Από τη Δευτέρα (11/5) ξεκινάνε τα μαθήματα της Γ’ Λυκείου , ενώ από τις 18/5 αναμένεται και η επαναλειτουργία όλων των τάξεων Γυμνασίου και Λυκείου. Το άνοιγμα ακόμα των Δημοτικών αν και δεν έχει επίσημα ανακοινωθεί, σύμφωνα με τον Σ. Πέτσα περιλαμβάνεται κανονικά στον κυβερνητικό σχεδιασμό για το επόμενο διάστημα.
Πώς είναι όμως δυνατόν να επιτευχθεί το άνοιγμα των σχολικών μονάδων με ασφάλεια; Οι σχετικές δηλώσεις Τσιόδρα πέφτουν σε αντιφάσεις όταν σύμφωνα με αυτές τα παιδιά θεωρούνταν “κινητές βόμβες” τους προηγούμενες μήνες, ενώ ξαφνικά σήμερα “ο ρόλος τους στη διασπορά και τη μετάδοση της νόσου δεν φαίνεται να είναι μεγάλος”. Εμείς δεν μπορούμε, και με βάση τις πρόσφατες έρευνες στη Γερμανία, να αγνοήσουμε τη μεγάλη επικινδυνότητα μιας τέτοιας κίνησης για τη διασπορά του ιού από τα παιδιά ως ασυμπτωματικούς φορείς στο οικογενειακό και ευρύτερό τους περιβάλλον, αλλά και για την υγεία των ίδιων των εκπαιδευτικών, οι οποίες/οι στην πλειονότητά τους είναι άνω των 50 ετών, ενώ για τις αναπληρώτριες/αναπληρωτές δεν προβλέπεται καν άδεια ειδικού σκοπού.
Τα κυβερνητικά μέτρα που θα συνοδεύουν το άνοιγμα των σχολείων δεν μπορούν να προσφέρουν καμία ουσιαστική προστασία. Δεν υπάρχει πρόβλεψη για δωρεάν παροχή ΜΑΠ στις μαθήτριες και τους εκπαιδευτικούς, τη στιγμή που σε κλειστούς συνωστισμένους χώρους η χρήση τους κρίνεται αναγκαία, ενώ ελλείπει και το επαρκές προσωπικό για τον τακτικό καθαρισμό των αιθουσών. Ακόμη, αν και ορίζεται απόσταση ασφαλείας 1,5 μέτρου μεταξύ των μαθητ(ρι)ών και μεταξύ μαθητ(ρι)ών – εκπαιδευτικών, αυτή είναι πρακτικά αδύνατο να τηρηθεί εκτός των αιθουσών, ειδικά στα δημοτικά. Και φυσικά θα ήταν εντελώς παράλογο να κληθούν οι εκπαιδευτικοί να αναλάβουν την ευθύνη και τον ρόλο “χωροφυλάκων” στα προαύλια.
Η απόφαση να ανοίξουν τα σχολεία ενέχει αδικαιολόγητο ρίσκο. Οι λίγες εβδομάδες μαθημάτων που απέμειναν δεν μπορούν να συμβάλλουν ουσιαστικά στη μόρφωση των παιδιών. Βασικός λόγος για το άνοιγμα των σχολείων, πέραν της συνολικότερης πίεσης του κεφαλαίου για «επιστροφή στην κανονικότητα», είναι και το να σταματήσουν να παρέχονται γονεϊκές άδειες ειδικού σκοπού στους εργαζόμενους γονείς, τμήμα των οποίων επωμίζεται η εργοδοσία. Αν και η τηλεκπαίδευση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντικαταστήσει τη διαδικασία μάθησης και κοινωνικοποίησης που συντελείται στο σχολείο και σίγουρα αποκλείει πολλές μαθήτριες/τες από την παρακολούθηση, έχει ανταπεξέλθει σε έναν βαθμό στις έκτακτες ανάγκες της συγκυρίας. Επομένως, για τα παιδιά μικρότερων ηλικιών μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζεται προκειμένου να διατηρούν μια επαφή με τα μαθήματα, καθώς και πρέπει να εξασφαλιστεί η δωρεάν παροχή των απαραίτητων μέσων (υπολογιστές, ίντερνετ). Τα δια ζώσης μαθήματα κρίνονται τώρα αναγκαία μόνο για τη Γ’ Λυκείου, τα οποία και μπορούν να πραγματοποιηθούν εφόσον λαμβάνονται όλα τα μέτρα ασφαλείας. Σε κάθε περίπτωση η οποιαδήποτε δια ζώσης διαδικασία θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε ένα πρόγραμμα μειωμένων ωρών και μη εντατικοποιημένο. Σε ό,τι αφορά βέβαια την εξ αποστάσεως διδασκαλία τονίζουμε πως μπορεί αυτή την στιγμή να δοκιμάζεται σε έκτακτες συνθήκες, όμως επί της αρχής δεν εγγυάται την ισότιμη πρόσβαση από όλους/ες και δεν μπορεί επουδενί να αντικαταστήσει τη δια ζώσης εκπαίδευση και να θεωρηθεί αυτόνομη εκπαιδευτική μέθοδος, παρά συμπληρωματικό βοηθητικό εργαλείο.
Συνολικά, διακρίνεται για άλλη μια φορά η απαξίωση της δημόσιας εκπαίδευσης έναντι της ιδιωτικής. Το υλικό και οι υποδομές για το έκτακτο μέσο της τηλεκπαίδευσης δεν προϋπήρχαν και έτσι έπεσε στις πλάτες των εκπαιδευτικών η ευθύνη για κατασκευή του, ενώ δεν προβλέπεται πουθενά η δωρεάν (και σοβαρή να προσθέσουμε μετά το φιάσκο με τα voucher) κατάρτισή τους στα τεχνολογικά μέσα. Την ώρα που η κυβέρνηση βάζει σε κίνδυνο την υγεία της εκπαιδευτικής κοινότητας, σπεύδει να φορτώσει στις/στους εκπαιδευτικούς χαρακτηρισμούς όπως “τεμπέληδες” απέναντι στις εύλογες αντιδράσεις τους για το επερχόμενο άνοιγμα, υποβαθμίζοντας περισσότερο τη δουλειά τους και εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των ιδιωτών. Παράλληλα, η απαράδεκτη πρόταση της υπουργού Παιδείας για μαγνητοσκόπηση των μαθημάτων τους, επιχειρεί να τους καταστήσει ακόμα πιο πειθαρχημένες/ους κάτω από την πίεση του συνεχούς ελέγχου. Η αντιπαιδαγωγική δε αυτή τροπολογία, αμφισβητεί ευθέως την προστασία και την ιδιωτικότητα της ζωής των παιδιών, αντικαθιστώντας την αμεσότητα και την επικοινωνία της “ζωντανής τάξης” με την επιτήρηση και τον κίνδυνο στιγματισμού των μαθητών/ριων.
Σε ό,τι αφορά τα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα, όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν ξεκάθαρη η άρνηση του Υπουργείου, να συζητήσει για ουσιώδη ζητήματα, προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα κλίμα κανονικότητας, που σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε. Το υπουργείο γνώριζε ότι κάποια στιγμή θα έπρεπε να συζητηθεί η διεξαγωγή των εξεταστικών, επέλεγε ωστόσο να δίνει γενικόλογες απαντήσεις για την “κανονική διεξαγωγή των εξεταστικών”, χωρίς να βάζει ζητήματα για τον τρόπο, τα μέτρα ασφαλείας κ.ο.κ και χωρίς να θέτει τα Ιδρύματα σε μία διαδικασία συζήτησης και επίλυσης των προβλημάτων. Βρισκόμαστε ένα μήνα πριν την προγραμματισμένη έναρξη των εξεταστικών και ακόμη οι φοιτητ(ρι)ες δεν γνωρίζουν πώς θα εξεταστούν και με τι μέτρα ασφαλείας, επιβαρύνοντας τους με περισσότερο άγχος για το πώς θα ανταποκριθούν στο διάστημα που τους μένει μέχρι την εξεταστική. Το Υπουργείο, αντί να δώσει κάποια κατεύθυνση, έχει αποποιηθεί πλήρως την ευθύνη του, ρίχνοντας το μπαλάκι στα Ιδρύματα και είναι δεδομένο ότι όποια μέθοδος και να επιλεχθεί, έχει μείνει ελάχιστος χρόνος για να προετοιμαστεί και να εφαρμοστεί χωρίς προβλήματα από τα Ιδρύματα.
Είναι σημαντικό τώρα να ενισχύσουμε τη δημόσια παιδεία και να προστατεύσουμε την υγεία εκπαιδευτικών, μαθητριών και όλων μας. Απαιτούμε:
– Να μην ανοίξουν τα δημοτικά σχολεία
– Να γίνουν τα απαραίτητα μαθήματα με εξασφαλισμένο μειωμένο αριθμό μαθητ(ρι)ών
– Να γίνουν προσλήψεις εκπαιδευτικών για να ανταποκρίνονται στην ανάγκη για μικρά τμήματα και
προσλήψεις καθαριστ(ρι)ών για συχνές απολυμάνσεις
– -Να μην μονιμοποιηθεί η εξ αποστάσεως εκπαίδευση
– Να παρέχονται δωρεάν ΜΑΠ όπου χρειαστεί η δια ζώσης μάθηση ή εξέταση
– Να υπάρξει δωρεάν υλικοτεχνική στήριξη των εκπαιδευτικών και μαθητ(ρι)ών/ φοιτητ(ρι)ών
– Να αποσυρθεί η πρόταση για μαγνητοσκόπηση των μαθημάτων
– Να ληφθούν άμεσα αποφάσεις για τις εξεταστικές, ώστε να γνωρίζουν οι φοιτητ(ρι)ές πώς θα εξεταστούν. Καμία εντατικοποίηση. Κανένας/μία φοιτητής/ρια να μην αποκλειστεί.
– Να ενισχυθεί επιτέλους δραστικά το ΕΣΥ, καθώς μαζί με τα μέτρα φυσικής αποστασιοποίησης, αποτελεί τον βασικό τρόπο αντιμετώπισης του κινδύνου της πανδημίας, που δεν έχει περάσει