Γράφει ο Αντώνης Φάρας
Να σου ‘χαν πει άραγε κι εσένα στο σχολείο
ότι απέναντι στο Αιγαίο είναι ο ‘χτρός;
Βρωμάει εθνικισμό το προβατοποιείο
είτε είναι τούρκικος είτε ελληνικός
Μας κατηγοριοποίησαν και μας διαιρέσαν, οι δούλοι πρέπει να ‘ν’ πολλοί κι αφέντες λίγοι
Η κλιμάκωση του τελευταίου διαστήματος στις σχέσεις Ελλάδας- Τουρκίας μπορεί να αναζητηθεί σε μία σειρά από αφορμές και επεισόδια. Με επίκεντρο το τουρκολιβυκό μνημόνιο και την αλλαγή κυβέρνησης στην Ελλάδα εισάγεται μία νέα συνθήκη “διαπραγμάτευσης” στην περιοχή με αντικείμενο την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Κατά το τελευταίο χρόνο, το τουρκικό κράτος έκανε πράξη την προειδοποίηση του για διενέργεια κατά βούληση ερευνών στην κυπριακή ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη), ακυρώνοντας στην πράξη τις εκχωρήσεις αδειών στην Κύπρο. Με το τουρκολιβυκό μνημόνιο “η Τουρκία δημιουργεί ένα νομιμοφανές σκηνικό στις διεκδικήσεις της και προχωρεί σε τετελεσμένα” προσπαθώντας να εδραιώσει τη θέση της ότι όποια εκμετάλλευση στην περιοχή θα πρέπει να περιλαμβάνει την συμμετοχή ή την έγκρισή της.
Από την άλλη, το ελληνικό κράτος βάσισε την επιδίωξη του να οριοθετήσει μονομερώς ΑΟΖ στην δημιουργία ενός ασφυκτικού γεωπολιτικού πλαισίου γύρω από την Τουρκία. Συγκεκριμένα, προχώρησε σε εξορύξεις στο Ιόνιο, στη Κρήτη, στο Αιγαίο, στη Κύπρο, με όχημα την συνεργασία διεθνές και εγχώριου κεφαλαίου (πολυεθνικές όπως η ΕxxonΜobil -Τotal-Εni-ΕΛΠΕ- Motor Oil κα). Αντίστοιχα πραγματοποίησε συμμαχίες και συγκρότησε τον λεγόμενο άξονα Αιγύπτου (aka αμερικάνικη ομπρέλα) – Ισραήλ – Ελλάδος, οι οποίες παρουσιάζονταν ως ικανές να τρομάξουν τη Τουρκία – ένα αφήγημα που πλέον έχει ανατραπεί έμπρακτα.
Με απλά λόγια: η δυναμική του τουρκικού καπιταλισμού και η κρατική του θωράκιση συγκρούεται με τα σημαντικά προνόμια που ο ελληνικός καπιταλισμός έχει διασφαλίσει στη περιοχή, χάρη στην αιματηρή δραστηριότητα του τον προηγούμενο αιώνα.
Οι καθόλου τυχαίοι λεονταρισμοί και τυχοδιωκτισμοί των δύο πλευρών, λειτουργούν ως ένα συμπληρωματικό μέσο πίεσης και αναπαριστούν τον ανταγωνισμό υπό το πρίσμα μιας εν δυνάμει στρατιωτικής σύγκρουσης. Για να καταλάβουμε σε τι συνίσταται ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός, χρειάζεται να παρατηρήσουμε και τις ομοιότητες/συνεργασίες των δύο πλευρών στη βάση των πολιτικών και οικονομικών επιδιώξεων των αστικών τους τάξεων.
Το πραξικόπημα του καλοκαιριού του 2016 έδωσε την δυνατότητα στον Τ. Ερντογάν, από κοινού με το εθνικιστικό και αντιδραστικό πολιτικό προσωπικό που συσπειρώνεται γύρω του, να επιβάλλει ένα διευρυμένο δόγμα τάξης και ασφάλειας στο εσωτερικό της Τουρκίας επιδιώκοντας την προσωποπαγή συγκέντρωση εξουσιών και αναπτύσσοντας ένα δίκτυο καταστολής των αντιφρονούντων. Η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύτηκε δια του τότε πρωθυπουργού της Α.Τσίπρα, στην “ανάγκη συνεργασίας των δύο χωρών ως προς την σπουδαιότητα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας”. Οι συλλήψεις Τούρκων και Κούρδων αγωνιστών στις οποίες έχει προχωρήσει το ελληνικό κράτος κατά καιρούς είναι μία ένδειξη προς την υλοποίηση αυτής της κοινής κατεύθυνσης.
Επιπλέον, οι συμμαχικοί δεσμοί των δύο χωρών στο πλαίσιο του βορειοατλαντικού συμφώνου (ΝΑΤΟ) αποδεικνύουν τη διαχρονική βούληση και δυνατότητα τους να υπερβαίνουν τις μεταξύ τους “παρεξηγήσεις”. Η πρόσφατη εισβολή της Τουρκίας στη Συρία, η βαναυσότητα στην οποία επιδόθηκε στο ελεγχόμενο από Κούρδους Αφρίν και η σιωπηρή αποδοχή της από του ΝΑΤΟικούς συμμάχους, παρά τη προφανή καταστρατήγηση του διεθνές δικαίου, φανερώνουν τόσο τον ρόλο που αξιώνει το τουρκικό κράτος στη περιοχή όσο και τον χώρο που του παραχωρείται από τους διεθνείς εταίρους του. Όσο η πρόσδεση των δύο χώρων στο συμμαχικό “άρμα” αποτελεί στρατηγική επιλογή για τις άρχουσες τάξεις τους, τόσο η εξωτερική τους πολιτική θα επικοινωνεί παρά τις εκάστοτε επιμέρους εντάσεις και αντιφάσεις.
Η αδερφή του κράτους ήταν πάντα η βία, είτε τη στέλνουν οι από δω είτε ο Ερντογάν
Ένα ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο αποτελεί η κοινή ανθρωποφυλακή που έχουν στήσει και εγγυώνται οι δύο χώρες μέσω της κοινής συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης- Τουρκίας. Για δύο χρόνια η εφαρμογή της συμφωνίας περιλαμβάνει, με τη χρηματοδότηση της Ε.Ε., επαναπροωθήσεις προσφύγων και μεταναστών, στρατιωτικοποίηση των συνόρων, λειτουργία κέντρων κράτησης, αποκλεισμό των προσφυγικών και μεταναστευτικών πληθυσμών στα νησιά και άθλιες συνθήκες διαβίωσης για όσους και όσες υφίστανται τον γεωγραφικό αυτό αποκλεισμό. Το ελληνικό και τουρκικό κράτος συνεργάζονται στη δημιουργία του “προσφυγικού προβλήματος” αντί να αξιώνουν κοινές πολιτικές για τη προσφυγική/μεταναστευτική κίνηση.
Τα σημεία που αναπτύσσονται παρακάτω προσπαθούν να συγκροτήσουν το κάδρο των βασικών σχέσεων των δύο κρατών. Συγκεκριμένα:
- Οι ανταγωνισμοί επιδιώκουν να λύσουν τα ζητήματα που δεν λύνουν οι συνεργασίες ή δεν μπορούν να λύσουν αποτελεσματικά οι συνεργασίες. Οι σχέσεις των κρατών δεν οριοθετούνται κυρίως στη βάση ιδεολογικών παραγόντων, αλλά με κριτήριο τα υπαρκτά συμφέροντα των τάξεων τις οποίες εκπροσωπεί και στις οποίες λογοδοτεί η πολιτική εξουσία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ανεμπόδιστη συνεργασία στην ολοκλήρωση της κατασκευής του φαραωνικού αγωγού ΤΑP.Ως προς τα συγκεκριμένα επίδικα, η ελληνική πλευρά ούτε αμέτοχη είναι ούτε αθώο θύμα. Αντιθέτως, αποτελεί ενεργητικό πόλο του ανταγωνισμού, στη βάση των επικίνδυνων για την ειρήνη δυνάμεων και συμμαχιών της. Η πολιτική αυτή αξονίζεται επί του παρόντος κυρίως γύρω από την de facto διεύρυνση της ελληνικής ΑΟΖ, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση καθώς επιχειρείται εκτός από το Αιγαίο και η διευθέτηση της ΑΟΖ στην Αδριατική.
- Αυτή τη στιγμή το κύριο πεδίο σύγκρουσης και οριοθέτησης της διακρατικής σχέσης Ελλάδας – Τουρκίας, φαίνεται να είναι και η επιρροή στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Η “μεταμνημονιακή” πραγματικότητα των δύο τελευταίων ελληνικών κυβερνήσεων επιζητούν το πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομική εκμετάλλευση και στρατιωτικό έλεγχο σε Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Μαυροβουνίου και εκσυγχρονιστικές συνέργειες με Βουλγαρία,Σερβία. Με δούρειο ίππο, την “ευρωπαική προοπτική” το ελληνικό κράτος επιδιώκει να ανακτήσει το ρόλο που είχε στις αρχές της χιλιετίας και έχασε λόγω της κρίσης του ’08.Αντίστοιχο ρόλο στην περιοχή επιδίωξε και η Τουρκία τα τελευταία χρόνια, με την εισροή κεφαλαίου στις ασθμαίνουσες βαλκανικές οικονομίες και τις αντίστοιχες στρατηγικές συμμαχίες, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν υποχωρήσει λόγω της δέσμευσης δυναμεων στη Συρία και τη Μέση Ανατολή.
- Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η λεπτή ισορροπία διαταράσσεται σε σταθερή βάση μέσω μίας πολιτικής εκατέρωθεν παραβιάσεων και μικρο-επεισοδίων. Ακόμη και αν η φύση του παρόντος ανταγωνισμού δεν συνδυάζεται ακόμη με μια φρενίδη εθνικιστική και επιθετική ρητορική, η διαιώνιση του θα ενισχύσει την εθνικιστική αφήγηση στο εσωτερικό των κοινωνιών επαναφέροντας διαρκώς τα “προαιώνια μίση”.
- Η δράση ενάντια στον επικίνδυνο αυτό ανταγωνισμό πρέπει να έχει στον πυρήνα της τη φιλειρηνική συνύπαρξη των λαών. Μικρές αλλά υπαρκτές πρωτοβουλίες σε αυτή τη κατεύθυνση έχουν παρθεί τα τελευταία χρόνια.Θα πρέπει να υπενθυμίζουμε την παλιά προτροπή του κομμουνιστικού κινήματος για αλληλεγγύη ανάμεσα στο έθνος των εργαζόμενων, με την ευγλωττία και την απλότητα που την διατύπωσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ: “το Κομμουνιστικό Μανιφέστο γράφει προλετάριοι όλων των λαών ενωθείτε και όχι κόψτε ο ένας τον λαιμό του άλλου”.
kardesimsin –αυτή είναι η σωστή λέξη- από το Σύνταγμα μέχρι και το Gezi
Σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμούμε ότι το κόστος μιας “ένοπλης σύγκρουσης” θα ήταν ασύμφορο και για τις δύο πλευρές. Ο καθηγητής Ρούσσος ερωτώμενος σχετικά υπογραμμίζει:
Ωστοσο, η συνθήκη προσμονής της είναι αναγκαία για την εμπέδωση μιας νέας πραγματικότητας στο εσωτερικό των δύο κοινωνικών σχηματισμών, που με την δραστηριότητα των τελευταίων ετών έχουν δημιουργήσει μνήμες κινημάτων, αντίστασης αλλά και νικών/ηττών.
Οφείλουμε να κοιτάξουμε την πραγματικότητα συνολικά και σε βάθος: στη συνθήκη που διανύουμε ο εθνικισμός, ο μιλιταρισμός και το κλίμα εκφοβισμού πασχίζουν να βρουν κοινωνικά ερείσματα και να διευρύνουν τον “εχθρό”. Δίπλα στην εσωτερική απειλή – τους μετανάστες, τους “τεμπέληδες” εργαζομένους/ες, το ανταγωνιστικό κίνημα, τους “τρομοκράτες”- εμφανίζεται διαρκώς ο εξωτερικός κίνδυνος.
Δεν μπορούμε να τοποθετούμε τους εαυτούς μας στην “από εδώ” πλευρά, υιοθετώντας την επιχειρηματολογία και ρητορική των “εθνικοφρόνων”. Θα πρέπει να επιμείνουμε ότι ο εχθρός βρίσκεται πρωτίστως μέσα σε κάθε χώρα και ειδικά στην δική μας χώρα. Οι εξοπλιστικές δαπάνες είναι εξοργιστικές, και οι γεωτρήσεις για κοιτάσματα στο Αιγαίο δεν είναι η μαγική λύση των προβλημάτων μας, αλλά μία οικολογική καταστροφή εν αναμονή.
Το πλέον σημαντικό είναι να πειστούμε ότι και η λύση βρίσκεται μέσα στην κάθε χώρα και να υπερασπιστούμε το πρόταγμα του διεθνισμού.
Την αλληλεγγύη, τους αγώνες και την όρεξη για ζωή που μας παρακινεί να σβήσουμε το τέρας του πολέμου από την εξίσωση.