Γράφει ο Νίκος Νικήσιανης
Θυμάστε τον μικρό Παναγιωτάκη που δεν πάει στην παιδική χαρά, γιατί έχει ακάρεα; Αν είναι να φοβάται ένα παιδί να ακουμπήσει το χώμα, χίλιες φορές καλύτερα να γεμίσει ακάρεα – και το λέω με γνώση κινδύνου, γιατί τρεις μήνες το χρόνο δεν μπορώ να πάρω αέρα από την αλλεργία μου στα ακάρεα. Καλά του έλεγε λοιπόν ο υπέροχος κος Χρήστος να μην φοβάται, κι αν έχει δυο ακάρεα θα τα πατήσουμε.
Τον φόβο αυτό δεν τον ανακάλυψε μόνος του ο Παναγιωτάκης – καλά να ‘ναι εκεί που είναι. Η μικροβιοφοβία, η υποχονδρίαση, η μανία για την καθαριότητα και την απολύμανση είναι χρόνιες ιδεολογικές εμμονές των αστικών κοινωνιών και δη των καλοζωισμένων αστικών και μικροαστικών στρωμάτων τους. Και ως ιδεολογικά στοιχεία δεν είναι πολιτικά ουδέτερα: αρκεί να σκεφτείς το πώς αυτές οι φοβίες υπερκαλύπτουν και αποσπούν την προσοχή από άλλους, πιο άμεσους κινδύνους για την ανθρώπινη ζωή και τη δημόσια υγεία.
Αυτό το στοιχείο με ενοχλούσε από την αρχή της επιδημίας, πριν καν αναγκαστούν τα κράτη να προχωρήσουν σε υποχρεωτική καραντίνα. Και ειρωνευόμουν τον πανικό του κόσμου για δυο νεκρούς στην Ιταλία. Σταδιακά αναθεώρησα, κατανόησα το έκτακτο της κατάστασης, συναίνεσα, όπως οι περισσότεροι/ες ανάμεσά μας, ακόμα και στην απαγόρευση κυκλοφορίας και ζητώ συγγνώμη από όσους κορόιδευα στην αρχή. Καθώς όμως τελειώνει ο πρώτος αυτός κύκλος, αυτός είναι ξανά ο μεγάλος μου φόβος για την επόμενη μέρα (αφήνοντας στην άκρη το ζήτημα της κρίσης). Η διάδοση μιας κοινωνικής υποχονδρίασης και η μονιμοποίηση της κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Ο κίνδυνος, νομίζω, είναι βάσιμος. Από Σεπτέμβρη, θα έχουμε πιθανότατα νέα κύματα της ίδιας επιδημίας – και φυσικά πάντα θα έχουμε νέες επιδημίες από νέους ιούς. Ακόμα λοιπόν και αν είχαμε ένα ισχυρό δημόσιο σύστημα υγείας, θα έχουμε και κρούσματα και θύματα και φόβο και κοινωνική πίεση για μέτρα. Καραντίνα με απαγόρευση κυκλοφορίας και παύση της παραγωγής πιθανά δεν θα ξαναγίνει, γιατί δεν την αντέχει η οικονομία – ούτε το κεφάλαιο, ούτε οι εργαζόμενοι. Τί μας μένει λοιπόν: το «Μένουμε σπίτι» να γίνει «Μένουμε σπίτι και δουλειά» – μαζί με όλο το ιδεολογικό φορτίο περί ατομικής ευθύνης. Για πόσο; Πιθανά, για πάντα.
Ακούστε πώς περιέγραψε ο Γεραπετρίτης την επιστροφή σε μία νέα κανονικότητα: «…βασική παραδοχή είναι ότι ορισμένοι από τους κανόνες τους οποίους τηρήσαμε με αυστηρότητα θα εξακολουθήσουν να υφίστανται. Θα τηρούνται οι κανόνες ατομικής υγιεινής, θα προστατεύονται οι ευάλωτοι, θα αποφεύγουμε τους μεγάλους κοινωνικούς συγχρωτισμούς άρα, αλλάζουμε τρόπο με τον οποίο σκεπτόμαστε και ενεργούμε».
Σκέφτομαι πόσο ταιριαστή είναι με το φαντασιακό της φιλελεύθερης, αντιλαϊκιστικής δεξιάς αυτή η απέχθεια για τον «κοινωνικό συγχρωτισμό», για τις στιγμές και τα μέρη που συγκεντρώνεται ο λαός, αυτός ο βρώμικος και μολυσματικός όχλος. Αποθεώνει το άτομο και απαξιώνει τις κοινωνικές συναναστροφές, ακόμα και τις αστικές κοινωνικές συναναστροφές, με εξαίρεση την εκμετάλλευση (εργασία) και την οικογένεια (σπίτι). Όλοι απειλούμε και απειλούμαστε από τον άλλον, μέσα σε έναν απομονωτικό, φοβικό ατομισμό. Πρόκειται για την ενσάρκωση της θατσερικής φαντασίωσης: «δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο τα άτομα κι οι οικογένειές τους».
Δεν θέλω να φανταστώ έναν κόσμο, όπου, ακόμα και χωρίς επίσημη καραντίνα, ο συνωστισμός θα θεωρείται εσαεί ως εστία μόλυνσης και οι ανθρώπινες επαφές κοινωνική ανευθυνότητα, όπου οι άνθρωποι θα κυκλοφορούνε με μάσκα και γάντια χωρίς να θεωρείται γελοίο και όπου θα σκέφτεσαι δυο φορές αν πρέπει να ακουμπήσεις κάποιον φίλο στο δρόμο.
Η συζήτηση αυτή δεν συνδέεται με όλη τη φιλολογία για το κράτος εξαίρεσης και τις ασκήσεις πειθάρχησης. Δεν αφορά τη σφαίρα της καταστολής, αφορά τη σφαίρα της ιδεολογίας. Η καραντίνα μπορεί να λειτουργήσει ως ένας ιδεολογικός μηχανισμός, ως ένας μηχανισμός δηλαδή που εγκαλεί τα άτομα να συναινέσουν σε ένα πλαίσιο σχέσεων, όπου αναγνωρίζουν και το δικό τους συμφέρον. Δεν ξέρω βέβαια σε ποιο βαθμό. Οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να έλκονται η μία από τον άλλον και η επιθυμία για συνάντηση θα ανταγωνίζεται την ιδεολογία της καραντίνας. Και αυτό δεν αφορά μόνο τις πορείες ή τα φεστιβάλ. Αφορά και τις συναυλίες και το θέατρο και τα παιδιά στις αλάνες και το γήπεδο και την εκκλησία.
Τί θα κάνει η αριστερά, το ανταγωνιστικό κίνημα; ΟΚ, θα ζητά, όπως σωστά κάνει, ενίσχυση της δημόσιας υγείας για να αντιμετωπίζονται περισσότερα κρούσματα και να χρειάζονται λιγότεροι περιορισμοί. Αλλά σε σχέσεις με τους περιορισμούς; Θα συνεχίσουμε να ζητάμε να κλείνουν τα εργοστάσια κι οι εκκλησίες, θα ζητάμε δηλαδή περισσότερες απαγορεύσεις κι ελέγχους; Γιατί έτσι γίνεται συνήθως με τους κοινώς αποδεκτούς ιδεολογικούς κόμβους: κάθε ανταγωνιστικό μπλοκ προσπαθεί να τους οικειοποιηθεί από το κυρίαρχο, κατηγορώντας τον ότι δεν τους υπερασπίζεται αρκετά. Πόσο μάλλον όταν το κεφάλαιο είναι ήδη αυτό που βιάζεται να σπάσει πρώτο την καραντίνα.
Δεν είμαι σίγουρος -και κανείς δεν χρειάζεται να είναι ακόμα- αλλά δεν με έλκει καθόλου αυτή η προοπτική. Ξαναλέω προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν αμφισβητώ την ανάγκη για καραντίνα σήμερα, μέσα σε έκτακτη συνθήκη. Αλλά αυτή πρέπει -μάλλον- να έχει ένα όριο. Μαζί με τη δημόσια υγεία θα πρέπει να υπερασπιστούμε τη δημόσια και κοινωνική ζωή, το δημόσιο χώρο, το δικαίωμα στο συγχρωτισμό. Το πώς, θα το δούμε από Σεπτέμβρη. Μέχρι τότε, σκέφτομαι τέσσερα πρώτα, άμεσα βήματα.
Ένα, μπαίνουμε κι υπογράφουμε την έκκληση της Πόλης Ανάποδα να αρθεί η απαγόρευση στην Νέα Παραλία και το Σέιχ Σου, ένα τυπικό παράδειγμα της ιδεολογίας της καραντίνας, με μηδαμινό, αν όχι με αρνητικό, υγειονομικό αποτέλεσμα.
Δεύτερο, να βγούμε ξανά στο δρόμο. Είναι η Πρωτομαγιά η κατάλληλη στιγμή; Δεν ξέρω. Αν εκτιμούμε (όχι αν ελπίζουμε, φαντασιωνόμαστε, ευχόμαστε κ.ο.κ.) ότι θα βγουν στο δρόμο μερικές έστω χιλιάδες εργαζόμενοι/ες για να ανασάνουν και να πάρουν θέση στη μάχη που έρχεται, μέσα κι ας φάμε όλοι πρόστιμο. Αν είναι να βγουν 150 μέλη οργανώσεων με 12 πανό για να βγει η υποχρέωση, δεν θα διαφέρουμε από τους παλαιοημερολογίτες που θέλανε σώνει και ντε να κάνουν πορεία τη Μεγάλη Παρασκευή. Οπότε, ας περιμένουμε την επόμενη ευκαιρία, δεν θα αργήσει.
Τρίτο, να κάνουμε φεστιβάλ. Πάλι δεν ξέρω σίγουρα αν πρέπει να γίνει Ιούνη ή Ιούλη ή το πολύ Σεπτέμβρη, θα το βρούμε. Αλλά να μην το φοβηθούμε. Να γίνει και να στριμωχτούμε πολύ και να φάμε βρώμικα σουβλάκια και μπύρες από τα βαρέλια.
Τέταρτο και βασικότερο, να πάμε διακοπάρες. Αν μας περισσεύουν εκατό ευρώ, πριν κορυφωθεί ξανά η κρίση και τα χάσουμε, να πάμε στα νησιά και να ξαπλώσουμε στην άμμο και να ανταλλάξουμε το ιικό μας φορτίο σαν να μην υπάρχει αύριο.