Γράφει ο Γιάννος Γιαννόπουλος
Το βασικό ερώτημα της συγκυρίας
Σε μία συγκυρία που μεταβάλλεται διαρκώς, τα επίδικα ερωτήματα μεταβάλλονται επίσης με ραγδαίες ταχύτητες. Έτσι, μέσα σε ελάχιστες μέρες, το ερώτημα της «διαχείρισης της καραντίνας» φαίνεται να δίνει τη θέση του στην «μετάβαση στην επόμενη μέρα», ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται να τοποθετείται ο διάλογος σε πολλές δυτικές κοινωνίες. Η εικόνα στις ΗΠΑ[1], με τους ακροδεξιούς υποστηρικτές της άρσης των μέτρων περιορισμού της ελευθερίας τους (και του Ντόναλντ Τραμπ παρεμπιπτόντως) αντιμέτωπους με το υγειονομικό προσωπικό, φαίνεται να συμπυκνώνει οπτικά την κεντρική αντιπαράθεση των ερχόμενων ημερών και εβδομάδων. Το αίτημα να αρθούν τα μέτρα περιορισμού, έστω και σταδιακά, και να «ανοίξει η οικονομία».
Καταρχάς να σημειωθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις, η συγκεκριμένη διαδικασία δεν φαίνεται να στηρίζεται στα επιδημιολογικά δεδομένα. Ειδικά στις ΗΠΑ, αλλά και στις μεγάλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όπου το πρώτο κύμα της πανδημίας δεν έχει ακόμα υποχωρήσει, η κουβέντα για το σταδιακό άνοιγμα γίνεται κυρίως στη βάση των οικονομικών δεδομένων. Χαρακτηριστικότερο δείγμα ήταν η τοποθέτηση Ρέντσι στην Ιταλία, ήδη από τα τέλη Μαρτίου [2]. Είναι βέβαια σκληρή πραγματικότητα ότι το αίτημα για να «ανοίξει η οικονομία» έχει αρχίσει να εκφωνείται και από τους «από κάτω», ειδικά σε περιοχές ακραίων ταξικών ανισοτήτων όπως η Νότια Ιταλία ή ακόμα περισσότερο η Αφρικανική Ήπειρος, όπου οι φτωχοί αδυνατούν να επιβιώσουν χωρίς δουλειά, και φοβούνται, και λογικά, την πείνα περισσότερο από την πανδημία [3]. Αυτή η διάσταση δεν μπορεί ούτε να αγνοείται, ούτε να υποβαθμίζεται.
Αυτή η συζήτηση μεταφέρεται και στην Ελλάδα, με τα ειδικά δεδομένα του κοινωνικού σχηματισμού, αλλά και τα επιδημιολογικά δεδομένα που διαμορφώνονται, και υπό το έντονο βάρος της σημασίας του τουριστικού τομέα για την ελληνική οικονομία. Εν τω μεταξύ, πριν καν αρχίσουν να αίρονται τα κυβερνητικά μέτρα, συγκεκριμένες επιχειρήσεις ήδη ανακοίνωσαν στο προσωπικό την λήξη των μέτρων τηλεεργασίας και αποστασιοποίησης που εφάρμοζαν ως τώρα.
Για ποια οικονομία μιλάμε όμως;
Για να απαντήσουμε όμως στο ερώτημα που τίθεται, από διαφορετικές σκοπιές, «πόσο μπορεί να αντέξει η οικονομία», θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το ερώτημα που μας τίθεται αφορά τη συγκεκριμένη καπιταλιστική οικονομία, και μάλιστα στην μορφή που είχε πριν το ξέσπασμα της πανδημίας. Η οικονομία δεν είναι απλώς η παραγωγή και η κυκλοφορία εμπορευματικών αγαθών, στην πραγματικότητα είναι ο τρόπος με τον οποίο είναι οργανωμένες οι κοινωνίες μας. Οι συγκεκριμένες εκτιμήσεις για τα «όρια αντοχής της», λαμβάνουν ως δεδομένο αυτόν τον τρόπο οργάνωσης, ο οποίος έχει όμως ήδη τεθεί – μερικώς – σε αμφισβήτηση. Η πίεση που δέχτηκαν τα κράτη για να διασφαλίσουν την υγεία των πολιτών τους οδήγησε σε πολιτικές που δεν χωρούσαν ούτε κατά διάνοια στα αμέσως προηγούμενα δεδομένα: κρατικοποιήσεις νοσοκομείων, κρατικοποιήσεις αεροπορικών μεγαθηρίων, κατασχέσεις υγειονομικών προϊόντων, στρατός σε εργοστάσια για να αυξηθεί η παραγωγή, εισαγωγές νέων γραμμών παραγωγής υγειονομικού εξοπλισμού στις αυτοκινητοβιομηχανίες, επιδόματα σε εργαζόμενους και αυτοαπασχολούμενους για να μένουν οι επιχειρήσεις κλειστές. Ακόμα περισσότερο, συζητήσεις για έκτακτη φορολογία των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων και περιουσιών, όπως στην Αργεντινή [4], ή η γενικότερη συζήτηση για χαλάρωση των νομισματικών πολιτικών ως και “helicopter money” [5], ακόμα και με τρόπο «ουδέτερο» και άρα ανεξέλεγκτες και υπέρ των κυρίαρχων χρηματοροές, δημιουργούν εντελώς νέα δεδομένα στη συζήτηση.
Αποδεικνύεται ότι είναι πιθανό μια άλλη οικονομική οργάνωση, μπορεί να «αντέξει περισσότερο», να συνεχίσει να καλύπτει τις βασικές ανάγκες, προστατεύοντας την υγεία των πολιτών, βγάζοντας όμως από κάποιες, μερικές έστω, παραμέτρους της εξίσωσης, τον παράγοντα του καπιταλιστικού κέρδους. Οι καπιταλιστές δεν είναι διατεθειμένοι όμως, για πολύ, να αφήνουν τα κεφάλαιά τους να λιμνάζουν, έστω και εάν τα κράτη τους, έκαναν αυτή την επιλογή στην πρώτη φάση, όπως έχει ήδη εξηγήσει αναλυτικά ο Η. Ιωακείμογλου [6]. Επιλογή που τους κόστισε και τους κοστίζει οικονομικά, αλλά ήταν η μόνη δυνατή για να διατηρήσουν τα ηνία των κοινωνιών και να διασφαλίσουν την απαραίτητη και για το σύστημα, σχετικώς ομαλή κοινωνική αναπαραγωγή. Η σχετικώς ομαλή κοινωνική αναπαραγωγή μπορεί όμως να διασφαλίζεται για τους «από πάνω» και με σχετικώς «ανεκτό» αριθμό κρουσμάτων και νεκρών, και μια επιπέδωση της καμπύλης στα όρια της δυναμικότητας του συστήματος υγείας, και όχι με την καθολική προτεραιότητα της υγείας έναντι της ομαλής οικονομικής δραστηριότητας.
Έχουμε δει, επομένως, ήδη, στοιχεία διαφορετικής διαχείρισης, σίγουρα σε σχέση με την περίοδο προ πανδημίας, αλλά μάλλον και σε σχέση με όσα επιθυμούσαν τμήματα των αρχουσών τάξεων, όταν στην αρχή της κρίσης καθησύχαζαν για την επικινδυνότητα του ιού, ή – σε ακόμα πιο κυνικές περιπτώσεις – προετοίμαζαν για πολλούς νεκρούς[7]. Οι πολιτικές των δυτικών κρατών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποδεικνύει το ιστορικό προηγούμενο διαφορετικής διαχείρισης. Σε μία διαφορετική συγκυρία προφανώς, με εντελώς διαφορετικούς συσχετισμούς, υπό την πίεση τόσο ενός υπαρκτού διαφορετικού μοντέλου όσο και μαζικών αριστερών κομμάτων. Δεν σημαίνει όμως ότι «δεν μπορεί να γίνει». Είναι σίγουρα πεδίο σκληρής μάχης, αφού θα κοστίσει στους από πάνω μια διαφορετική διαχείριση, ειδικά εφόσον αφήνει μεγάλα τμήματα του κεφαλαίου αναξιοποίητα, και ακόμα περισσότερο εάν φορολογεί εκτάκτως μεγάλες επιχειρήσεις και περιουσίες, ή ασκεί πολιτικές νομισματικής χαλάρωσης με ελεγχόμενες χρηματοροές, με αποτέλεσμα να μειώνει την αξία των μεγάλων καταθέσεων ή των επενδεδυμένων κεφαλαίων. Ο σημερινός συσχετισμός δύναμης σίγουρα δεν προοιωνίζεται καλές εξελίξεις και η μεγαλύτερη πιθανότητα είναι – ειδικά ελλείψει μαζικών αριστερών κομμάτων – η βαθύτερη ιδεολογική χρεωκοπία του νεοφιλελευθερισμού να συνδυαστεί με ακόμα μεγαλύτερες ήττες για τις λαϊκές τάξεις. Δεν μπορούμε όμως να προεξοφλήσουμε αυτές τις ήττες.
Πρέπει να αντιστρέψουμε επομένως το ερώτημα. Το ζήτημα δεν είναι «πόσο θα αντέξει» ή «πότε θα ανοίξει η οικονομία». Αλλά «με ποιο οικονομικό μοντέλο μπορούμε να βγούμε αλώβητοι από την πανδημία, και ποιος θα το πληρώσει»
Ιδεολογικές παράμετροι της διαχείρισης της κρίσης
Εξάλλου, αυτή η κατάσταση έχει συνολικότερες συνέπειες με μορφή χιονοστιβάδας. Πέραν των οικονομικών επιπτώσεων στις χρηματαγορές, με το πιο χαρακτηριστικό το ακραίο παράδειγμα του πετρελαίου με τα μελλοντικά συμβόλαια που έφτασαν να «πωλούνται» σε αρνητικές τιμές, οι ιδεολογικές συνέπειες, ενδέχεται να είναι εξίσου σημαντικές:
- Και μόνο από το παράδειγμα του πετρελαίου, αναδεικνύεται πολύ πιο ξεκάθαρα από την κρίση του ’08, ο παραλογισμός ενός συστήματος που δεν μπορεί να σταματήσει να παράγει εμπορεύματα που – έστω και βραχυπρόθεσμα – δεν χρειάζεται.
- Οι τριγμοί στις διεθνείς ολοκληρώσεις είναι επίσης πρωτοφανείς για την πρόσφατη ιστορία. Από την άρνηση έκδοσης ευρωομολόγου για τον κορονοϊό, όταν πλέον αυτό δεν είναι αίτημα μίας «σπάταλης» χώρας αλλά πολλών, μέχρι τις κατασχέσεις υγειονομικού υλικού της μιας χώρας εις βάρος της άλλης, η αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει τρωθεί ενδεχομένως ανεπανόρθωτα. Τα μνημόνια είχαν ήδη απονομιμοποιήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, παράλληλα με το έλλειμμα δημοκρατίας, κάτι που αναδείχτηκε και με το Brexit, παρά τη δεξιά ηγεμόνευσή του. Όμως το να κατάσχεις αναπνευστήρες από μια χώρα την ώρα που πεθαίνει ο κόσμος, έχει σαφώς αμεσότερο αποτύπωμα από τις μνημονιακές πολιτικές.
- Μια σειρά δημόσιων αγαθών, και ειδικά η δημόσια υγεία, έχουν αποκτήσει ξανά τεράστιο κύρος, όταν ακόμα και ακραιφνείς νεοφιλελεύθεροι ομνύουν στην αναγκαιότητά τους, και απολογούνται που δεν το έβλεπαν νωρίτερα. Θα είναι δύσκολο να απονομιμοποιηθούν ξανά το επόμενο διάστημα.
- Η σημασία της εργασίας όχι με όρους κοινωνικού καταμερισμού εργασίας αλλά κοινωνικών αναγκών, έχει μπει στην ημερήσια διάταξη. Οι λαοί αντιλαμβάνονται ότι αυτή τη στιγμή οι εργαζόμενοι κινούν τις κοινωνίες, και πως δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς τον υπάλληλο του σούπερ-μάρκετ, αλλά είναι μάλλον δύσκολο να αντιληφθούν ν κοινωνική αξία των εντερπρενέρ της φούσκας. Πολλοί αστοί ηγέτες, και ακολουθώντας τους και ο Κ. Μητσοτάκης, αναγκάστηκαν να μιλήσουν για προηγουμένως «αόρατους» ήρωες της καθημερινότητας.
- Η ίδια η επίγνωση της ύπαρξης της δυνατότητας να πληρώνεται κανείς χωρίς να δουλεύει, σε έκτακτες συνθήκες, κάνει τους νεοφιλελεύθερους και τους πληρωμένους σχολιαστές τους, να βγάζουν φλύκταινες [8]. Το ότι οι κατέχοντες μέσα παραγωγής ή πολύ μεγάλες ακίνητες περιουσίες, βγάζουν περιουσίες χωρίς να δουλέψουν ποτέ, προφανώς και δεν τους απασχολεί.
- Ακόμα περισσότερο, οι δυτικές κοινωνίες, ήταν εκπαιδευμένες εδώ και δεκαετίες σε έναν τρόπο ζωής, που αποτελούσε και θεμέλιο λίθο της «μοναδικής εναλλακτικής». Ειδικά εντός Ευρωζώνης, κάθε ριζοσπαστικό εγχείρημα κινδύνευε να παταχθεί, και ο φόβος προέκυπτε από την αγωνία μπροστά στο άγνωστο (και ελλείψει αντιπαραδείγματος) ότι «δεν γίνεται να ζήσουμε αλλιώς».Η βίαιη αλλαγή της καθημερινότητάς μας, δημιουργεί τη βιωμένη εμπειρία ότι γίνεται να ζούμε και διαφορετικά από το προηγουμένως εμπεδωμένο βιοπολιτικό υπόδειγμα. Όπως το γράφουν και οι αγωνιστές του dinamopress στο 2ο γράμμα τους από το μάτι του κυκλώνα covid-19: “Τι θα συμβεί αν η συνειδητοποίηση της δυνατότητας ραγδαίων και ριζικών αλλαγών μετατοπιστεί από το είδος στην τάξη; Τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. “[9].
Μάθαμε δηλαδή ότι τα πράγματα μπορούν να γίνονται και αλλιώς, ακόμα και αν αυτή η βίαιη, και προς το χειρότερο με τον εγκλεισμό, αλλαγή της καθημερινότητας, παρότι δεν έγινε με κάποιο γενικώς προοδευτικό πρόσημο · ίσως και να έγινε όμως: η υγεία μπήκε πάνω από την ομαλή λειτουργία των καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
Όλες αυτές, και ακόμα περισσότερες, αλλαγές που επιφέρει η καραντίνα στον τρόπο που σκέφτονται οι λαϊκές τάξεις, είναι μάλλον βασική παράμετρος που θέλει να κάνει τους κυρίαρχους να επιστρέψουν τα πράγματα στην «κανονικότητα».
Υπάρχουν φυσικά και αντιφατικές όψεις σε αυτή τη διαδικασία. Η εμπέδωση της επιβολής γενικευμένων μέτρων επιτήρησης και περιορισμών στους πληθυσμούς, γίνεται ευκαιρία για τα κράτη, αντίστοιχα η εμπέδωση νέων εργασιακών μοντέλων, και ειδικά της τηλεεργασίας, για τις επιχειρήσεις. Ευκαιρίες και για μελλοντική αξιοποίηση, που όμως μάλλον θεωρούνται σε αυτή τη φάση δευτερεύουσες σε σχέση με την επανεκκίνηση της οικονομίας)
Σύντομη αναδρομή: Μεταξύ κυρίαρχων στρατηγικών· ή μήπως όχι;
Ειδικά τις πρώτες βδομάδες έκρηξης της επιδημίας στην Ευρώπη, η συζήτηση φαινόταν να περιστρέφεται γύρω από τις πολιτικές διαχείρισης των κυρίαρχων. Την ώρα που η Κίνα κατάφερνε να περιορίσει τον ιό, εφαρμόζοντας δρακόντεια μέτρα επιτήρησης του πληθυσμού της, άρχισε να στέλνει βοήθεια στις χώρες της ΕΕ, ενώ αυτές είχαν μπει σε τελωνειακούς πολέμους για το υγειονομικό υλικό. Πέρα από τις αναμενόμενες ανακατατάξεις στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα, εάν ο δυτικός κόσμος δεν καταφέρει να αντιμετωπίσει την πανδημία με την ίδια αποτελεσματικότητα, γεννήθηκε το ερώτημα της ανάδειξης του κινέζικου μοντέλου σε πρότυπο. Κάτι που είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα συμβεί, από τη στιγμή που η σκληρή κρατική επιβολή ήταν που οδήγησε στο να αργήσει να γίνει γνωστή η κατάσταση. Να θυμηθούμε εδώ πως η Ταϊβάν είχε πάρει μέτρα πριν η Κίνα ανακοινώσει επισήμως το πρόβλημα. Έτσι, το καθεστώς της Κίνας δέχεται πολλαπλές κριτικές για την αρχική του αντίδραση. Εκτός αυτού, ακόμα και σήμερα υπάρχουν ζητήματα διαφάνειας στη διαχείριση της κατάστασης [10].
Την ίδια περίοδο, με κύρια αναφορά την αρχική τοποθέτηση του Μπόρις Τζόνσον αλλά και αναφορές των Τραμπ, Μπολσονάρο και άλλων ηγετών του ίδιου φυράματος, οι άρχουσες τάξεις των χωρών του «άλλου υποδείγματος διαχείρισης» έχτισαν ένα αφήγημα υπευθυνότητας, υποστηρίζοντας ότι προέταξαν τη δημόσια υγεία έναντι της οικονομίας. Αυτή η κατάσταση φάνηκε να πιέζει και προοδευτικές τοποθετήσεις, υπό το φόβο της «ταύτισης» με δεξιές κυβερνήσεις και αστικές εξουσίες συνολικότερα, ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας. Ήταν όμως ακριβώς έτσι τα πράγματα; Παρότι τα lockdown όντως πίεσαν την οικονομία, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, κάθε άλλο παρά «αποφασιστικά» κινήθηκαν. Η πολιτική τους έβαζε σε πρώτη προτεραιότητα τη λειτουργία των επιχειρήσεων.
Τα ιταλικά εργοστάσια έκλεισαν δώδεκα μέρες μετά το υποτιθέμενο «γενικό» lockdown [11], και ενώ είχαν προηγηθεί μαζικές εργατικές απεργίες, και ενώ την τελευταία στιγμή δεν συμπεριλήφθηκαν όλα τα εργοστάσια που είχαν συμφωνήσει τα συνδικάτα. Στη Γαλλία διεξήχθησαν δημοτικές εκλογές – με ρεκόρ χαμηλής συμμετοχής – ενώ υπήρχαν ήδη πάνω από 5000 καταγεγραμμένα κρούσματα. Στην Ελλάδα τα συνωστισμένα call center δεν αραίωσαν παρά μόνο μετά από δημοσίευση καταγγελιών και μαζικά ψηφίσματα, πολλά εργοστάσια το ίδιο, ενώ υπήρξε και περίπτωση εργοστασίου στη ΒΙΠΕ της Θεσσαλονίκης όπου εργαζόμενος, ο οποίος τελικά κατέληξε, κόλλησε από συνάδελφό του, και το εργοστάσιο δεν είχε κλείσει.
Σε όλη αυτή την περίοδο, οργανώσεις και συνδικάτα διεκδικούσαν το κλείσιμο των μη αναγκαίων επιχειρήσεων, τη λήψη μέτρων στις λειτουργούσες επιχειρήσεις. Πέρα από τα εργοστάσια του Ιταλικού Βορρά, το κλείσιμο των κέντρων διανομής της Amazon στη Γαλλία, ήταν από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα νίκης αυτού του αγώνα.[12]. Ο αγώνας δεν σταμάτησε εκεί όμως. Το ευρύτερο ανταγωνιστικό κίνημα μιλούσε και για όλους τους έγκλειστους πληθυσμούς σε στρατόπεδα, φυλακές και προσφυγικά camps, για όλους εκείνους και εκείνες που ζουν σε κατάσταση εξαίρεσης από το κοινωνικό σώμα, στερούμενοι την ελευθερία κίνησης πριν τη στερηθεί ο γενικός πληθυσμός, και που είναι αναγκασμένοι να ζουν συνωστισμένοι. Απέναντι στις πολιτικές υποτίμησης της αξίας της υγείας και της ζωής των εργατών γης, από τις συνωστισμένες πτήσης της Ryanair από την ανατολική Ευρώπη προς τη Γερμανία [13] και τις συνεχιζόμενες άθλιες συνθήκες διαβίωσης στη Μανωλάδα [14].
Και σήμερα, οι «υπεύθυνες» ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ξεκινάνε τα πρώτα βήματα άρσης των μέτρων με τις ίδιες προτεραιότητες. Ανοίγουν τα σχολεία, όχι με βασικό μέλημα την εκπαίδευση, ή έστω την συνέχιση της λειτουργίας του εκπαιδευτικού ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους, αλλά το να μπορέσουν οι γονείς να πάνε ή να αφοσιωθούν στις δουλειές τους, και να μην πληρώνονται γονεϊκές άδειες. [15]. Στην Ελλάδα, σε έναν κυνικό συμβολισμό, οι δικαστικές υπηρεσίες εξαγγέλθηκε ότι θα ανοίξουν ξεκινώντας από τις προσημειώσεις. [16].
Η δική μας τοποθέτηση θα συνεχίσει να είναι απέναντι στις κυβερνητικές προτεραιότητες και κριτική στις κυβερνητικές πρακτικές. Τα οικονομικά κριτήρια δεν μπορεί να προηγούνται στη διαδικασία άρσης των μέτρων.
Η ατομική ευθύνη δεν μπορεί να αρχίσει να επανέρχεται διαρκώς ως καθοριστική παράμετρος, όταν η κρατική μέριμνα συνεχίζει να αντιμετωπίζει τους έγκλειστους συνωστισμένους πληθυσμούς ως αόρατους, ενώ αποδεικνύεται ξανά και ξανά ότι θα έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα, με τελευταίο παράδειγμα τη δομή στο Κρανίδι.
Όταν αρνείται να ενισχύσει αποφασιστικά το δημόσιο σύστημα υγείας και να οργανώσει την πρωτοβάθμια περίθαλψη, και όταν δεν επιβάλλεται στις επιχειρήσεις να αναλάβουν τις δικές τους ευθύνες, να συνεχίσουν να εφαρμόζουν μέτρα αποφυγής του συνωστισμού υποχρεωτικά, να παρέχουν Μέσα Ατομικής Προστασίας στο προσωπικό, να διαμορφώσουν τους χώρους με κατάλληλο τρόπο, και να τους απολυμαίνουν τακτικά. Πράγμα που αποφεύγουν να κάνουν ακόμα και σήμερα, ακόμα και οι πιο κερδοφόρες από αυτές.[17]
Στοχευμένα μέτρα καραντίνας;
Στη γενικότερη συζήτηση για την άρση των μέτρων, με βάση τα ως τώρα δεδομένα για τις μεγαλύτερες επιπτώσεις του κορονοϊού σε συγκεκριμένες ευπαθείς ομάδες, υπάρχουν προσεγγίσεις για τήρηση στοχευμένων μέτρων για τις ομάδες αυτές. Τέτοιες κινήσεις φαίνεται να υιοθετούνται συνολικότερα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τις εξετάζει και η ελληνική κυβέρνηση [18]. Να σημειωθεί καταρχάς ότι και την περίοδο της γενικευμένης καραντίνας, πολλοί εργαζόμενοι και εργαζόμενες που ανήκαν σε ευπαθείς ομάδες, ή ακόμα συχνότερα συγκατοικούσαν με άτομα μέλη ευπαθών ομάδων, δεν μπόρεσαν να πάρουν ειδικές άδειες για να προστατευτούν. Με τα δεδομένα της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, όπως αυτά διαμορφώθηκαν σε αυτή τη φάση, είναι αμφίβολο ότι αυτό θα καταστεί εφικτό σε μια φάση «ανοίγματος».
Η πιθανότητα να «απομονωθούν» οι ευπαθείς επίσης φαίνεται εξαιρετικά δύσκολη, ακόμα και αν αφήσουμε στην άκρη τα ζητήματα ίσης μεταχείρισης. Πώς ακριβώς θα συμβεί η απομόνωση, όταν οι περισσότεροι νέοι – ή όχι και τόσο νέοι – στην Ελλάδα ζουν με τους γονείς τους; Η προτροπή στους γηραιότερους να «μείνουν στα χωριά», αγνοεί το γεγονός ότι πάρα πολλοί δεν διαθέτουν ιδιόκτητα κατοικήσιμα σπίτια στα χωριά, τρόπο να μετακινούνται, ή κάποιους να τους προσέχουν σε αυτά τα χωριά. Εξάλλου, μια πιθανή διεύρυνση της διασποράς στην κοινότητα, κάνει πιθανότερο το να νοσήσουν και οι γηραιότεροι. Κάτι ακόμα πιο προβληματικό σε περιφερειακές περιοχές, όπου το σύστημα υγείας είναι ακόμα πιο υποβαθμισμένο.
Όσον αφορά, δε, τον τουρισμό και τα σχέδια για «υγειονομικό διαβατήριο»[19], έχει καταρχάς αποδειχτεί ότι κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη πανδημία, όταν άνθρωποι οι οποίοι αποδείχτηκε εκ των υστέρων ότι ήταν φορείς του ιού, έβγαιναν ψευδώς αρνητικοί στα πρώτα τεστ, και αφού τα συμπτώματα καθυστερούν να εμφανιστούν. Ποια εξέταση είναι αυτή που θα διασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξει εκτίναξη της διασποράς, από χώρες στις οποίες η εκτιμώμενη διασπορά είναι πολύ μεγαλύτερη, εάν δεν υπάρξουν προηγουμένως σαφή στοιχεία εποχικότητας της διασποράς του ιού;
Τι να κάνουμε;
Για να αποτραπεί ο σχεδιασμός «να ανοίξει η οικονομία» με βάση τις καπιταλιστικές προτεραιότητες, χωρίς να υπάρχουν τα αντίστοιχα επιστημονικά δεδομένα, θα πρέπει οι «από κάτω» να αγωνιστούν για αυτό. Και για να αγωνιστούν θα πρέπει, πριν από κάθε άλλη συζήτηση, να μην αγωνιούν για το βιοποριστικό τους ζήτημα. Να διασφαλίσουμε εισόδημα καραντίνας[20] που να περιλαμβάνει και τα πάγια έξοδα (ενοικίου, λογαριασμών) αλλά και την αναστολή – και όχι απλώς την αναβολή πληρωμής χρεών – για όλους και όλες όσοι δεν έχουν αντίστοιχο εισόδημα. Να πληρωθούν αυτές οι δαπάνες με φορολόγηση του μεγάλου πλούτου και επιχειρήσεων, ή και με πολιτικές νομισματικής χαλάρωσης, συνδυασμένες με τιμαριθμικές αναπροσαρμογές στους μισθούς, στην περίπτωση δημιουργίας πληθωριστικών πιέσεων.
Αντίστοιχες πολιτικές πρέπει να εφαρμοστούν και για τις χώρες του λιγότερο ανεπτυγμένου κόσμου, και ειδικά της αφρικανικής ηπείρου, που κινδυνεύουν να γίνουν ξανά θυσία στην οικονομική ευημερία των ιμπεριαλιστικών «μητροπόλεων». Η διαγραφή του χρέους τους είναι το ελάχιστο μέτρο σε αυτή την κατεύθυνση [21]
Εφόσον υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για τις δυνατότητες της επιστήμης να δημιουργήσει φάρμακα και εμβόλια για την αντιμετώπιση της πανδημίας μέσα στους επόμενους αρκετούς μήνες, να μην αποδεχτούμε την, σταδιακώς φυσικά αποκτώμενη, ανοσία αγέλης ως τρόπο διαχείρισης της κρίσης. Οι στατιστικές εκτιμήσεις δείχνουν ότι είμαστε πολύ μακριά από την επίτευξη της ανοσίας αγέλης, ακόμα και στις χώρες που έχουν ήδη πολλά κρούσματα [22]. Μια τέτοια στρατηγική, εάν ακολουθηθεί, θα κοστίσει πολλές ζωές. Ζωές που, κατά κύριο λόγο θα στερηθούν οι οικονομικά και όχι μόνο υγειονομικά ευάλωτοι, όπως αποδεικνύουν και οι στατιστικές από τη Νέα Υόρκη[23].
Ειδικά στην Ελλάδα, να συνεχίσουμε να διεκδικούμε την άμεση, δραστική ενίσχυση του ΕΣΥ, με μαζικές προσλήψεις μόνιμου χαρακτήρα και υποδομές. Την εφαρμογή μαζικών τεστ που μπορούν να βοηθήσουν στον περιορισμό της πανδημίας (οι κινητές ομάδες υγείας που έχουν εξαγγελθεί εδώ και ένα μήνα για το σκοπό αυτό, ακόμα να λειτουργήσουν). Να τα διεκδικούμε όμως ως συμπληρωματικά μέτρα και όχι ως μέτρα αντικατάστασης της φυσικής αποστασιοποίησης. Να επιβληθεί να οργανωθεί επιτέλους πρωτοβάθμια υγεία, καθώς τα κυβερνητικά μέτρα αλλά και ο φόβος εμποδίζουν την παροχή πρωτοβάθμιας περίθαλψης και την παρακολούθηση χρόνιων ασθενειών που γινόταν προηγουμένως στα νοσοκομεία.
Να διευρυνθεί η ενημέρωση των πολιτών. Η διαχείριση τέτοιων κρίσεων περιλαμβάνει αναγκαστικά και κατασταλτικά μέτρα, αλλά πρέπει να περιλαμβάνει και εκπαιδευτικά. Και το βάρος πρέπει διαρκώς να μετατοπίζεται προς την εκπαίδευση και την ενημέρωση. Χωρίς να ενημερώνονται οι πολίτες για τα επιδημιολογικά δεδομένα, δεν μπορούν να είναι συμμέτοχοι και άρα να εφαρμόζουν τα μέτρα αποστασιοποίησης. Όταν το κυβερνητικό μότο είναι «οι επόμενες 2 βδομάδες είναι κρίσιμες», ή η «επίτευξη του στόχου» που ποτέ δεν διευκρινίζεται ποιος είναι, επί 2 μήνες, κάποια στιγμή ο κόσμος που ανέλαβε τη συλλογική του ευθύνη, είναι πιθανό να μην το κάνει στον ίδιο βαθμό.
Η δημοκρατική συμμετοχή πρέπει να γίνει κομμάτι της διαχείρισης. Αυτό σημαίνει και να εξηγούνται και να κριτικάρονται και μέτρα περιορισμού που δεν φαίνεται να υποστηρίζονται επιστημονικά, όπως το κλείσιμο πάρκων και παραλιακών ζωνών, που δημιουργεί μεγαλύτερο συνωστισμό στους μικρούς δρόμους των ελληνικών πόλεων, σε αντίστιξη με το συνωστισμό στις εγκαταστάσεις της παραγωγής. Μέτρα όπως η απαγόρευση της κολύμβησης στην ανοιχτή θάλασσα κοκ. Πλευρές εξαιρετικά σημαντικές αφού θα επιτρέψουν στον πληθυσμό, και ειδικά στους φτωχότερους που βιώνουν τον «κατ’ οίκον συνωστισμό»[24], να βελτιώνουν την σωματική και ψυχική τους υγεία, και άρα να συμβάλλουν ευκολότερα και στην τήρηση των μέτρων φυσικής αποστασιοποίησης.
Να συνεχίσουμε να προσπαθούμε να καταπολεμήσουμε τις επιπτώσεις της παρατεταμένης καραντίνας, τόσο με την αυτοοργάνωση και την αλληλεγγύη, όσο και διεκδικώντας άμεσες κρατικές παρεμβάσεις. Η αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, χρειάζεται και επιτάξεις ξενοδοχειακών υποδομών για να μπορούν να καταφύγουν τα θύματα χωρίς οικονομικό κόστος. Η επιδείνωση της ψυχικής υγείας που προκαλεί ο εγκλεισμός, χρειάζεται μαζική δωρεάν ψυχολογική υποστήριξη.
Να συνεχίσουμε να αντιπαρατιθόμαστε με τους «από πάνω» για τα εργασιακά και άλλα δικαιώματα, τα οποία έχουν ήδη τσαλαπατηθεί στις μέρες που πέρασαν. Εφευρίσκοντας νέους τρόπους να το κάνουμε στη νέα συνθήκη. Τρόπους που θα ανταποκρίνονται στους βασικούς στόχους των κινητοποιήσεων: την ορατότητα των αιτημάτων, την αλλαγή των συνειδήσεων, την αποτελεσματικότητα λόγω της παραγωγής οικονομικής και πολιτικής πίεσης.
Στους χώρους που οι εργαζόμενοι συνεχίζουν και εργάζονται με τη φυσική τους παρουσία, ο συνδικαλισμός είναι αναγκαίος για τη διασφάλιση της επιβολής των μέτρων αποστασιοποίησης και των Μέσων Ατομικής Προστασίας. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, αλλά και σε πιο κεντρικές κινητοποιήσεις, αυτό μπορεί να γίνει και μέσα από το διαδίκτυο, όπως μας έδειξε το παράδειγμα του αγώνα στην (πρώην taxi)BEAT[25], αλλά και το «τρολάρισμα» που ανάγκασε την κυβέρνηση να καταργήσει την «τηλεκατάρτιση» των επιστημόνων, αλλά και έξω από τον ψηφιακό κόσμο, όπως έδειξε το πρόσφατο παράδειγμα του Ισραήλ[26]. Για να γίνει όμως το τελευταίο, θα πρέπει να ξεφύγουμε από την «εθιμοτυπική» επανάληψη όσων είχαμε μάθει να κάνουμε: να συγκεντρωνόμαστε όπως παλιά, ακόμα και σε έρημους δρόμους χωρίς δημόσια ορατότητα, να αλληλεπιδρούμε πολιτικά μοιράζουμε προκηρύξεις κοκ.
Και τέλος, να διεκδικήσουμε και να επιβάλλουμε να εφαρμοστεί ένα οικονομικό μοντέλο που θα μας βγάλει αλώβητους από την πανδημία, με βασικό γνώμονα την προστασία των ζωών και όχι την ανάταξη της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Με αναπροσαρμογή τόσο στη μικρή κλίμακα: Μαζικές προσλήψεις υποχρεωτικές σε κλάδους που έχουν διογκωθεί ή είναι απαραίτητοι για την αντιμετώπιση της πανδημίας(εφοδιαστική αλυσίδα, ηλεκτρονικό εμπόριο, υπηρεσίες καθαριότητας κοκ) και μείωση των ωραρίων χωρίς μείωση των μισθών. Όσο και στην μεγάλη κλίμακα: Την αναπροσαρμογή των οικονομικών λειτουργιών στην κοινωνικές ανάγκες: Η επίταξη πλευρών του ιδιωτικού τομέα στην αντιμετώπιση της πανδημίας σε όλο τον κόσμο ήταν ένα πρώτο δείγμα. Θα πρέπει να γίνει σε μεγαλύτερη κλίμακα, και χωρίς αποζημιώσεις των ιδιοκτητών και μετόχων των επιχειρήσεων, ώστε να τεθούν όλες οι παραγωγικές δυνατότητες που έχει κατακτήσει η ανθρωπότητα σε αυτό το στόχο.
Για να μην μπουν τα κέρδη πάνω από τη ζωή.