Είπα στον εαυτό μου
μεγάλε θα μάθεις κιθάρα
Θα κάνεις συγκρότημα
αν θες να τη βρεις
Και απ’ τη σκατοζωή,
θα κάνεις ζωάρα
Υπάρχει μια ζωή που δε σε αφήναν να ζεις
Δεκτικός σε κάθε μας ανησυχία, σε κάθε μας διάθεση, στήριγμα εδώ και τώρα δίχως δισταγμό. Γαλήνη και χαμόγελα για τα όνειρά μας, σκοτάδι και νεύρα γι’ αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Συνεχής εναλλαγή συναισθημάτων, απόρροια της τεράστιας ευαισθησίας που έκρυβες καλά στη σκιά των δύο μέτρων σου. Μία λέξη ήταν αρκετή να σε κάνει χαρούμενο, μία λέξη ήταν αρκετή να σε πληγώσει βαθιά.
Έπιανες το ένα, παρατούσες το άλλο, την ξανάψαχνες, απογοητευόσουν, ενθουσιαζόσουν ξανά, ξανά όλα από την αρχή. Αναζήτηση δίχως τέλος, αμετανόητος ανήσυχος, πολύ αλλιώς για καλούπια και νόρμες. Πάθος για την υπεράσπιση των περιθωριακών και των αδικημένων. Καμία κουβέντα δεν μπορούσε να χωρέσει τα ‘’Θέλω’’ σου. Κάθε κουβέντα τροφή για σκέψη, κάθε σκέψη τροφή για πράξη. Το βίωμα εμπειρία και η εμπειρία νέα πρακτική.
…Θυμάμαι που σε όλες τις μαζικές εκδηλώσεις, όλες οι παρέες έψαχναν με άγχος και αλλεπάλληλα τηλέφωνα τους δικούς τους. Εμείς δεν χαθήκαμε ποτέ… Ένα ‘έλα, βλέπω το ψηλό’ άρχιζε και τελείωνε κάθε μας κλήση. Έτσι εύκολα θα σε βρούμε ξανά εκεί που είσαι. Είμαστε σίγουροι ότι θα έχεις βρεί την καλύτερη καβάτζα και θα μας περιμένεις με το χαρακτηριστικό σου σταυροπόδι. Όσα υπήρξες θα αντανακλούν διαρκώς σε αυτό που είμαστε, ορίζοντας τις ζωές μας για πάντα.
Ακόμα και τώρα που γράφω, δεν θα μπορούσα να σκεφτώ ποτέ τον εαυτό μου να το κάνει για σένα, αλλά το κάνω γιατί είσαι αυτός που δε θα πάψω ποτέ να σκέφτομαι. Είσαι μέρος στα πιο όμορφα χρόνια ξεγνοιασιάς. Δεν αναρωτήθηκα ποτέ αν είσαι κοντά μου, γιατί ήσουν και είσαι ακόμα με έναν δικό σου ξεχωριστό τρόπο. Μαζί σου ένιωσα ακόμα πιο κοντά φίλους, που ήδη γνώριζα χρόνια πριν. Μαζί σου γέλασα πολύ, και γελάω ακόμα, γιατί έκανες πράγματα πέρα από τη συνηθισμένη καθημερινότητα και λογική. Δεν πήγαμε για μπάσκετ μια τελευταία φορά, ούτε το αριστερό λέι απ μου έμαθες, μάλλον επειδή δεν το ‘χω, αλλά μου έμαθες πως όλα στη ζωή συμβαίνουν, όπως και αυτό.
Στους δρόμους και τις πλατείες θυμάμαι σα δεύτερη εφηβεία, τα αμφιθέατρα, τα μπλε μαγαζιά, τις βεργίνες, τις καντάδες, τα γαμωεισιτήρια και τα κωλορεφρέν.
…Θυμάμαι και την ενηλικίωσή εδώ. Την απότομη προσγείωση, την πρώτη συνέντευξη, το χωρισμό, το άδειασμα, τα κουμάντα, τις μάχες για ανάσες, για να μην ξεγλιστρήσουν οι ζωές μας. Να κάνουμε κάτι που γουστάρουμε, να επιβιώσουμε χωρίς τις πλάτες άλλων, χωρίς να γίνουμε μαλάκες. Ρομαντικοί και λαβωμένοι να ψάχνουμε το νόημα. Και πάνω απ’ όλα μαζί, ακόμα κι όταν δε σήκωνα τα τηλέφωνα. Ακόμη περισσότερο όταν δε σήκωνα τα τηλέφωνα.
…Θυμάμαι που με έναν κόμπο στο λαιμό με ρώτησες έξω από το Α τον τελευταίο χειμώνα “γιατί να είναι όλα ίδια”. Δεν μπορούσες να ταιριάξεις αυτά που έβλεπες κι αυτά που σκεφτόσουνα μ’ αυτά που σου ‘λεγε η αγνή σου καρδιά.
Μου χρωστάς μια νύχτα. Μισό ποτό ρε μαλάκα, εγώ κι εσύ. Στην άδεια Μερκούρη με τα λιωμένα μπετά κάποιον Αύγουστο, στον Άι Κήτα, την Κρήτη, την Ανδρομέδα, όπου θες εσύ. Ίσως όταν θα έχω απάντηση στα “γιατί”, ίσως πάλι όταν ξεμείνω από απαντήσεις. Ίσως σ’ ένα κόσμο χωρίς εκμετάλλευση και βία, χωρίς μπάτσους, χωρίς νύχτες πανικού, θόρυβο, κραυγές κι αναστεναγμούς. Σ’ έναν κόσμο απλό, σαν τον δικό σου.\
…Θυμάμαι ήμουν χαμένος για μέρες και ήρθα να σε βρω. Αφού σου τα ‘πα, μου λες:
– Πάμε να παίξουμε καμιά μπάλα;
– Πάμε ρε, αλλά αφου ξες, δεν ξέρω μπάλα.
– Πάμε ρε, μη κάνεις έτσι.
Ξεκινήσαμε από το σπίτι μέχρι Πανεπιστημιούπολη με μία μπάλα στα πόδια, να κλωτσάμε σε άδειους δρόμους, που άλλες φορές έτρεχες να διασχίσεις. Μία στάση να πάρουμε καφέ, θεολογική να δούμε ήλιο και μετά κατηφόρα μέσα απ’ το πάρκο, να χτυπάμε βολέ και όπου βγάλει η μπάλα. Να λέμε ότι κατεβάζει ο νους και να κατρακυλάμε. Φτάσαμε πάλι σπίτι μετά από ώρες.
Μπήκε το βράδυ, αράξαμε μπαλκόνι να φάμε.
– Κι άμα φύγουμε πώς θα είναι; Εδώ είναι όλο τα ίδια δε βαρέθηκες; Ξέρω τι θα μου πούνε, ξέρω τι θα τους πω. Κι αν πάμε αλλού πώς θα ’ναι; Αλλά το μόνο είναι ότι δε θα έχω εσάς ρε μάγκα… Θα μου λείψετε… Ποιος είναι σαν κι εσάς;
– Να το κάνεις όμως, να πας, να μην το έχεις μέσα σου. Αν δεν το κάνεις δεν θα μάθεις.
Και σιωπή…
Ποτέ δεν ήταν αμήχανη η σιωπή γιατί έτρεχε ο νους…
Μετά το τέλος, κατάλαβα.Το αγαπημένο μου μέρος ήταν εδώ. Ήταν εδώ μαζί σου…