Το κείμενο που ακολουθεί είναι το σχετικό κεφάλαιο της εισήγησης της Ολομέλειας Σπουδάζουσας της Συνάντησης (8/11/2020).
Η υγειονομική κρίση την οποία βιώνουμε μας έφερε αντιμέτωπους με μια αλλαγή της καθημερινότητας των ζωών μας. Στην ακαδημαϊκή κοινότητα και δη στην φοιτητική η εξ αποστάσεως εκπαιδευτική διαδικασία αντικατέστησε, όλη αυτή την περίοδο, την δια ζώσης στο σύνολό της. Πτυχές της τηλεκπαίδευσης ανέκαθεν παρουσιαζόντουσαν ως καινοτόμες από τους ταγούς του νεοφιλελευθερισμού, ως μία χρόνια έλλειψη της εκπαιδευτικής διαδικασίας και ένα αναγκαίο βήμα στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού των πανεπιστημίων (όπως τον φαντασιώνονται). Στην περίοδο την οποία διανύουμε με την αναγκαστική χρήση της τηλεκπαίδευσης, η συζήτηση αναδιάρθρωσης του πυρήνα της εκπαιδευτική διαδικασίας έρχεται να μπει πιο έντονα στο τραπέζι. Μπορεί για τους υποστηρικτές της η παρούσα συνθήκη να δημιουργεί ένα πιο προνομιακό πεδίο συζήτησης μιας και η συνέχεια εφαρμογής της μπορεί να είναι πιο εύκολη από ποτέ, την ίδια όμως στιγμή φανερώνονται και τα όρια που έχει.
Η τηλεκπαίδευση έρχεται να ενισχύσει τις φωνές που οραματίζονται ένα πανεπιστήμιο αποστειρωμένο, ενώ παράλληλα καλλιεργεί τον ατομοκεντρισμό στους φοιτητές. Η έννοια του κοινωνικού χώρου είναι το πρώτο που βάλλεται από μια τέτοια μορφή εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αφού η απουσία των φοιτητών από το πανεπιστήμιο ενισχύει μια λογική που αδυνατεί να δει πως πέρα από χώρος παραγωγής και παροχής γνώσης είναι παράλληλα χώρος πολιτικοποίησης, κοινωνικοποίησης και αλληλόσμωσης μεταξύ των φοιτητών. Η διαδικασία της τηλεκπαίδευσης εμποδίζει την αλληλεπίδραση μεταξύ των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας και άρα δυσκολεύει ακόμα περισσότερο τη δημιουργία ενός κοινού μπλοκ αγώνα απέναντι στην νεοφιλελεύθερη επέλαση στα πανεπιστήμια. Η απουσία των συζητήσεων πάνω στις ανησυχίες του καθενός, η διάλυση της κοινότητας, η απουσία της διεκδίκησης και του πολιτικού προβληματισμού, συντελεί όχι όπως νομίζουν κάποιοι σε ένα «ουδέτερο» πανεπιστήμιο αλλά σε ένα όπως το θέλουν οι κυρίαρχοι. Ένα πανεπιστήμιο χώρο απόκτησης προσόντων και καλλιέργειας πειθήνιων ανθρώπων. Μέσα σε αυτήν την συνθήκη οι φοιτητές αδυνατούν να είναι μέρος ενός συνόλου, αλλά αντ’ αυτού ατομικότητες, που λαμβάνουν μέσα από αυτήν τη διαδικασία συγκεκριμένα skills και προσόντα.
Ικανοποιείται δηλαδή έτσι το νεοφιλελευθερισμού κύριο αίτημα για υπερίσχυση του ατομικού δρόμου πρώτα στο πανεπιστήμιο και μετέπειτα στον χώρο εργασίας.
Το παραπάνω έχει άμεση επίδραση στην συγκρότηση του φοιτητικού υποκειμένου του σήμερα, και κυρίως εκείνων που εισέρχονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση τώρα. Πράγματι, μπορούμε να κάνουμε την παραδοχή ότι το Πανεπιστήμιο, παρά την λειτουργία του ως μηχανισμός εμπέδωσης της κυρίαρχης ιδεολογίας, ανέκαθεν αποτελούσε ίσως το μοναδικό στάδιο της ενήλικης ζωής όπου το άτομο μπορεί να αναπτύξει ανεξάρτητα τη βούλησή του κόντρα σε καταπιεστικούς μηχανισμούς πειθαρχίας, όπως η οικογένεια και το σχολείο. Ως κοινωνικός χώρος, το πανεπιστήμιο δίνει στα υποκείμενα την ελευθερία αυτοκαθορισμού και την προοπτική της επιλογής και της χειραφέτησης, στοιχεία που αποτελούν προϋπόθεση της υγιούς πολιτικοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης- προϊόντα της αυτονομίας τους. Η ταυτότητα που συγκροτείται από όλα τα παραπάνω έχει αλλοιωθεί τα τελευταία χρόνια εξαιτίας του ότι πολλές/οι φοιτήτ(ρι)ες παράλληλα εργάζονται, γεγονός που τις αποξενώνει από τον κοινωνικό χώρο των σχολών, ενώ με την έλευση της τηλεκπαίδευσης το μοντέλο του φοιτητικού υποκειμένου διαμορφώνεται εκ νέου με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Ο φοιτητής και η φοιτήτρια του 2020, περνώντας από το σχολείο στο Πανεπιστήμιο, λόγω των ελλείψεων που περιγράφονται παραπάνω, ουσιαστικά συνεχίζεται να καθορίζεται ακόμη από τους μέχρι τώρα κοινωνικούς του χώρους και κυρίως της οικογένειας, η οποία εξακολουθεί να επιδρά πάνω του/της με τον πιο άμεσο τρόπο. Πιο συγκεκριμένα, ο θεσμός της οικογένειας στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, αποτελεί ένα πολύ σκληρά δομημένο συντηρητικό θεσμό που ενσαρκώνει και αναπαράγει τα κυρίαρχα αφηγήματα προάγοντας τον ατομικό δρόμο και καλλιεργώντας χαρακτηριστικά που αντιδιαστέλλονται της συλλογικής οργανωμένης ζωής και κουλτούρας.Η έλλειψη λοιπόν νέων προσλαμβανουσών οδηγεί το φοιτητικό υποκείμενο του σήμερα σε μια μονόπλευρη συγκρότηση που ενισχύεται από την επίσης μονόπλευρη και σκληρά εντατικοποιημένη και νεοφιλελεύθερη επίδραση του ΙΜΚ του Πανεπιστημίου πάνω του, κάνοντας έτσι τη δημιουργία αντιστάσεων και ριζοσπαστικής σκέψης ακόμη πιο δύσκολη.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον αποστείρωσης και ατομικισμού είναι αναπόφευκτο ότι και η ίδια η ποιότητα της γνώσης υποβαθμίζεται. Η καθήλωση μπροστά από μια οθόνη, εν αντιθέσει με την δια ζώσης συμμετοχή στα μαθήματα, εξατομικεύει πολύ την διαδικασία της μάθησης, με αποτέλεσμα να χάνεται το ουσιώδες της εκπαιδευτικής διαδικασίας, που δεν είναι άλλο από την διαδραστικότητα στο μάθημα. Με τον συγκεκριμένο τρόπο διδασκαλίας εμποδίζεται η αμφισβήτηση, η επερώτηση και η δημιουργία πραγματικών προβληματισμών πάνω στο μάθημα. Λόγω της απουσίας αυτών των στοιχείων το ιδεολογικό στεγανό που διέπει την ελληνική κοινωνία για τον καθηγητή αυθεντία και για τους φοιτητές-”μαθητές” διαιωνίζεται. Η τηλεκπαίδευση γίνεται με την υφέρπουσα παραδοχή πως κατά την διάρκειά της τα πλαίσια της διαδικασίας είναι ιδιαίτερα στενά. Για να είναι αποδοτική δεν θα πρέπει φοιτητές να κάνουν ερωτήσεις που μπορεί να οδηγούν σε πολύωρη κουβέντα αμφισβήτησης της έδρας.
Δημιουργείται, λοιπόν, ένα σφιχτό πλαίσιο από αρκετούς καθηγητές όπου η αμφίδρομη διαδικασία του μαθήματος εκπίπτει στον μονόλογο του καθηγητή με τους φοιτητές να είναι ακροατές. Μια τέτοια όμως λογική μπορεί να πλάσει φοιτητές – αυριανούς εργαζόμενους απόλυτα συμβιβασμένους με ό,τι τους προσφέρεται. Ανθρώπους που η παραγωγή σκέψης τους εξαντλείται στα στενά όρια που ορίζει κάποιος άλλος για αυτούς. Ένας άλλος που συνήθως στις εργασιακές σχέσεις είναι ο ανώτερός του (προϊστάμενος, διευθυντής, αφεντικό, εργοδότης). Η με στενά όμως όρια παραπάνω διαδικασία, δεν στερεί μόνο από τους φοιτητές/τριες την ευκαιρία να προσλάβουν γνώση ποιοτική, αλλά και την δυνατότητα να παράξουν οι ίδιοι την απαραίτητη κοινωνικά χρήσιμα γνώση. Κάνοντας την παραδοχή πως τα Πανεπιστήμια δεν αποτελούν μόνο εστία μετάδοσης και αναπαραγωγής της γνώσης, αλλά πως το γνωστικό αντικείμενο που μεταδίδεται πρέπει να επιστρέφεται εμπλουτισμένο με τους νέους προβληματισμούς για συνεχή επεξεργασία και αξιοποίηση από την ερευνητική και ακαδημαϊκή κοινότητα, αντιλαμβανόμαστε υπό την νέα αυτή οπτική την τωρινή πραγματικότητα: τα Πανεπιστήμια απομακρύνονται όλο και πιο πολύ από την παραγωγική διαδικασία της γνώσης και παγιώνουν τη θέση τους ως στείροι αναμεταδότες της.
Παράλληλα, η διαδικασία της τηλεκπαίδευσης αποκάλυψε το τεράστιο χάσμα υλικοτεχνικών υποδομών, που υπάρχει μεταξύ των φοιτητών λόγω των οικονομικών ανισοτήτων. Η δημιουργία φοιτητών 2 ταχυτήτων έρχεται να καταρρίψει στην πράξη το συνταγματικό δικαίωμα όλων των φοιτητών για ίση πρόσβαση στην εκπαίδευση, που ήδη βαλλόταν σημαντικά στις προ-πανδημίας συνθήκες.Πέρα της άνισης υλικοτεχνικής υποδομής (π.χ. λάπτοπ, επαρκές ίντερνετ), οι φοιτητές των πιο οικονομικά πληττόμενων οικογενειών αναγκάζονται πολλές φορές είτε να μοιραστούν το ίδιο λάπτοπ με τα λοιπά μέλη της οικογένειας τους, είτε δεν μπορούν να έχουν τον απαραίτητο χώρο με τις σωστές συνθήκες. Με αποτέλεσμα τόσο η ποιότητα της παρακολούθησης όσο και η ίδια η γνώση να είναι συνεπαγωγικά υποδεέστερη.
Δεν πρέπει φυσικά να αγνοήσουμε το γεγονός πως η τηλεκπαίδευση, όπως και η τηλεργασία, εισβάλει στον προσωπικό μας χώρο με τρόπο παρεμβατικό και κάνοντας θολές τις διαχωριστικές μεταξύ προσωπικού και ακαδημαϊκού χρόνου. Ο κίνδυνος λοιπόν της εντατικοποίησης των όρων σπουδών μας είναι υπαρκτός και συχνά επιβεβαιώνεται με υπέρ του δέοντος όγκο εργασιών και ύλης και ασταθή προγράμματα σπουδών που αλλάζουν τελευταία στιγμή. Η εντατικοποίηση αυτή επιδεινώνεται κατά τις περιόδους των εξεταστικών, με εξετάσεις που δεν σέβονται τους ρυθμούς ζωής των φοιτητών/-τριών και το άγχος, που εύλογα προκαλείται από την τεχνολογική ανασφάλεια που ακόμη υπάρχει. Φυσικά την συνθήκη αυτή πλαισιώνουν και τα περιστατικά αυθαίρετης συμπεριφοράς από πλευράς καθηγητών, πηγή των οποίων αποτελεί κατά κύριο λόγο η έλλειψη κοινής εφαρμογής μεταξύ ιδρυμάτων αλλά και εντός του ίδιου του ιδρύματος, της τηλεκπαίδευσης, και άρα η εφαρμογή κατά το δοκούν του καθηγητή/-τριας. Την ίδια στιγμή, η συνθήκη της τηλεκπαίδευσης, υπό τη δικαιολόγηση ότι οι φοιτήτ(ρι)ες δεν μετακινούνται αλλά παρακολουθούν τα μαθήματα από το σπίτι, συχνά συνεπάγεται ωράρια στα οποία δύσκολα μπορούν να ανταπεξέλθουν όσες παράλληλα με τις σπουδές τους καλούνται να εργάζονται.
Εισηγητικό κείμενο βάσης για την Ολομέλεια Σπουδάζουσας
Νοεμβρίος, 2020.