Η εντύπωση που επικρατεί σήμερα στην κοινωνία είναι πως οι εκπαιδευτικοί δεν αξιολογούνται και λειτουργούν ανεξέλεγκτα με ολέθρια αποτελέσματα για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, εντύπωση που καλλιεργείται από τα ΜΜΕ εδώ και χρόνια. Η πραγματικότητα είναι ότι τα σχολεία διαθέτουν εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας με σαφείς κανόνες λειτουργίας, ωραρίων, κατανομής καθηκόντων και ευθυνών, και αναλυτικά προγράμματα διδασκαλίας με βάση και προτεραιότητα τις εκάστοτε παιδαγωγικές και εκπαιδευτικές ανάγκες. Μεταξύ άλλων, στις αρμοδιότητες της διοίκησης του σχολείου αλλά και του συλλόγου διδασκόντων είναι η εύρυθμη λειτουργία όλων αυτών, ενώ για την αντιμετώπιση τυχόν ειδικών προβλημάτων προβλέπεται η εμπλοκή αρμόδιων θεσμών (τοπικές και περιφερειακές διευθύνσεις, συντονιστές εκπαιδευτικού έργου, Υπουργείο, κλπ). Τη στιγμή που τα σχολεία μένουν όρθια χάρη στην επιμονή των εκπαιδευτικών και σε μια διαδικασία τηλεκπαίδευσης με προσωπικό οικονομικό κόστος των εκπαιδευτικών και φυσικά των παιδιών και των οικογενειών τους για τον απαραίτητο εξοπλισμό, είναι αστείο το επιχείρημα οι εκπαιδευτικοί φοβούνται την αξιολόγηση, όταν καθημερινά κρίνονται από τον πιο σημαντικό αξιολογητή, τους ίδιους τους μαθητές και τους γονείς αυτών που από κοινού δίνουν τη μάχη να μη μείνει ούτε ένα παιδί πίσω.
Τι εξυπηρετεί, όμως, η αξιολόγηση που επιβάλλει αυτή την στιγμή η κυβέρνηση, σε ένα υποχρηματοδοτούμενο σχολείο με εξουθενωμένους εκπαιδευτικούς και σκληρά δοκιμαζόμενους μαθητές, με χιλιάδες κενά, με προβληματικές υποδομές, χωρίς υποστηρικτικές δομές και με σοβαρά προβλήματα;
Η αξιολόγηση αυτή υπηρετεί τον πειθαναγκασμό και την υποταγή των εκπαιδευτικών σε συγκεκριμένες πολιτικές οι οποίες έχουν στόχο την κατηγοριοποίηση και προώθηση του φθηνού, πειθαρχημένου, ταξικού σχολείου, του άμεσου ή έμμεσου αποκλεισμού μεγάλου μέρους του μαθητικού πληθυσμού από το δημόσιο αγαθό της μόρφωσης. Ενός σχολείου που θα λειτουργεί με όρους επιχείρησης και εργασιακές σχέσεις γαλέρας.
Παράλληλα με την αξιολόγηση προωθούνται, η Τράπεζα Θεμάτων και οι νέοι εξεταστικοί φραγμοί στο Λύκειο, και η δραματική μείωση των εισακτέων στα ΑΕΙ, ώστε να οδηγηθούν δεκάδες χιλιάδες μαθητές στα ΙΕΚ και τα ιδιωτικά κολέγια, των οποίων η κυβέρνηση εξισώνει τα πτυχία τους με αυτά των Πανεπιστημίων. Καθοδηγητικό νήμα των κυβερνητικών σχεδιασμών αποτελούν οι εκθέσεις της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ αλλά και οι διαπιστώσεις της έκθεσης Πισσαρίδη για την εκπαίδευση, που επισημαίνουν ως κομβικό πρόβλημα την «Έλλειψη αξιολόγησης των εκπαιδευτικών δομών και του εκπαιδευτικού προσωπικού». Η έκθεση Πισσαρίδη προτείνει συγκεκριμένα για την αντιμετώπιση της παραπάνω «αγκύλωσης» τα εξής: «Συνεχή αξιολόγηση με βάση κριτήρια όπως οι επιδόσεις των μαθητών, ποσοστό εισαγωγής των μαθητών στα Πανεπιστήμια, ειδικές προκλήσεις κάθε σχολείου. Σύνδεση της χρηματοδότησης των σχολείων με την επίτευξη εκπαιδευτικών στόχων. Δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των αξιολογήσεων και σύγκριση μεταξύ των σχολείων με αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών».
Ας δούμε μερικούς από τους δείκτες της αξιολόγησης:
– Ικανότητα διαχείρισης των οικονομικών πόρων, δηλαδή ο περιορισμός δαπανών στα ήδη υποχρηματοδοτούμενα σχολεία αλλά η “ικανότητα” των σχολείων να προσελκύουν χορηγούς, δωρεές, οικονομική στήριξη από συλλόγους γονέων αλλά και ιδιώτες κ.λπ.
– Αποτελεσματική αξιοποίηση προσωπικού, δηλαδή κάλυψη από τους υπάρχοντες εκπαιδευτικούς των αναγκών που υπάρχουν στα σχολεία παρά τα χιλιάδες κενά.
– Αξιοποίηση των σχολικών υποδομών, σε κτίρια παλιά και ακατάλληλα με προβλήματα, που χρήζουν συντήρησης, ενώ οι χώροι τους δεν επαρκούν για όλα τα παιδιά με αποτέλεσμα να στοιβάζονται σε μικροσκοπικές αίθουσες και εργαστήρια χωρίς φυσικά σύγχρονα μέσα διδασκαλίας.
Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για μια εσωτερική διαδικασία ανατροφοδότησης του διδακτικού έργου, όπως δόλια την παρουσιάζουν, αλλά για μια αξιολογική διαδικασία που ποσοτικοποιεί, καταμετρά, κατανέμει και κατηγοριοποιεί τις σχολικές μονάδες με βάση το πανοπτικό σύστημα του Ι.Ε.Π.
Η εμπειρία της εφαρμογής της αξιολόγησης τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα σε εκείνες τις χώρες που την εφαρμόζουν σκληρά όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία, επιβεβαιώνει τα τεράστια προβλήματα στη δημόσια εκπαίδευση: υποχρηματοδότηση, κατηγοριοποίηση και κλείσιμο σχολείων, εγκατάλειψη υποστηρικτών δομών, μεγάλη σχολική διαρροή, εντατικοποίηση και ανελέητος ανταγωνισμός, οδήγησαν τους εκπαιδευτικούς σε μεγάλα απεργιακά ξεσπάσματα.
Μια πρώτη, μικρή νίκη
Όλοι οι παραπάνω λόγοι εξηγούν την επιμονή της ηγεσίας του Υπουργείου να επιβάλλει την αξιολόγηση χωρίς κανέναν διάλογο με την εκπαιδευτική κοινότητα, μέσα σε μια χρονιά μάλιστα που η εκπαιδευτική διαδικασία έχει σημαδευτεί από τα κλειστά σχολεία. Εξηγούν όμως και το πείσμα της τεράστιας πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών να αρνηθούν να πάρουν μέρος σε αυτή τη διαδικασία. Φαίνεται ότι, πέρα από πολιτικές, ιδεολογικές και κομματικές τοποθετήσεις, πέρα από προσωπικούς φόβους και ατομικά συμφέροντα, οι εκπαιδευτικοί έβαλαν μπροστά τον εκπαιδευτικό και κοινωνικό τους ρόλο, την κοινή τους ταυτότητα, και αρνήθηκαν να γίνουν συνένοχοι αυτής της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής της κυβερνητικής ηγεσίας. Η ανυπακοή στην αξιολόγηση ενσωμάτωσε σε μια απλή πράξη όλο το θυμό, την απογοήτευση για τη χρόνια υποβάθμιση σχολείων και εκπαιδευτικών. Με κλειστά τα σχολεία, με τους/ις αναπληρωτές/τριες να πλησιάζουν το 45%, με την τηλεκπαίδευση να αποκλείει ακόμα περισσότερο τους φτωχούς μαθητές και τις φτωχές μαθήτριες, η “αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας” ακούστηκε μόνο σαν πράξη αυτοεξευτελισμού.
Έτσι, παραπάνω από το 80% των σχολείων της χώρας σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπ/ση ήδη, η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών έχει δηλώσει συμμετοχή στην απεργία – αποχή, ακυρώνοντας έτσι στην πράξη την πρώτη φάση υλοποίησης της “αυτοαξιολόγησης” κάθε σχολικής μονάδας. Το Υπουργείο, αντιμέτωπο με μια δεύτερη ήττα μετά την συντριπτική αποχή από τις νόθες ηλεκτρονικές “εκλογές” για τα υπηρεσιακά συμβούλια, ξεκίνησε τους ελιγμούς, τις παρατάσεις και ταυτόχρονα -φυσικά- και τις απειλές για τους/ις απείθαρχους/ες εκπαιδευτικούς.
Η μικρή αυτή νίκη αποτελεί μια πολύτιμη ανάσα όχι μόνο για το χώρο της εκπαίδευσης, αλλά για όλα τα δοκιμαζόμενα -και αγωνιζόμενα- κοινωνικά κομμάτια. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να τη διαβάσουμε: στο πλαίσιο που διαμορφώνουν σταδιακά οι ανερχόμενοι αγώνες των τελευταίων εβδομάδων ενάντια στην έμφυλη βία, την κρατική καταστολή, την αποτυχημένη διαχείριση της πανδημίας. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ελπίζουμε -και παλεύουμε- να συνεχιστεί ο αγώνας ενάντια σε κάθε αξιολόγηση των από πάνω, που έρχεται για να πειθαρχήσει τους από κάτω.