Μάθε περισσότερα για την ιδρυτική μας συνδιάσκεψη 7-8-9 Ιανουαρίου 2022.
* Η επιλογή της λέξης “γυναίκες” (και του γένους του κειμένου) δεν έγινε για λόγους διαχωρισμού. Αντίθετα, ζητάμε να ιδωθεί ως συμπεριληπτική στα πλαίσια αυτού του κειμένου. Οι πολλές αντίστοιχες εμπειρίες όσων από μας έχουμε συμμετάσχει σε αριστερές ομαδοποιήσεις, μπορεί να διαφοροποιούνται ανάλογα με την ταυτότητα φύλου, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ηλικία, το κοινωνικό περιβάλλον, την εκπαίδευση και άλλους παράγοντες. Γράφουμε με τρόπο που να εκφράζει καλύτερα τις δικές μας εμπειρίες και με απεριόριστο σεβασμό προς εμπειρίες που θέλουμε να αναδειχθούν ώστε να μην συνεχίσουμε να μιλάμε μόνο εξ ονόματός τους (έστω και με τις καλύτερες των προθέσεων) εμείς, οι cis straight γυναίκες που βιώνουν διαφορετικά τους αποκλεισμούς. Διαβάζοντας αυτό το κείμενο, κρατήστε απλά, ότι όλες αυτές οι εμπειρίες έχουν έναν κοινό παρονομαστή και είναι μέρος μιας συνολικής συνθήκης που πρέπει να αλλάξει.
Έχουμε συνείδηση από την εμπειρία μας στη συμμετοχή σε αριστερές συλλογικότητες ότι αυτή συνιστά για μας είσοδο σε «άντρα ανδρών». Γνωρίζουμε την προσπάθεια και υπομονή που πρέπει να επιδείξουμε για να πάρουμε “προαγωγή” από τον “κοινωνικό περίγυρο” αυτών των αντροπαρέων σε ισότιμες συνομιλήτριες. Ξέρουμε ότι παραδοσιακά και παρά τις όποιες τυπικές διαδικασίες, ισχύουν και άτυπες που αναπαράγουν αέναα κύκλους επίλεκτων και επιφυλάσσουν στις γυναίκες ειδικά τελετουργικά “μύησης”, ή/και ανάθεσης συγκεκριμένων ρόλων και εργασιών. Βλέπουμε ότι ακόμα και η ίδια η συμμετοχή μας και η αναγνώριση της δουλειάς που κάνουμε αντιμετωπίζεται ως αντικαταστάσιμη και εμείς ως “αναλώσιμο εργατικό δυναμικό”, (εν αντιθέσει με τη συμμετοχή και δουλειά των συντρόφων που συνήθως μιλούν δημόσια). Καταλαβαίνουμε ότι όταν πρόκειται να εκπροσωπήσουμε εμείς δημόσια τη συλλογικότητα, θεωρούμαστε δευτεροκλασάτες, αφού και δεν μπορούμε να συμβάλουμε ισότιμα στο στάδιο της συνδιαμόρφωσης του πολιτικού της λόγου και όταν μας ζητείται να καλύψουμε ποσοστώσεις στα πάνελ συζητήσεων, οι δισταγμοί μας θεωρούνται δικιά μας ατολμία που χρήζει “λίγης παραπάνω πίεσης”.
Γνωρίζουμε ότι αυτοί ακριβώς οι αποκλεισμοί απαιτούν από μας επιπλέον προσπάθεια. Απαιτούν να αντιπαρερχόμαστε συνεχώς την πολιτική απαξίωση που δεχόμαστε τόσο από άνδρες όσο και γυναίκες συντρόφους και συντρόφισσες, αλλά και θέτοντας ακόμα και τη δική μας στάση υπό κρίση. Καταλαβαίνουμε ότι μερικές φορές διακυβεύεται ακόμα και η ίδια η δυνατότητα μας να έχουμε διαφωνίες ή επιφυλάξεις, να τις εκφράζουμε και να εισακουγόμαστε. Γνωρίζουμε ότι χρειαζόμαστε ιδιαίτερο σθένος για να παραμείνουμε, να επιμείνουμε και να συνεχίσουμε σε έναν ταυτόχρονο αγώνα τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό μας. Ξέρουμε ότι σε ένα τέτοιο περιβάλλον, μας είναι δύσκολο να αποκτήσουμε την αναγκαία πολιτική εμπειρία που φυσικοποιείται στους άνδρες συντρόφους. Μας καταβάλει το ότι ενώ είμαστε αυτές που πληττόμαστε περισσότερο από την ανεργία, τις ανισότητες στις αμοιβές, την επιβάρυνση της απλήρωτης εργασίας της κοινωνικής αναπαραγωγής που επωμιζόμαστε, εντός της Αριστεράς, πρέπει να κάνουμε συνεχή προσπάθεια να θέτουμε τις δικές μας κοινωνικές, εργασιακές και οικονομικές πραγματικότητες στην ατζέντα της συζήτησης, αφού αυτές δε θεωρούνται επαρκώς (κεντρο)πολιτικές και όταν συζητούνται, αντιμετωπίζονται ως πάρεργο από τη συλλογικότητα. Ξέρουμε ότι η οπτική των έμφυλων ανισοτήτων δεν είναι παρούσα σε όλες τις αναλύσεις και δράσεις που κάνουμε και η συνεχιζόμενη άγνοια για αυτές συνιστά υπόρρητη απαίτηση από εμάς να είμαστε “πανταχού παρούσες”, σε κάθε ομάδα και συνέλευση για να τις επισημαίνουμε. Καταλαβαίνουμε ότι με αυτούς τους τρόπους εξωθούμαστε σε μια “μονοθεματική” πολιτική συμμετοχή, για να λάβουμε στη συνέχεια την “ετικέτα” της “γραφικής” ή “υστερικής φεμινίστριας”. Αναρωτιόμαστε πως, μέσα σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον, περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης, ή εν γένη παραβιαστικά μπορεί να θεωρούνται “εξαιρετικές περιπτώσεις” και όχι εκφάνσεις ενός συνεχούς βαθιά εμπεδωμένων στάσεων και πρακτικών.
Γι’αυτό:
Αρνούμαστε να είμαστε ικανοποιημένες με οτιδήποτε λιγότερο του 50% στις προβλέψεις του σχεδίου αρχών λειτουργίας της νέας συλλογικότητας και τις οποιεσδήποτε εναλλακτικές προτάσεις του για όλα τα εκλεγμένα σώματα. Στα πλαίσια της ιδρυτικής συνδιάσκεψης της νέας συλλογικότητας που θέλει να εμπνεύσει και οραματιστεί ένα διαφορετικό μέλλον, αρνούμαστε να είμαστε “ρεαλίστριες”, επικυρώνοντας την ήδη χαμηλή συμμετοχή γυναικών. Αρνούμαστε να επαναπαυτούμε στην “καλή θέληση” κάποιων, περιμένοντας να μας χαρίσουν σε ένα απροσδιόριστο μέλλον αυτό που μας παρουσιάζεται ως μη εφικτό στο παρόν, αφού δεν έχουμε κάνει τίποτα για να το αντιμετωπίσουμε ούτε στο πρόσφατο παρελθόν.
Όχι μόνο δε μπορούμε να περιμένουμε άλλο να ωριμάσουν οι συνθήκες, αλλά απορρίπτουμε κάθε πισωγύρισμα. Μας είναι ακατανόητο πως η προτεινόμενη καθολική ποσόστωση του 50% που συζητούσαμε στα πλαίσια της Συνάντησης πριν από λίγο μόλις καιρό, αναιτιολόγητα ανατρέπεται στη νέα συλλογικότητα. Μας κάνει εντύπωση πως, ενώ υπάρχει ειδική πρόνοια για περιορισμένη ανανέωση του ήδη ανδροκρατούμενου αποφασιστικού σώματος (Συντονιστικό/Συμβούλιο) μόνο στο ⅓ (!) των μελών του προσπαθώντας να εξασφαλιστεί μια συνέχεια στο πνεύμα της νέας οργάνωσης που συστήνεται, αυτή η συνέχεια βλέπουμε να διαρρηγνύεται όταν πρόκειται για την ποσόστωση φύλου και το πρόσφατο παρελθόν των διακηρυγμένων αξιών της οργάνωσης που υπερασπιζόταν την ανάγκη ανασύνθεσης της Αριστεράς. Με έκπληξη και θυμό βλέπουμε τα φεμινιστικά προτάγματα να παραμένουν σε ένα διακηρυκτικό επίπεδο και στο προτεινόμενο κείμενο πολιτικών θέσεων της νέας συλλογικότητας, χωρίς όμως να αντικατοπτρίζονται στην πρακτική εφαρμογή των αξιών της. Έτσι, δε μπορούμε παρά να συμπεράνουμε ότι ένα βασικό πολιτικό δικαίωμα, αυτό της ισότιμης συμμετοχής των γυναικών στα αποφασιστικά όργανα, είναι συνεχώς υπό αίρεση.
Έχουμε γνώση του επιχειρήματος που λέει ότι θα ήταν προτιμότερη η θέσμιση ενός χαμηλότερου ποσοστού, μπροστά στο χειρότερο ενδεχόμενο της αδυναμίας κάλυψης του από τις υπάρχουσες υποψηφιότητες. Καταλαβαίνουμε ότι έτσι, το πρόβλημα ανάγεται στο αν είναι χειρότερο το ίδιο το γεγονός της χαμηλής συμμετοχής των γυναικών, ή στο ότι θα αναγκαστούμε να το παραδεχτούμε δημόσια και έτσι να αναλάβουμε την ευθύνη της δικής μας αλλαγής. Με αυτή την ευθύνη και έχοντας συνείδηση του ρόλου που έχουμε παίξει στο αίτημα για ανασύνθεση της Αριστεράς όλο το προηγούμενο διάστημα, η υιοθέτηση της ποσόστωσης φύλου στο 50% από την πλευρά μας, πιστεύουμε ότι θα αποτελέσει εξαιρετικής σημασίας γεγονός για το σύνολό της.
Τέλος, γνωρίζουμε ότι οι ποσοστώσεις δεν είναι το μέτρο που θαυματουργά θα ανατρέψει τις έμφυλες ανισότητες στην πολιτική συμμετοχή. Αυτό θα απαιτούσε πολλές αλλαγές στο τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την ίδια την πολιτική, τα κυρίαρχα πρότυπα περί “ηγεσίας” και εντός της Αριστεράς, τη δημοκρατία στις διαδικασίες μας, την άρρητη ιεράρχηση τόσο των ρόλων που αναλαμβάνουμε, αλλά και των λόγων που εκφέρουμε και την ανάγκη αποσύνδεσής τους από τα έμφυλα στερεότυπα. Περισσότερο από όλα, χρειαζόμαστε ισχυρούς φεμινιστικούς πυρήνες σε κάθε συνέλευση και ένα μαχητικό φεμινιστικό κίνημα. Προς το παρόν όμως, θέλουμε η ποσόστωση του 50% να αποτελέσει το βήμα για να μπορέσουν όλες όσες το επιθυμούν να εξοικειωθούν, να αποκτήσουν εμπειρία, να εμπλακούν και συμβάλλουν ενεργά στη παραγωγή πολιτικού λόγου και πράξης και κυρίως να αντιμετωπίσουν κριτικά τον ίδιο τον τρόπο λειτουργίας των αποφασιστικών οργάνων. Θα θέλαμε να έχουν συνείδηση του ρόλου τους, να λειτουργούν προωθητικά για τα ζητήματα φύλου, όπως και να λογοδοτούν για τη στάση τους σε αυτά, μαζί με τους άνδρες συντρόφους.
Έτσι, πιστεύουμε ότι όλοι οι κανόνες που είναι προς ψήφιση στο σχέδιο λειτουργίας πρέπει να διαπνέονται από τις αξίες της ισότιμης πολιτικής συμμετοχής, προνοώντας μέσα στο ίδιο ποσοστό του 50%, για τη συμπερίληψη των γυναικών, ατόμων με αναπηρίες ανεξαρτήτως φύλου και ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων που θα ήθελαν να συμμετέχουν ανοιχτά, με αυτή την ταυτότητα, στον πολιτικό αγώνα προς τη χειραφέτηση.
Μαρία Παπαδοπούλου, Έμμυ Τζίμουλα – Συνέλευση Θεσσαλονίκης