Αναδημοσιεύουμε την ανάρτηση του Δημήτρη Μυστακίδη για όσους “ενοχλούνται” από μία τέχνη που ασχολείται με τη πραγματικότητα και τις κοινωνικές μάχες! Για το ζήτημα θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί (και έχουν γραφτεί) βιβλία, αλλά δύσκολα θα τα έλεγαν καλύτερα από αυτές τις λίγες γραμμές:
Ανάμεσα στα πολλά που γράφτηκαν για την διαδικτυακή συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου στην οποία συμμετείχα, ήταν και κάποια παράπονα για την πρωτοβουλία που πήρα όταν μου δόθηκε το μικρόφωνο για να πω το τραγούδι μου.
Πριν ξεκινήσω, ανακοίνωσα το κάλεσμα για την συγκέντρωση στις 7 Οκτώβρη έξω από τα δικαστήρια, την ώρα που θα ανακοινώνεται η απόφαση για την δίκη της χρυσής αυγής.
Το σκεπτικό των παραπόνων ήταν ότι μια συναυλία δεν είναι ο χώρος για να γίνονται πολιτικές τοποθετήσεις και ότι οι ακροατές δεν είναι υποχρεωμένοι να ακούν τις πολιτικές θέσεις των καλλιτεχνών γιατί πολύ απλά μπορεί να μην συμφωνούν μ αυτές.
Επίσης ότι η συναυλία είναι μια κατάσταση στην οποία έρχονται για να διασκεδάσουν και δεν υπάρχει χώρος για τίποτα άλλο.
Τα ίδια τα τραγούδια δίνουν ξεκάθαρο πολιτικό μήνυμα.
Η μουσική δεν είναι προϊόν μόνο για την διασκέδαση των μαζών.
Οι μουσικοί δεν είναι μηχανές αναπαραγωγής ήχων για την τέρψη του κοινού.
Έχουν άποψη και ιδεολογία. Αυτό είναι το πακέτο. Δεν διαχωρίζεται.
Αντί επιλόγου, αναρτούμε το τραγούδι του μουσικού μαζί με τους εξαιρετικούς στίχους που το συνοδεύουν:
Μίλα, μην κάνεις πως δεν βλέπεις,
θα τρέχεις να κρυφτείς κι εσύ απ το θεριό που τρέφεις.
Αν θες να λέγεσαι άνθρωπος το είπε ο ποιητής,
η κάθε σου κραυγή είναι πετριά, μην ξεχαστείς.
Το πρόσωπό σου να ματώνει από τις σφαίρες,
δεν έρχονται μονάχες τους καλύτερες μέρες.
Κάθε σου κίνηση γκρεμίζει αδικίες,
μην ξεχαστείς ούτε στιγμή, μη λες δικαιολογίες.
Δεν κλαίω σου είπα, που τα είδες τα δάκρυα;
Εσύ να ανησυχείς για τα εδάφη τα πάτρια.
Τα φίδια ξαναβγήκαν από τις τρύπες τους πάλι,
τον φόβο σου μυρίστηκαν και σήκωσαν κεφάλι.
Δειλοί με μπράτσα φουσκωτά και με κεφάλια άδεια
πουλήσανε ελληνισμό στ’ ανόητα κοπάδια.
Κι εσύ που οι παππούδες σου ήρθαν κυνηγημένοι,
μην το ξεχνάς, είν’ ιερό το βλέμμα του ικέτη.
Σήκωσε το βλέμμα, κοίτα πως κατάντησες φουκαρά,
έγινες όλα εκείνα που κορόιδευες πιο παλιά.
Σπίτι, δουλειά, μιζέρια κι η ζωή σου να περνά,
σ’ όλα αυτά που δίπλα σου συμβαίνουν να στέκεσαι μακριά.
Mια μάνα μόνη στάθηκε απέναντι απ’ το φίδι,
μια μάνα που θυσίασε μονάκριβο στολίδι.
Τα λόγια της δεν μάσησε, τους κοίταξε στα ίσα,
ο πόνος δεν τη λύγισε, τη λένε Μάγδα Φύσσα.
Τι με κοιτάς; Σου είπα δεν κλαίω.
Ντρέπομαι μόνο μ’ όλα αυτά που σου λέω.
Μπορεί όλα να γίνονται μέσα στη γειτονιά σου,
περνάς από εκεί, αλλά κοιτάς τη δουλειά σου.
Και μη μου πεις ότι δεν έβλεπες πάλι
όταν κλοτσούσανε τον Ζακ στο κεφάλι,
ήτανε μέρα μεσημέρι στην πόλη,
κυρ Παντελήδες και μπάτσοι, αδίστακτοι όλοι.
Μίλα και γι’ αυτούς που δεν προλάβανε.
Τον Γιακουμάκη τζάμπα μάγκες τον τρελάνανε.
Πολλοί το ξέραν, μα κανείς δεν μιλούσε
και η ευαίσθητη ψυχή του αιμορραγούσε.
Σήκωσε το βλέμμα, κοίτα πως κατάντησες φουκαρά,
έγινες όλα εκείνα που κορόιδευες πιο παλιά.
Σπίτι, δουλειά, μιζέρια κι η ζωή σου να περνά,
σ’ όλα αυτά που δίπλα σου συμβαίνουν να στέκεσαι μακριά.
Τα πιτσιρίκια που βρίζεις είναι η μόνη σου ελπίδα.
Αλληλεγγύη και σεβασμός είναι η δική τους πατρίδα.
Τον φίλο τους τον είδανε νεκρό από μια σφαίρα
κι ορκίστηκαν πως όλα αυτά θα αλλάξουνε μια μέρα.
Και να ‘σαι φίλε σίγουρος αυτό θα το πετύχουν,
γι’ αυτό και δεν ανέχονται οι κάφροι να ορίζουν.
Στο μέλλον το δικό τους δεν ανήκεις εσύ,
είναι άλλο το χαρμάνι και γουστάρουν τη ζωή!
Μίλα για τον τύπο από δίπλα,
που ξεσπάει στα παιδιά του της ζωής του τη σκατίλα,
που κάνει τον μάγκα μόνο εκεί που τον παίρνει,
γιατί όλη την ημέρα τεμενάδες προσφέρει.
Και οι μπάτσοι που μπήκαν στων γειτόνων το σπίτι
κι εσύ φώναζες μπράβο γερασμένο καθίκι,
να το ξέρεις ένα βράδυ θα μπουκάρουν σε σένα,
γιατί οι τύποι δεν έχουν σεβασμό σε κανέναν.
Μίλα, μην κάνεις πως δεν βλέπεις.
Θα τρέχεις να κρυφτείς κι εσύ απ’ το θεριό που τρέφεις.
Αν θες να λέγεσαι άνθρωπος, το είπε ο ποιητής,
η κάθε σου κραυγή είναι πετριά, μην ξεχαστείς.