότητα να μοιρολογούν καλύτερα, με ομορφότερα λόγια και θλιμμένες φωνές. Ένα θυμωμένο κείμενο καταγγελίας μπορεί να λειτουργεί κι αυτό κάπως έτσι: είναι σαν να αναθέτουμε στον εαυτό μας να θυμώνουμε εκ μέρους της κοινωνίας – και με αυτό τον τρόπο απαλλάσσουμε, ή ακόμα και αποκλείουμε, τους υπόλοιπους από την υποχρέωση να το κάνουν.
Υπερβολή; Ίσως. Ας το τραβήξουμε όμως λίγο ακόμα. Έχω ακούσει, όλοι και όλες μας έχουμε ακούσει, τους εαυτούς μας να μιλάνε επί ώρες σε συνελεύσεις. Ειδικά η πρώτη τοποθέτηση, αυτή της «συγκυρίας», είναι συνήθως ένα τυπικό τελετουργικό οριοθέτησης και ταυτοποίησης. Ο καθένας κι η καθεμία μας υιοθετεί συγκεκριμένες φράσεις κλισέ, συγκεκριμένη ροή επιχειρημάτων, ακόμα και συγκεκριμένα αστεία και λογοπαίγνια. Δύο λεπτά να ακούσεις, αναγνωρίζεις την οργάνωση. Άλλα στυλ είναι πιο αριστερίστικα, άλλα πιο λαϊκά, άλλα πιο διανοουμενίστικα, δεν έχει σημασία. Άλλοι δανείζονται το στυλ τους από την οργάνωσή τους, άλλοι μιμούνται τον αρχηγό, άλλοι φτιάχνουν ένα ατομικό στυλ – επίσης δεν έχει σημασία.
Ακούγοντάς μας τελευταία κάνω τη εξής κακή σκέψη -κι εδώ φτάνω στον πυρήνα αυτού που προσπαθώ να πω. Αυτός ο πολύ συγκεκριμένος τρόπος να μιλάμε είναι μια μορφή επίδειξης, ένα φλεξάρισμα: κοιτάξτε πόσο καλά τα λέω. Βάζουμε τις λέξεις στη σειρά και φτιαχνόμαστε ακούγοντας τον εαυτό μας. Αυτή η επίδειξη όμως, στο πλαίσιο της πολιτικής, δεν είναι μόνο εγωισμός, ατομικός ή της οργάνωσης. Είναι ο δικός μας, ιδιαίτερος τρόπος να αναπαράγουμε την κυρίαρχη ιδεολογία. Είναι σαν να λέμε σε αυτόν που μας ακούει: «κοίταξε, για να κάνεις πολιτική πρέπει να μιλάς κάπως έτσι, κι εσύ δεν μπορείς, ή δεν θέλεις, να το κάνεις. Ο δικός σου ρόλος είναι να μας ακούς να σου αποκαλύπτουμε την αλήθεια και να αναφωνείς ‘ναι, αυτό είναι, επιτέλους το κατάλαβα’». Ο λόγος των ειδικών αναπαράγει ρόλους και διαχωρίζει την πολιτική πρακτική από το πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού, όπως ακριβώς επιδιώκει να κάνει η αστική πολιτική.
Εκεί πάνω, θυμήθηκα τον Ρίτσο που τα είχε πει όλα αυτά εδώ και χρόνια. Μόνο όταν δυσκολεύουν τα πράγματα, λέει, μαθαίνουμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά. Και εύχεται να γίνουμε ακόμα πιο απλοί, να βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος σε όλες τις καρδιές, σε όλα τα χείλη. Γιατί, καταλήγει, ο σκοπός μας είναι όχι να ξεχωρίζουμε από τον κόσμο, αλλά να ενώσουμε με τον κόσμο. Ο καλύτερος ορισμός ενός μη αστικού πολιτικού λόγου που έχω διαβάσει.
Ψάχνω να βρω έναν συλλογικό, κομματικό λόγο που να μοιάζει με τα παραπάνω. Το πιο ωραίο παράδειγμα που βρίσκω είναι ο λόγος του ΚΚΕ στο Μεσοπόλεμο. Απόλυτα «ξύλινος» με τα αστικά στερεότυπα, αλλά τόσο ζωντανός, τόσο συγκεκριμένος. «Να πάει 3 δραχμές η οκά το ψωμί». «Ντροπή στον εργάτη αν δεν πνίξει στο αίμα μια τέτοια ζωή». Ένας λόγος απόλυτα καινοτόμος για την εποχή του, τόσο στον τρόπο (τα αστικά κόμματα της εποχής, για να ξεχωρίσουν από τον κόσμο, μιλούσαν ακόμα καθαρευουσιάνικα), όσο και στο περιεχόμενο. Φαντάζομαι έναν κομμουνιστή καπνεργάτη να σκάει μέσα στο γκέτο των εβραίων και να μιλά για ταξική πάλη, διεθνιστική αλληλεγγύη, κομμουνισμό κι επανάσταση και μου ηχούν τόσο φρέσκα.
Θα μου πείτε, την εποχή εκείνη αυτές οι έννοιες ήταν πράγματι νέες, τώρα κουβαλάνε σκουριά ενός αιώνα. Σωστό κι αυτό. Είναι όμως και κάτι άλλο. Όταν τα έλεγε αυτά ο καπνεργάτης μας, τα έλεγε γιατί πίστευε ότι θα γίνουν, ή, ακόμα περισσότερο, τα έλεγε γιατί τα έκανε εκείνη την ίδια στιγμή. Ποια οργάνωση της άκρας αριστεράς σήμερα, από αυτές τις μικρές ομαδοποιήσεις των λίγων δεκάδων ή εκατοντάδων ανθρώπων, μπορεί να μιλάει για επανάσταση και κομμουνισμό και να πιστεύει στα λόγια της; Καμία, γιατί όλες αναγνωρίζουν ότι η επανάσταση κι ο κομμουνισμός υπερβαίνουν αυτή τη στιγμή τις υλικές δυνατότητές τους. Παρόλα αυτά, αντί να πουν, «ώπα, αυτά που λέμε δεν αντιστοιχούν καθόλου σε αυτό που είμαστε και σε αυτά που κάνουμε», αντί λοιπόν να αλλάξουν αυτό που είναι ή αυτά που λένε (προφανώς εγώ είμαι με το πρώτο), συνεχίζουν απλά να αναπαράγονται ως τέτοιες. Για αυτό και οι ίδιες λέξεις, στα δικά μας στόματα, ακούγονται νεκρές, ψεύτικες και τελετουργικές. Γιατί, ο μόνος υλικός σκοπός της εκφοράς τους, είναι η εσωτερική μας αναπαραγωγή ως μικρές γραφειοκρατίες, οι οποίες υποθέτουν ότι έχουν αναλάβει να διασώσουν το λόγο του κομμουνιστικού κινήματος σε χαλεπούς καιρούς.
Τα προβλήματα του λόγου τελικά συνδέονται με πιο δομικές αδυναμίες, αλλά ας μην τις πιάσουμε τώρα. Ακόμα κι έτσι όπως έχουν τα πράγματα, αυτοί κι αυτές που είμαστε, μπορούμε να μιλάμε κάπως καλύτερα, πιο ανθρώπινα; Πιστεύω πως ναι. Είναι μάλιστα τόσο χάλια ο λόγος της αριστεράς σήμερα, ώστε και μικρές αλλαγές μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη έκπληξη. Όσοι παίρνουν στα χέρια τους ένα κείμενο μας, ξέρουν από πριν τί θα διαβάσουν – και βαριούνται. Λίγο να διαφέρει, αρκεί για να το προσέξουν.
Το πρώτο βήμα νομίζω είναι να μιλάμε «ήσυχα κι απλά» (Ρίτσος, 1974). Ψύχραιμα. Να αφήνουμε τις κορυφώσεις και τις κραυγές για ένα στα δέκα κείμενα, ας πούμε, γιατί αν φωνάζεις συνέχεια, δεν σε ακούει κανείς.
Να διαλέγουμε ένα ζήτημα τη φορά, όχι δεκαπέντε. Μπορούμε από το χάος του κοινωνικού ανταγωνισμού να απομονώνουμε μια συγκεκριμένη στιγμή, που δεν την είχαμε προσέξει αρκετά, και να την αναδεικνύουμε; Αυτό, ίσως, να έχει ένα ενδιαφέρον. Και δεν χρειάζεται άγχος να συνδέσουμε αυτή τη στιγμή με όλα τα υπόλοιπα θέματα: κάτι πρέπει να αφήσουμε και στον αναγνώστη. Αν είναι τόσο χαζός που πρέπει να του πούμε όλα εμείς, δεν έχει νόημα ούτε εμείς να του μιλάμε, ούτε αυτός να μας ακούει.
Να ξέρουμε τί θέλουμε να πούμε. Να μπορούμε να το πούμε με μια φράση, κι ας γράψουμε στη συνέχεια 100 σελίδες. Να ξέρουμε επίσης σε ποιους/ες απευθυνόμαστε, πραγματικά κι όχι φαντασιακά, ποιοι δηλαδή πρόκειται όντως να διαβάσουν το συγκεκριμένο κείμενο και τί νέο/σημαντικό/όμορφο έχουμε να τους πούμε. Μια είδηση, μια γνώση παραπάνω, μια πρόταση δράσης; Τότε, ίσως, μας προσέξουν.
Επίσης, ας αφήσουμε καλύτερα τις μεταφορές και τα πολλά λογοτεχνικά στολίδια, ειδικά αν δεν μπορούμε να τα χειριστούμε καλά. Το καλύτερο είναι να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους – ή ακόμα καλύτερα, με το επιστημονικό όνομά τους, όπως ζητούσε ο Αλτουσέρ. Υποκείμενο – ρήμα – αντικείμενο: «το ψωμί να πάει τρεις δραχμές η οκά», ή «κάθε σερβιτόρα να πληρώνεται τουλάχιστον 5 ευρώ την ώρα».
Και πάνω από όλα, αλήθεια. Δεν χρειάζονται ψέματα, υπερβολές και ωραιοποιήσεις, δεν θα ξεγελάσουμε κανέναν. Θα ήταν πολύ καλύτερα πχ όταν χάνουμε στις εκλογές, αντί να λέμε «διατηρήσαμε τις δυνάμεις μας σε μια δύσκολη συγκυρία», να λέμε «παιδιά, χάσαμε, άρα κάτι δεν κάνουμε σωστά». Όταν μαζεύονται 150 νοματαίοι για μια πορεία, δεν θα μετράμε 300 και θα λέμε «εντάξει, αξιοπρεπώς πήγε». Θα λέμε ήταν λάθος το κάλεσμα, δεν έπρεπε να κάνουμε πορεία. Αλλά αν λέγαμε τέτοια πράγματα, αν μιλούσαμε με αυτό τον τρόπο, δεν θα είμασταν οι ίδιοι κι οι ίδιες, θαρρώ.