Το τελευταίο διάστημα, τίποτα δεν μοιάζει να ενώνει πολιτικούς, δημοσιογράφους και οικονομολόγους όσο η πολεμική ρητορική. Στη μέση βρίσκεται η κοινωνία, σε ένα ιδιότυπο χαράκωμα: αρχικά με την εισαγωγή (αναγκαίων) μέτρων κοινωνικής απομόνωσης και περιορισμού και σήμερα, με την απόσυρση των περιοριστικών μέτρων, με την προετοιμασία των ανθρώπων για τις πικρές συνέπειες της οικονομικής ύφεσης που πρόκειται να επωμιστούν.
Πως και γιατί όμως φτάσαμε εδώ;
Τον περασμένο Σεπτέμβριο ο ΟΗΕ δημοσίευσε μια έκθεση που προειδοποιούσε ότι υπάρχει η “πολύ πραγματική απειλή” μιας πανδημίας που θα σαρώσει τον πλανήτη, σκοτώνοντας μέχρι 80 εκατομμύρια ανθρώπους. “Η ετοιμότητα παρακωλύεται από την έλλειψη συνεχιζόμενης πολιτικής βούλησης σε όλα τα επίπεδα”, ανέφερε η έκθεση. “Αν και οι εθνικοί ηγέτες ανταποκρίνονται σε υγειονομικές κρίσεις όταν ο φόβος και ο πανικός αναπτύσσονται αρκετά, οι περισσότερες χώρες δεν αφιερώνουν τη συνεπή ενέργεια και τους πόρους που απαιτούνται για να εξασφαλίσουν ότι ραγδαίες αυξήσεις κρουσμάτων δεν θα μετατρέπονται σε καταστροφές”. Η έκθεση περιέγραψε ένα ιστορικό σκόπιμης παραβίασης των προειδοποιήσεων των επιστημόνων τα τελευταία 30 χρόνια.
Ορισμένες κυβερνήσεις αγνόησαν τις προειδοποιήσεις προτάσσοντας την αφήγηση πως ο κίνδυνος δεν είναι μεγάλος και συνεπώς δεν αξίζει να δαπανηθούν πόροι για την πρόληψη και τον περιορισμό της πανδημίας. Πολλές περισσότερες ήταν εκείνες που επέλεξαν να μην ενισχύσουν τα δημόσια συστήματα υγείας και τις δημόσιες δομές φροντίδας και πρόληψης. Η αδιαφορία αυτή είχε σαν συνέπεια να διαμορφωθούν δυσμενέστεροι όροι ως προς τις δυνατότητες διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης, οδηγώντας εν τέλει στην εφαρμογή περιοριστικών μέτρων σε κυκλοφορία και εργασία για περισσότερο από δύο δισεκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Μέτρα τα οποία ενδεχομένως να είχαν αποφευχθεί σε ένα βαθμό, τουλάχιστον ως προς το χρονικό τους εύρος, εάν είχε στηριχθεί το δημόσιο σύστημα υγείας τόσο πριν όσο και κατά την έξαρσης του κορονοϊού.
Η παγκόσμια οικονομία δεν είχε δει ποτέ στο παρελθόν κάτι παρόμοιο. Σχεδόν όλες οι οικονομικές προβλέψεις για το παγκόσμιο ΑΕΠ του 2020 κάνουν λόγο για μια δραματική συρρίκνωση, ενδεχομένως χειρότερη και από εκείνη της κρίσης του 2008. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η παραγωγή στις περισσότερες οικονομίες θα μειωθεί κατά μέσο όρο σε ποσοστό 25%, ενώ οι περιορισμοί θα διαρκέσουν και θα επηρεάσουν άμεσα τομείς που ανέρχονται έως το ένα τρίτο του ΑΕΠ στις σημαίνουσες οικονομίες. Για κάθε μήνα περιορισμού, θα υπάρξει απώλεια 2 ποσοστιαίων μονάδων στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ.
Κατά τη διάρκεια των περιορισμών, διάφορες κυβερνήσεις ανακοίνωσαν μέτρα παροχών (όπως και στην Ελλάδα) και ενίσχυσαν τα επιδόματα ανεργίας για όσους έχουν απολυθεί ή έχουν υποστεί «ζημιά» μέχρι την αποκατάσταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Τα κράτη εστιάζουν τη ρητορική τους στην ανάγκη ενίσχυσης των επιχειρήσεων που υποτίθεται ότι θα ανακάμψουν μέσω της πρόσβασης σε χαμηλά επιτόκια και φθηνά δάνεια αλλά και μέσω του περιορισμού του κόστους εργασίας όπως αυτό αποτυπώνεται στο Ευρωπαϊκό πρόγραμμα SURE, ένα σκληρό μηχανισμό «ενεργητικής» πολιτικής που μετατρέπει την πλήρη απασχόληση σε μερική, διευκολύνοντας έτσι την κερδοφορία των επιχειρήσεων.
Ποιοι θα πληρώσουν την κρίση;
Κάθε μέρα που περνά, το βάρος του κοινωνικού κόστους, μεταβιβάζεται στα πιο ευάλωτα μέλη της κοινωνίας: απώλεια θέσεων εργασίας, απουσία εισοδημάτων για τους αυτο-απασχολούμενους, τους επισφαλώς και τους μη δηλωμένους εργαζόμενους. Παράλληλα προκύπτει και ένα τεράστιο οικονομικό άγχος που αυξάνεται εκθετικά καθώς, παρά τα έκτακτα μέτρα, η συντριπτική πλειοψηφία επιβίωνε με ελάχιστες ως μηδενικές αποταμιεύσεις σαν αποτέλεσμα της λιτότητας των προηγούμενων δέκα χρόνων και της αναδιανομής υπέρ του κεφαλαίου που αυτή προκάλεσε.
Οι «φιλελεύθερες» κυβερνήσεις που επικαλούνται ότι επιδιώκουν τη δικαιοσύνη, προωθούν τη γενική ευημερία και εγγυώνται τα κοινωνικά δικαιώματα, αποτυγχάνουν σε όλα τους τα καθήκοντα – και πολλές φορές επιδιώκουν ακριβώς τα αντίθετα. Προσπαθούν να μετατρέψουν την κρίση σε ευκαιρία για τις μεγάλες επιχειρήσεις, να άρουν εργασιακά δικαιώματα και να μετακυλήσουν το κόστος της κρίσης στους εργαζόμενους.
Πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα, η κυβέρνηση έλαβε βαθιά αντεργατικά μέτρα με πρόσχημα την πανδημία, όπως: την μετατροπή του μεγαλύτερου μέρους των εργαζομένων σε επιδοματούχους 800 ευρώ για ενάμιση μήνα, την ενίσχυση της ευελιξίας των εργασιακών σχέσεων, την ενίσχυση του διευθυντικού δικαιώματος, προκειμένου οι επιχειρήσεις/εργοδότες να μπορούν να διευθετούν τον χρόνο και τον όγκο εργασίας ανάλογα με την πτώση των κερδών και αντίστοιχα έβαλε σε καραντίνα τα συνδικαλιστικά δικαιώματα. Με δεδομένη την αύξηση της ανεργίας, στα ποσοστά της κρίσης του 2008-2009, της υποαπασχόλησης, αλλά και της μείωσης των εισοδημάτων των εργαζομένων, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτά τα μέτρα θα οδηγήσουν σε ένα νέο ισχυρό κύμα φτωχοποίησης της κοινωνίας.
Γνωρίζουμε ότι βρισκόμαστε ήδη αντιμέτωπες και αντιμέτωποι με μια νέα σφοδρότερη επίθεση στις τάξεις των εργαζομένων, οι οποίοι θα κληθούν να πληρώσουν το κόστος αυτής της νέας ύφεσης. Δηλώνουμε ότι η όποια «θεραπεία» σε αυτήν την οικονομική και κοινωνική κρίση, οφείλει να περνάει μέσα από μια ισχυρά αναδιανεμητική πολιτική και ένα διαφορετικό σχεδιασμό της οικονομίας καθώς και ότι μια τέτοια πολιτική δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα των μαζικών λαϊκών αγώνων.
Βασικό μας μέλημα είναι να ενδυναμώσουμε την αυτό-οργάνωση της κοινωνίας στους χώρους εργασίας και τις γειτονιές και να στηρίξουμε κάθε πρωτοβουλία που προσανατολίζεται σε ένα διαφορετικό μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης (δίκτυα αλληλεγγύης, προώθηση της συλλογικής κατανάλωσης, νέες σχέσεις παραγωγών καταναλωτών, μορφές συνεργατικής οικονομίας). Για αυτή την προσπάθεια που απαιτεί χρόνο οι πληττόμενες κοινωνικές τάξεις πρέπει να στηριχθούν και να σταθούν όρθιες χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα εργαλεία, συνδυάζοντας τις δυναμικές αυτό-οργάνωσης με τις άμεσες διεκδικήσεις. Ανάμεσα στις άμεσες διεκδικήσεις που αναδεικνύονται σήμερα σε διεθνές επίπεδο από τα κινήματα είναι και η καταβολή ενός βασικού εισοδήματος σε όλες/ους τις/ους πληττόμενες/ους
Κοινωνικά κέντρα και συλλογικότητες από την Ιταλία και άλλου, κυκλοφόρησαν ένα Μανιφέστο που απαιτεί βασικό εισόδημα 750 € ανά μήνα για ενήλικες και 150 € για κάθε ανήλικο. Μεταξύ άλλων αναφέρει:
“Θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ […Το επίδομα πανδημίας ] από τις 30 Απριλίου έως τουλάχιστον το τέλος του έτους. Θα ήταν αρκετός χρόνος για να αξιολογηθούν τα αποτελέσματά του και να σχεδιαστεί η συνέχεια, ειδικά επειδή η κρίση θα συνεχίσει να είναι σκληρή και επίμονη μετά το τέλος της κατάστασης συναγερμού του κοροναϊού και επίσης επειδή θα μπορούσαν να υπάρξουν νέες επιδημίες που θα απαιτούν και πάλι κλείδωμα και παύση της οικονομικής δραστηριότητας. Δεν πρέπει να παρατείνουμε τα λάθη που επί του παρόντος γίνονται στους τομείς της υγειονομικής περίθαλψης και της κοινωνικής ύπαρξης.”
Η πρόταση των Ιταλών συντρόφων/ισσων βγαίνει μέσα από ένα μακρύ διάλογο για το βασικό εγγυημένο εισόδημα που έχει απασχολήσει την πολιτική και την οικονομία ήδη από τον 17ο αιώνα με προσεγγίσεις ριζοσπαστικές αλλά και νεοφιλελεύθερες. Οι πολιτικές που μέχρι σήμερα έχουν εφαρμοστεί κινούνται στη δεύτερη κατεύθυνση με τη μορφή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος που αποτελεί διαχείριση της «ακραίας φτώχειας» και όχι εξασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Το αίτημα για το βασικό εισόδημα
Στην δική μας αντίληψη το βασικό εισόδημα για να αποτελεί πραγματικό δείκτη προστασίας κάθε πολίτη θα πρέπει να διαμορφώνεται και σε σχέση με τις πραγματικές δαπάνες διαβίωσης, να συνεκτιμά δηλαδή τα όποια κόστη των δανείων, ενοικίων, πληρωμών ΔΕΚΟ κλπ που βαρύνουν κάθε πολίτη και να καλύπτει βασικές προϋποθέσεις:
- Ότι για κάθε πολίτη το στεγαστικό κόστος δεν θα υπερβαίνει το 20% του πραγματικού του εισοδήματος, σε αντίθετη περίπτωση το υπολειπόμενο του 20% ποσό θα πρέπει να επιδοτείται και
- Ότι το υπολειπόμενο του στεγαστικού κόστους ποσό από το πραγματικό εισόδημα, δεν θα είναι μικρότερο του απαιτούμενου για να εξασφαλίζεται το κόστος αξιοπρεπούς διαβίωσης όπως αυτό θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί με βάση τις σημερινές ανάγκες και κόστη.
- Το κούρεμα των οφειλών δόσεων σε δάνεια, δημόσιο και ΔΕΚΟ που δημιουργήθηκαν στην παρούσα αλλά και την προηγούμενη κρίση.
- Την προσμέτρηση του χρόνου καταβολής του επιδόματος στα συντάξιμα χρόνια.
Το βασικό εισόδημα δεν πρέπει να καλύπτει τις ελάχιστες βιοτικές ανάγκες των ανθρώπων όπως τα προγράμματα του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, μια νεοφιλελεύθερη πολιτική που στηρίζεται στην λογική του ελάχιστου κράτους, του κράτους ύστατης καταφυγής. Το βασικό εισόδημα δεν είναι μέρισμα που δίδεται άπαξ, ούτε και αποσπασματική μορφή ελάχιστης εισοδηματικής πολιτικής. Το βασικό εισόδημα εγγυάται την αξιοπρεπή διαβίωση όλων των πολιτών ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής και δεν υποκαθιστά άλλες κοινωνικές παροχές (πχ επιδόματα αναπηρίας, οικογενειακά, ανεργίας κλπ).
Το βασικό εισόδημα αποτελεί πάγιο αίτημα, αλλά στη συγκεκριμένη συγκυρία τίθεται επιτακτικά ως απάντηση στις ανάγκες που δημιουργήθηκαν λόγω πανδημίας. Αποκομμένο από σειρά άλλων αιτημάτων δεν μπορεί να επιδράσει ούτε στη φτώχεια ούτε στις κοινωνικές ανισότητες. Το αίτημα για βασικό εισόδημα θα πρέπει να συνοδεύεται από το αίτημα για καθολική πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, δηλαδή στα δημόσια αγαθά (υγεία, παιδεία, νερό, ενέργεια, στέγη κλπ), από διεκδικήσεις για πλήρη απασχόληση με αξιοπρεπή μισθό και παράλληλη μείωση των ωρών εργασίας και να συναντιέται με τα αιτήματα των κοινωνικών κινημάτων στους επιμέρους χώρους.
Το αίτημα για βασικό εισόδημα απαντά στην ανάγκη σήμερα, και δεν υποκαθιστά τη συζήτηση για τη στρατηγική και τη δράση μας από σήμερα για την αλλαγή του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης.
Το βασικό εισόδημα θα πρέπει να το δικαιούνται είτε εξ ολοκλήρου είτε συμπληρωματικά, όσοι/ες δεν καλύπτουν με άλλο τρόπο αυτό το εισόδημα (μακροχρόνια άνεργοι, πρόσφυγες, μετανάστες, εργαζόμενοι με άτυπες μορφές εργασίας κλπ).
Να πληρώσουν οι πλούσιοι!
Μέχρι στιγμής, τα κόστη που υπολογίζονται για την αντιμετώπιση της κατάστασης είναι:
- το κοινωνικό κόστος, το οποίο καταβάλλεται ήδη από τα φτωχότερα μέλη της κοινωνίας,
- το ατομικό κόστος των λίγων, δηλαδή των πλουσίων και των εταιριών τους- οι οποίοι είτε λαμβάνουν κρατικές ενισχύσεις είτε θεωρούν ότι μπορούν μέσα από φιλανθρωπίες να κάνουν το “καθήκον” τους.
Για να υπάρξει πραγματική κοινωνική δικαιοσύνη και σταμάτημα της ερχόμενης κρίσης, θα πρέπει να μειώνουμε διαρκώς το ύψος του κοινωνικού κόστους και να αγωνιστούμε για κάλυψη των κοινωνικών αναγκών μέσω αναδιανομής πλούτου:
- Φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου για το καθολικό εισόδημα των πολλών.
- Επίταξη και αξιοποίηση των παραγωγικών τους πόρων για τις ανάγκες αντιμετώπισης της πανδημίας. Κοινωνικοποίηση των ιδιωτικών δομών υγείας
- Έλεγχος της κεντρικής κυβέρνησης για τα σταματήσει τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος με την υποστήριξη του μεγάλου κεφαλαίου και κατηγοριών ημετέρων (βλ. voucher επιστημόνων, χρηματοδότηση των ΜΜΕ, εταιριών διαχείρισης διοδίων, μεγαλο-κλινικαρχών, κλπ)
Ακόμα και τώρα, ορισμένοι αριστεροί πολιτικοί και ακαδημαϊκοί, ισχυρίζονται ότι ένα βασικό εισόδημα είναι πολύ ακριβό. Είναι όμως αυτό αλήθεια;
Είναι λόγου χάρη ακριβότερο από το πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης (PEPP) που ανακοινώθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και διαχειρίζεται 750 δισεκατομμύρια ευρώ, τα περισσότερα από τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για την αγορά ομολόγων από τις μεγαλύτερες εταιρείες της ηπείρου; (Μεταξύ των οποίων οι καθόλου “φιλικές” προς το περιβάλλον Enel, Total και ENI).
Ας είμαστε ξεκάθαρες/οι:
Ένα βασικό εισόδημα δεν είναι ένα μαγικό ραβδί. Είναι ένα μέτρο πολιτικής οικονομίας, το οποίο εκτείνεται στη φορολογία, τη νομισματική πολιτική και τις δεσμεύσεις που έχουν ληφθεί σε επίπεδο ΕΕ, την απασχόληση και άλλα μέτρα. Εδώ βρίσκεται η διαφορά μεταξύ των προτάσεων βασικού εισοδήματος από αριστερά και δεξιά:
- πώς πρέπει να χρηματοδοτηθεί,
- ποιο μέρος του πληθυσμού κερδίζει και ποιο χάνει,
- ποια άλλα μέτρα πρέπει να εφαρμοστούν, μεταξύ των οποίων ένας ενισχυμένος δημόσιος τομέας.
Για εμάς είναι ξεκάθαρο το πως τοποθετείται:
Να πληρώσουν οι πλούσιοι! «Διάσωση» ανθρώπων (και όχι των τραπεζών και μεγάλων εταιριών) σημαίνει όχι μόνο την εγγύηση της ύπαρξής τους αλλά και την αναγνώριση των δικαιωμάτων τους ως πολίτες.
Ο λαός θα σώσει το λαό
Η επείγουσα εφαρμογή ενός βασικού εισοδήματος “πανδημίας” αποτελεί κυρίαρχο αίτημα για πολλές ομάδες πολιτών σε ολόκληρη την Ευρώπη, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις για την ανάδυση ενός κινήματος που διεκδικεί το κοινωνικά δίκαιο, ένα βασικό εισόδημα για όλα τα πληττόμενα κομμάτια της κοινωνίας και που περιλαμβάνει την ενεργό συμμετοχή όλων των πληττόμενων εργαζόμενων και όλων των κινηματικών και πολιτικών δρώντων που κινούνται στην κατεύθυνση αυτή:
α) οι εργαζόμενοι της πρώτης γραμμής: deliverαδες, εργαζόμενοι supermarket, μπλοκάκηδες και αυτο-εκμεταλλευόμενοι (τους οποίους το κράτος αντιμετωπίζει ως “επιχειρηματίες των εαυτών τους” αλλά τα εισοδήματά τους και η δραστηριότητάς έχουν καθαρά εργατικά και ταξικά χαρακτηριστικά).
β) οι άνεργοι και οι αόρατοι/πρεκάριοι, που λαμβάνουν το φιλικό χτύπημα της κυβέρνησης, με ένα επίδομα 400€ και αναγνωρίζονται ως μακροχρόνια άνεργοι μόνο εφόσον βρίσκονται χωρίς δουλειά για λιγότερο από ένα έτος.
γ) τα κοινωνικά κέντρα και οι δομές αλληλεγγύης που ήδη υπήρχαν ή αναπτύχθηκαν σε αυτή τη συγκυρία, που έδρασαν αναζητώντας εναλλακτικούς δρόμους οργάνωσης και αλληλεγγύης, μέσα σε μια συνθήκη πρωτόγνωρη.
δ) το κίνημα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων προσφύγων και μεταναστών
ε) οι οργανωμένοι πολιτικοί χώροι με μαζικές απευθύνσεις και καμπάνιες ενίσχυσης της κοινωνίας (Κανένας Μόνος, Μένουμε Ενεργοί, Covid-19 Θεσ/νίκη κα).
στ) η συστράτευση των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς με ένα ανοιχτό και πλουραλιστικό τρόπο, για την σύνδεση με κοινωνικά στρώματα και εργαζόμενους/ες που πλήττονται.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο λαός θα μπορέσει να συνεχίσει να διεκδικεί μέτρα προστασίας που θα περιλαμβάνουν όπου απαιτηθεί και lockdown για την οικονομία, χωρίς να πιέζεται από την αδυναμία να τα βγάλει πέρα οικονομικά.
Για τους σκοπούς αυτούς, προτείνουμε ως επόμενα βήματα:
- μία περαιτέρω διερεύνηση του ζητήματος με την συμμετοχή συνδικάτων, φορέων και συλλογικοτήτων.
- τον συντονισμό με διεθνείς πρωτοβουλίες που αγωνίζονται σε αντίστοιχη κατεύθυνση για την διεξαγωγή διαδικτυακής συνάντησης των κινημάτων ώστε να δημιουργεί ένας πανευρωπαϊκός συντονισμός.
Με βάση αυτά:
- Προχωράμε στη διενέργεια καμπάνιας κάνοντας ανοιχτή πρόσκληση για συλλογή υπογραφών (με ένα σύντομο ψήφισμα) σε οργανώσεις και συλλογικότητες της ανταγωνιστικής αριστεράς, σε μαζικούς φορείς του εργατικού, νεολαιίστικου, κοινωνικού κινήματος.