Γράφει ο Δημήτρης Αδαμόπουλος, φυσικοθεραπευτης, Msc “Οικονομικά και Πολιτική της υγείας”
Η εμφάνιση του κορωνοϊού άλλαξε απότομα και ριζικά όλη την ατζέντα και τη καθημερινότητα των κοινωνιών διεθνώς. Σε 156 χώρες η ζωή των πολιτών προσαρμόστηκε σε μια νέα συνθήκη που απαιτεί δραστικό περιορισμό των κοινωνικών επαφών, εναλλακτικές μορφές εργασίας και συνεχή έγνοια για τους κανόνες πρόληψης και προαγωγής της υγείας. Ταυτόχρονα, η επιστημονική κοινότητα έρχεται στο προσκήνιο και η πλειοψηφία των πολιτών περιμένει καθημερινά να ακούσει τα νεότερα για να ενημερωθεί, να λάβει οδηγίες προφύλαξης, να μάθει για τη πρόοδο σχετικά με την εξεύρεση θεραπείας και εμβολίου ή την ανίχνευση/διάγνωση του παθογόνου, καθώς και κάθε τι που μπορεί να είναι ενδιαφέρον και χρήσιμο σε σχέση με τη νέα πραγματικότητα.
Είναι ευκόλως εννοούμενο όμως πως η δουλειά των υγειονομικών επιστημόνων δεν είναι αποκομμένη από τη κοινωνία μιας και η εφαρμογή της απαιτεί οι πολίτες να λειτουργούν με ψυχραιμία στο πλαίσιο των οδηγιών που τους δίνονται τόσο ατομικά όσο και συλλογικά -πράγμα διόλου αυτονόητο όπως καθημερινά αποδεικνύεται-, ενώ την ίδια στιγμή είναι εξόχως σημαντική και απαραίτητη η συμβολή του κράτους και των μηχανισμών του σε κάθε επίπεδο που θα ενισχύει το έργο τους.
Ποιο είναι όμως το πλαίσιο που έχει διαμορφώσει το κράτος και μέσα στο οποίο καλούνται οι επιστήμονες υγείας που έχουν απομείνει στη χώρα μετά από τα μνημονιακά χρόνια να εργαστούν για να φέρουν εις πέρας τη δύσκολη αυτή αποστολή και ποια είναι τα δεδομένα προσβασιμότητας στις υπηρεσίες για τους πολίτες;
Οι κρατικές δαπάνες για την υγεία βυθίστηκαν στο 8% του ΑΕΠ το 2017, μειωμένο κατά 1/3 από το 2008 και ½ από το 2010. Αυτή τη στιγμή σχεδόν το 10% των πολιτών υφίσταται καταστροφικές δαπάνες υγείας με αποτέλεσμα τη μη πρόσβασή τους στο σύστημα λόγω κόστους, ποσοστό που αγγίζει το 25% στα φτωχότερα στρώματα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2019), χωρίς να υπολογίζονται πρόσφυγες και μετανάστες.
[visualizer id=”2096″]
Επίσης το 35 % των δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη χρηματοδοτείται απευθείας από τα νοικοκυριά (το τέταρτο μεγαλύτερο ποσοστό στην ΕΕ), ποσό που αναφέρεται σε ιδιωτικές πληρωμές και οφείλονται κυρίως στις συμμετοχές των ασφαλισμένων για τα φάρμακα και στις άμεσες πληρωμές για υπηρεσίες που δεν περιλαμβάνονται στη δέσμη παροχών, επισκέψεις σε ειδικούς ιατρούς, νοσηλευτική περίθαλψη, καθώς και οδοντιατρική περίθαλψη.
Ταυτόχρονα, σε επίπεδο υποδομών λειτουργούν 557 κλίνες ΜΕΘ αντί για τις 3500, που προβλέπονται από τα διεθνή standards, για το σύνολο των ανεπτυγμένων νοσοκομειακών κρεβατιών. Πιο συγκεκριμένα υπάρχουν μόλις 5,5 κρεβάτια ανά 100.000 κατοίκους στην Ελλάδα, στη Γερμανία 28 ανά 100.000 και στην Ιταλία σχεδόν 12 ανά 100.000.
[visualizer id=”2075″]
Περισσότερα από 10 νοσοκομεία έχουν κλείσει από το 2013 μέχρι σήμερα, ενώ σε επίπεδο προσωπικού παραμένουν κενές 4000 θέσεις γιατρών και νοσηλευτικού και λοιπού προσωπικού, οι ελαστικές σχέσεις εργασίας και ανασφάλειας είναι ακόμα πραγματικότητα, ο «δανεισμός» γιατρών μεταξύ νοσοκομείων επεκτείνεται σε όλες τις ιατρικές ειδικότητες, ενώ το υγειονομικό προσωπικό αναγκάζεται να εκτελεί παράνομα προγράμματα εργασίας με συνεχόμενες εφημερίες καταλήγοντας εξαντλημένο. Τα νούμερα μπορεί να κουράζουν όμως δεν μπορούν να παραληφθούν για να συνοψίσουν έστω επιδερμικά τη δραματική κατάσταση που βιώνουν πολίτες και επιστήμονες.
Tην εποχή του κορωνοϊού COVID-19 όμως, η πολιτική ηγεσία και οι υμνητές των περικοπών και των απολύσεων στο δημόσιο σύστημα υγείας, οι θιασώτες της μιας πρόσληψης για κάθε πέντε αποχωρήσεις και των ΣΔΙΤ, αυτοί που ζητούσαν η υγεία να εμπορευματοποιηθεί σε υπερθετικό βαθμό -λες και οι υγειονομικές υπηρεσίες αποτελούν προϊόν σε ράφι καταστήματος και όχι κοινωνικό αγαθό- και να γκρεμιστούν νοσοκομεία, που ο τρίτος πυλώνας ασφάλισης αποτελούσε προτεραιότητα της κυβέρνησης, προσπαθούν να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα. Οι ίδιοι νεοφιλελεύθεροι που με πάθος στήριζαν τα παραπάνω σήμερα παρακαλούν για ένα ισχυρό δημόσιο σύστημα υγείας που θα τους προστατεύσει από τις συνέπειες των επιλογών τους και τη κρίση της κοινωνίας. Όμως ακόμα και τώρα οι κυβερνώντες δρουν αποσπασματικά, πολλές φορές προκλητικά και επικίνδυνα .
Εν μέσω πανδημίας κάνουν εκκλήσεις σε ιδιώτες να καλύψουν υλικοτεχνικές ανάγκες γιατί προτιμούν να υπηρετήσουν τους δημοσιονομικούς τους στόχους. Καλύπτουν την αισχροκέρδεια που το ιερό «αόρατο χέρι» εμφάνισε για πολλοστή φορά και με προκλητικό τρόπο καταστρατηγεί εργασιακά δικαιώματα και κατακτήσεις, επιστρέφοντας ψίχουλα στους εργαζόμενους, χωρίς καν να μεριμνά για την ασφάλεια και την υγεία όσων ακόμα δουλεύουν. Τα διαγνωστικά τεστ γίνονται επιλεκτικά αντί για μαζικά με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουμε τα ακριβή στοιχεία ώστε να περιοριστεί η διασπορά και να οδηγούμαστε έτσι στην κατάσταση της Ιταλίας, ή άθελά μας στην “ανοσία της αγέλης”.
Οι προσλήψεις που εξαγγέλθηκαν για νοσηλευτικό προσωπικό και άλλες ειδικότητες είναι διετής και όχι μόνιμες ενώ ταυτόχρονα οι προκηρύξεις για γιατρούς αποτελούν ντροπή μιας και αφορούν προσλήψεις επικουρικού προσωπικού για λίγους μήνες με μπλοκάκι, προκαλώντας το θυμό των επιστημόνων. Τα παραπάνω αποτελούν μόνο ένα μέρος της σημερινής πραγματικότητας. Η πολιτική ατολμία για άμεση και πλήρη κάλυψη των αναγκών του ΕΣΥ και η θέσπιση καθολικής πρόσβασης στις δομές του ντόπιων και μεταναστών, αποτελεί τη μεγαλύτερη εστία κινδύνου.
Η συζήτηση για την επανανοηματοδότηση του πλαίσιο λειτουργίας ενός συστήματος υγείας σε μια κοινωνία και η σύνδεσή του με τη δημοκρατία έχει ήδη ανοίξει διεθνώς, από τις πρόσφατες δηλώσεις Μακρόν μέχρι την αρθρογραφία των New York Times. Αυτό που έχει πετύχει η πανδημία είναι η αποκάλυψη της αληθινής φύση των οικονομικών συστημάτων του κόσμου. Μερικοί έχουν δείξει ότι εκτιμούν την υγεία και την ανθρώπινη ζωή πάνω απ’ όλα. Άλλοι, φαίνεται, βρίσκουν τον θάνατο πολύ κερδοφόρο για να κάνουν οποιεσδήποτε σημαντικές αλλαγές. Τις ερχόμενες εβδομάδες, θα συνεχίσουμε να βλέπουμε το ανθρώπινο κόστος αυτού του σκληρού ηθικού λογισμού. Οι έχοντες και οι παρέες τους μπορούν να απολαμβάνουν υγειονομική περίθαλψη υψηλών προδιαγραφών και να απομονώνονται με προσοχή χωρίς να ανησυχούν για τις υλικές ανάγκες τους.
Είναι οι φτωχοί και οι εργαζόμενοι αυτού του κόσμου που θα κουβαλήσουν το κύριο βάρος της νέας πολυεπίπεδης κρίσης, βάρος που θα μετρηθεί σε χαμένους μισθούς και απασχόληση, σε εξωφρενικούς ιατρικούς λογαριασμούς, σε οικογένειες και φίλους που δεν επιβιώνουν.
Το αίτημα για απόσυρση των υγειονομικών υπηρεσιών από τις αγορές και η θέσπιση ενός ισχυρού δημόσιου συστήματος υγείας, με πραγματική στήριξη των ανθρώπων του και των ασθενών είναι ξανά επίκαιρο και ορατό από το σύνολο της κοινωνίας. Είναι αγώνας επιβίωσης των αναγκών.