Για την Κομμούνα του Παρισιού (1871):
Ένα «άλμα του τίγρη» στο παρελθόν
Στις 18 Μαρτίου 1871, στο πολιορκημένο από τα πρωσικά στρατεύματα Παρίσι, ο λαός παίρνει τον έλεγχο της πόλης και διεξάγει, για 72 ημέρες, την πρώτη εμπειρία μιας ζωής κάτω από λαϊκό έλεγχο.
1. Η παράδοση των καταπιεσμένων
Στο νεκροταφείο του Παρισιού Père Lachaise υπάρχει ένας τοίχος που είναι γνωστός ως «Le Mur des Fédérés». Εκεί είναι που τουφεκίστηκαν, το Μάϊο του 1871, από τα βερσαγιέζικα στρατεύματα, οι τελευταίοι μαχητές της Κομμούνας του Παρισιού. Κάθε χρόνο, χιλιάδες -και, μερικές φορές, όπως το 1971, δεκάδες χιλιάδες- άνθρωποι, συνήθως Γάλλοι, αλλά και απ’όλο τον κόσμο, επισκέφτονται αυτό το σημαδιακό μέρος μνήμης του εργατικού κινήματος. Είτε μόνοι, είτε διαδηλώνοντας, με κόκκινες σημαίες ή λουλούδια, και τραγουδώντας ενίοτε ένα παλιό τραγούδι αγάπης που έχει γίνει το τραγούδι των κομμουνάρων, το «Le Temps des Cerises». Σε αυτή τη μνήμη δεν τιμάμε έναν άνδρα, έναν ήρωα ή ένα μεγάλο σοφό, αλλά ένα πλήθος ανωνύμων, που αρνιόμαστε να ξεχάσουμε.
Όπως το έλεγε ο Βάλτερ Μπένιαμιν στις Θέσεις του «Για την έννοια της ιστορίας» (1940), η πάλη για τη χειραφέτηση δε γίνεται μόνο στο όνομα του μέλλοντος, αλλά και στο όνομα των γενεών που ηττήθηκαν. Η μνήμη των υποταγμένων προγόνων και των αγώνων τους είναι μια από τις μεγαλύτερες πηγές ηθικής και πολιτικής έμπνευσης για τη σκέψη και την επαναστατική δράση.
Η Κομμούνα του Παρισιού ανήκει, έτσι, σε αυτό που ο Μπένιαμιν ονομάζει «παράδοση των καταπιεσμένων», δηλαδή τις στιγμές εκείνες, τις προνομιούχες («μεσιανικές»), της ιστορίας που οι υποταγμένες τάξεις κατάφεραν, έστω για μια στιγμή, να σπάσουν τη συνέχεια της ιστορίας, τη συνέχεια της καταπίεσης. Σύντομες, υπερβολικά σύντομες, περίοδοι ελευθερίας, χειραφέτησης και δικαιοσύνης, που έρχονται κάθε φορά να προσφέρουν σηματοδοτήσεις και παραδείγματα για τους νέους αγώνες. Από το 1871, η Κομμούνα δεν έχει σταματήσει να προσφέρει υλικό για τη σκέψη και την πρακτική των επαναστατών, αρχίζοντας από τον ίδιο το Μαρξ -καθώς και τον Μπακούνιν- και, έπειτα, στον 20ο αιώνα, τον Τρότσκι και τον Λένιν.
2. Μαρξ και η Κομμούνα του 1871
Παρά τις διαφωνίες τους μέσα στην Πρώτη Διεθνή, μαρξιστές και ελευθεριακοί θα συνεργαστούν αδελφικά στην υποστήριξη της Κομμούνας του Παρισιού, αυτή την πρώτη μεγάλη προσπάθεια «προλεταριακής εξουσίας» στη σύγχρονη ιστορία. Βέβαια, οι αντίστοιχες αναλύσεις, του Μαρξ και του Μπακούνιν, για το επαναστατικό αυτό γεγονός, βρίσκονται στον αντίποδα. Θα μπορούσαμε να συμπυκνώσουμε τις θέσεις του πρώτου με τους εξής όρους:
«Η κατάσταση των λίγων πεπεισμένων σοσιαλιστών που συμμετείχαν στην Κομμούνα είναι εξαιρετικά δύσκολη. Θα χρειάζονταν να αντιτάξουν μια επαναστατική κυβέρνηση και στρατό στην κυβέρνηση και το στρατό των Βερσαλιών».
Απέναντι σε αυτή την ανάγνωση του εμφυλίου πολέμου στη Γαλλία, που αντιτάσσει δύο κυβερνήσεις και δύο στρατούς, η αντικρατική άποψη του δεύτερου ήταν απολύτως σαφής:
«Η Κομμούνα του Παρισιού ήταν μια επανάσταση ενάντια στο ίδιο το Κράτος, αυτό το υπερφυσικό έκτρωμα της κοινωνίας».
Ο προσεκτικός και ενήμερος αναγνώστης θα το έχει διορθώσει αυτό από μόνος του: η πρώτη άποψη είναι του ίδιου του Μπακούνιν, από το δοκίμιό του «Η Κομμούνα του Παρισιού και η έννοια του Κράτους»1. Ενώ η δεύτερη είναι παραπομπή από τον Μαρξ, από το πρώτο του δοκίμιο σύνταξης του «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, 1871»2. Εμείς εδώ τα μπλέξαμε επίτηδες, για να δείξουμε ότι οι αποκλίσεις -που ασφαλώς ήταν πραγματικές- ανάμεσα στον Μαρξ και τον Μπακούνιν, ανάμεσα σε μαρξιστές και ελευθεριακούς, δεν είναι καθόλου τόσο απλές και προφανείς όσο πιστεύεται…
Άλλωστε, ο Μαρξ χαιρετίζει το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της Κομμούνας, οι προυντονικοί ξέχασαν τις θέσεις του θεωρητικού τους, ενώ και μερικοί ελευθεριακοί παρατηρούν ευχάριστα πως τα γραπτά του Μαρξ για την Κομμούνα αφήνουν στην άκρη το συγκεντρωτισμό για χάρη του φεντεραλισμού.
Ο Καρλ Μαρξ είχε προτείνει, ως κεντρικό πολιτικό σύνθημα για τη Διεθνή Οργάνωση των Εργαζομένων -την Πρώτη Διεθνή- την εξής φόρμουλα, που την είχε εγγράψει στην Απεύθυνση προς την Ιδρυτική Πράξη της ΔΟΕ το 1846: «Η χειραφέτηση των εργαζομένων θα είναι το έργο των ίδιων των εργαζομένων». Εάν η Κομμούνα του 1871 ήταν τόσο σημαντική στα μάτια του, αυτό ήταν ακριβώς επειδή ήταν η πρώτη επαναστατική εκδήλωση αυτής της αρχής που θεμελιώνει το σύγχρονο εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα.
Η Κομμούνα, γράφει ο Μαρξ στην Απεύθυνση που συνέταξε εκ μέρους της Πρώτης Διεθνούς το 1871, με τον τίτλο «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία» (μαζί με τις σημειώσεις κατά τη συγγραφή του), δεν ήταν η εξουσία ενός κόμματος ή μιας ομάδας, αλλά «ουσιαστικά η κυβέρνηση της εργατικής τάξης», μια «κυβέρνηση του λαού από τον λαό», δηλαδή, «η ανάκτηση από τον λαό για τον λαό της ίδιας της δικής του κοινωνικής θέλησης»3. Για αυτό και δεν μπορούσε να αρκεστεί στο «να κατακτήσει» τον υπαρκτό κρατικό μηχανισμό: έπρεπε να τον «διαλύσει» και να τον αντικαταστήσει με μια άλλη μορφή πολιτικής εξουσίας, όπως το έκαναν οι Κομμουνάροι ήδη από το πρώτο τους Διάταγμα -με την κατάργηση του μόνιμου στρατού και την αντικατάστασή του από τον ένοπλο λαό. Νά τί έγραφε ο Μαρξ σε μια επιστολή προς τον φίλο του Kugelmann, στις 17 Απριλίου 1871, δηλαδή κατά τις πρώτες εβδομάδες της Κομμούνας: «Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μου “18 Μπρουμέρ”, σημειώνω όπως θα το δεις αν το ξαναδιαβάσεις ότι η επόμενη προσπάθεια επανάστασης στη Γαλλία θα πρέπει να επικεντρωθεί, όχι στο να αλλάξει χέρια η γραφειοκρατική και στρατιωτική μηχανή, όπως γινόταν ώς τώρα, αλλά στο να διαλυθεί. Αυτή είναι η πρώτη προϋπόθεση κάθε αληθινής λαϊκής επανάστασης στην ήπειρο. Και αυτό είναι που έκαναν οι ηρωικοί μας σύντροφοι στο Παρίσι»4.
Αυτό που μοιάζει κρίσιμο για τον Μαρξ δεν είναι μόνο η κοινωνική νομοθεσία της Κομμούνας, αφού μερικά μέτρα, όπως ο μετασχηματισμός των εργοστασίων που εγκαταλείπονταν από τους ιδιοκτήτες τους σε εργατικούς συνεταιρισμούς, είχαν μια σοσιαλιστική δυναμική. Το κύριο ήταν η πολιτική της σημασία ως εξουσία των εργαζομένων. Όπως το γράφει στην Απεύθυνση του 1981, «αυτή η νέα Κομμούνα, που συντρίβει την εξουσία του σύγχρονου κράτους» ήταν το έργο «απλών εργατών», που «για πρώτη φορά τολμούν να αγγίξουν το προνόμιο να κυβερνούν οι “φυσικά ανώτεροι”, οι κατέχοντες”»5.
Η Κομμούνα δεν ήταν ούτε προϊόν συνωμοσίας ούτε μια πράξη δύναμης, ήταν «ο λαός που ενεργεί ο ίδιος για τον εαυτό του». Η ανταποκριτής της εφημερίδας Daily News δεν μπορεί να βρει κανέναν αρχηγό που να διαθέτει «την υπέρτατη αρχή», πράγμα που κάνει τον Μαρξ να σχολιάζει ειρωνικά: «Αυτό σοκάρει τον αστό που χρειάζεται τόσο πολύ τα πολιτικά είδωλα και τους “μεγάλους άνδρες”»6. Ασφαλώς, οι αγωνιστές της Πρώτης Διεθνούς έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα γεγονότα, αλλά η Κομμούνα δεν μπορεί να ερμηνευτεί με βάση την παρέμβαση μιας πρωτοποριακής ομάδας. Απέναντι στις συκοφαντίες της αντίδρασης, που παρουσίαζαν την εξέγερση ως μια συνωμοσία της ΔΟΕ, ο Μαξ έγραφε: «Η αστική σκέψη, γεμάτη αστυνομικό πνεύμα, φαντάζεται φυσικά τη Διεθνή Οργάνωση Εργαζομένων σαν να ήταν καμία μυστική συνωμοτική οργάνωση της οποίας η επικεφαλής κεντρική αρχή θα διέταζε, κάθε τόσο, εκρήξεις στη μία ή στην άλλη χώρα. Η Οργάνωσή μας, στην πραγματικότητα, δεν είναι τίποτε άλλο από την ίδια τη διεθνή σχέση που ενώνει τους πιο προχωρημένους εργάτες των διάφορων χωρών του πολιτισμένου κόσμου. Σε όποιο μέρος, με όποια μορφή, σε όποιες συνθήκες και να πάρει πιο συνεκτική μορφή η πάλη των τάξεων, είναι απολύτως φυσικό τα μέλη της Οργάνωσής μας να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της»7.
Εάν ο Μαρξ μιλάει πότε για εργάτες πότε για «λαό», αυτό το κάνει γιατί έχει συνείδηση πως η Κομμούνα δεν είναι μόνο έργο της τάξης των προλετάριων με την αυστηρή έννοια, αλλά και τμημάτων των φτωχοποιημένων μεσαίων τάξεων, διανοουμένων, γυναικών από διάφορα κοινωνικά στρώματα, φοιτητών και στρατιωτών, όλων ενωμένων γύρω από την κόκκινη σημαία και από το όνειρο μιας Κοινωνικής Δημοκρατίας. Χωρίς να μιλήσουμε για τους αγρότες, που δεν ήταν μέσα στο κίνημα, αλλά χωρίς την υποστήριξη των οποίων η εξέγερση του Παρισιού δεν θα μπορούσε παρά να αποτύχει.
Μια άλλη πλευρά της Κομμούνας στην οποία δίνει έμφαση ο Μαρξ είναι ο διεθνιστικός της χαρακτήρας. Ασφαλώς ο λαός του Παρισιού εξεγείρεται το 1871 ενάντια στους αστούς πολιτικούς που συμβιβάστηκαν και συμφιλιώθηκαν με τον Μπίσμαρκ και τον πρωσικό στρατό. Αλλά το εθνικό αυτό αντανακλαστικό δεν παίρνει καθόλου εθνικιστική μορφή. Όχι μόνο εξαιτίας του ρόλου των αγωνιστών του γαλλικού τμήματος της 1ης Διεθνούς, αλλά και επειδή η Κομμούνα καλεί αγωνιστές από όλα τα έθνη. Η αλληλεγγύη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργαζομένων και οι συγκεντρώσεις για την υποστήριξη της Κομμούνας που έγιναν στο Μπρεσλάου και σε άλλες γερμανικές πόλεις, με πρωτοβουλία σοσιαλιστών εργατών, είναι η έκφραση αυτής της διεθνιστικής σημασίας της εξέγερσης του παρισινού λαού. Όπως θα το γράψει ο Μαρξ σε μια απόφαση που υιοθετήθηκε σε συγκέντρωση εορτασμού της επετείου της Κομμούνας το Μάρτιο του 1872, οι κομμουνάροι είναι «η ηρωική πρωτοπορία… του απειλητικού στρατού του παγκόσμιου προλεταριάτου»8.
3. Το άλμα τίγρη στο παρελθόν: Οκτώβρης 1917
Υπάρχει, σύμφωνα με τον Βάλτερ Μπένιαμιν (πάντα στις Θέσεις του 1940), μια μοναδική συμπύκνωση ανάμεσα σε μια τωρινή στιγμή της πάλης των καταπιεσμένων και σε ένα πολύ συγκεκριμένο γεγονός του παρελθόντος, μιας μοναδικής εικόνας του παρελθόντος που κινδυνεύει να χαθεί αν δεν αναγνωριστεί. Αυτό είναι που έγινε στη ρώσικη επανάσταση του 1905. Μόνο ο Λέον Τρότσκι είδε αυτή τη συμπύκνωση ανάμεσα στην Κομμούνα του 1871 και στον αγώνα των ρώσικων σοβιέτ το 1905: στον πρόλογό του για τη ρωσική έκδοση των γραπτών του Μαρξ για την Κομμούνα, πρόλογος που γράφτηκε το Δεκέμβρη του 1905, παρατηρεί ότι το παράδειγμα του 1871 δείχνει πως «σε μια πιο καθυστερημένη χώρα, το προλεταριάτο μπορεί να φτάσει στην εξουσία πιο νωρίς απ’ό,τι σε μια προχωρημένη καπιταλιστική χώρα». Όμως, από τη στιγμή που βρεθούν στην εξουσία, οι ρώσοι εργαζόμενοι θα οδηγηθούν, όπως και στην Κομμούνα, να υιοθετήσουν μέτρα που συνδυάζουν τη διάλυση του απολυταρχισμού με τη σοσιαλιστική επανάσταση9.
Το 1905-1906, ο Τρότσκι ήταν απολύτως απομονωμένος στην υποστήριξη του μοντέλου του 1871 για τη ρώσικη επανάσταση. Ακόμα και ο Λένιν, παρά τις επικρίσεις του κατά της μενσεβίκικης τακτικής για υποστήριξη της αντι-τσαρικής αστικής τάξης, αρνιέται να θεωρήσει την Κομμούνα ως παράδειγμα για το εργατικό κίνημα στη Ρωσία. Στο έργο του, «Οι δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας», του 1905, επικρίνει την Κομμούνα του Παρισιού, γιατί αυτή θα είχε «συγχύσει τους στόχους της πάλης για δημοκρατία με τους στόχους της πάλης για το σοσιαλισμό», πράγμα που εξηγεί και γιατί «μια δική μας κυβέρνηση [η μελλοντική ρώσικη επαναστατική δημοκρατική κυβέρνηση] δεν πρέπει να της μοιάσει»10.
Τα πράγματα θα γίνουν πολύ διαφορετικά το 1917. Ήδη από τις «Θέσεις του Απρίλη», ο Λένιν παίρνει την Κομμούνα του Παρισιού ως υπόδειγμα για τη Δημοκρατία των Σοβιέτ που προτείνει ως στόχο για τη δημοκρατική πολιτεία και την πάλη για το σοσιαλισμό. Η ιδέα αυτή θα αναπτυχθεί ακόμα περισσότερο στο έργο του «Κράτος και επανάσταση» καθώς και σε όλα τα άλλα γραπτά του Λένιν στη διάρκεια του 1917. Η ταύτιση με τους κομμουνάρους είναι μάλιστα τόσο έντονη που, όπως θυμούνται οι σύγχρονοί του, ο Λένιν γιόρτασε με περηφάνια τη μέρα που -μόλις μερικούς μήνες μετά τον Οκτώβρη του 1917- η εξουσία των Σοβιέτ είχε καταφέρει να ξεπεράσει σε διάρκεια την Κομμούνα του 1871.
Η Οκτωβριανή επανάσταση είναι λοιπόν ένα εντυπωσιακό παράδειγμα της ιδέας που προτείνει ο Βάλτερ Μπένιαμιν στις Θέσεις του: κάθε αυθεντική επανάσταση δεν είναι μόνο ένα άλμα προς το μέλλον, είναι ταυτόχρονα και ένα «άλμα τίγρη προς το παρελθόν», ένα διαλεκτικό άλμα προς μια στιγμή του παρελθόντος που είναι γεμάτο από τον «παρόντα χρόνο» (Jetztzeit).
Τόσο ο Μαρξ και ο Ένγκελς, όσο και ο Λένιν ή ο Τρότσκι, έχουν επικρίνει μερικά από τα πολιτικά ή στρατηγικά λάθη της Κομμούνας: για παράδειγμα, το ότι δεν πήραν τα λεφτά της Τράπεζας της Γαλλίας, το ότι δεν επιτέθηκαν στις Βερσαλίες, το ότι περίμεναν τον εχθρό στα οδοφράγματα σε κάθε συνοικία. Ωστόσο, επίσης αναγνώρισαν στα γεγονότα αυτά μια πρωτόγνωρη στιγμή της σύγχρονης ιστορίας, την πρώτη προσπάθεια για «επίθεση στον ουρανό», την πρώτη εμπειρία κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης των καταπιεσμένων τάξεων.
4. Επικαιρότητα της Κομμούνας του Παρισιού τον 21ο αιώνα
Η κάθε γενιά έχει τη δική της ανάγνωση, τη δική της ερμηνεία για την Κομμούνα του 1871, με βάση την ιστορική της εμπειρία, τις ανάγκες του σημερινού της αγώνα, των βλέψεων και των ουτοπιών που την κινητοποιούν. Ποιά θα ήταν η σημερινή της επικαιρότητα από την άποψη της ριζοσπαστικής αριστεράς και των κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων στις αρχές του 21ου αιώνα, από τους Ζαπατίστες της Τσιάπας έως το «κίνημα των κινημάτων», το αντιπαγκοσμιοποιητικό;
Ασφαλώς, η μεγάλη πλειονότητα των αγωνιστών και ακτιβιστών σήμερα δεν ξέρει και πολλά για την Κομμούνα. Ωστόσο, ανάμεσα στην εμπειρία της παρισινής Άνοιξης του 1871 και στις εμπειρίες των σημερινών αγώνων υπάρχουν ορισμένες συγγένειες, ορισμένες απηχήσεις, που αξίζει να αναδειχθούν:
α) Η Κομμούνα ήταν ένα κίνημα αυτο-χειραφέτησης, αυτο-οργάνωσης, πρωτοβουλίας από τα κάτω. Κανένα κόμμα δεν επιχείρησε να υποκαταστήσει τις λαϊκές τάξεις, καμία πρωτοπορία δεν θέλησε να «πάρει την εξουσία» στη θέση των εργαζομένων. Οι αγωνιστές του γαλλικού τμήματος της Πρώτης Διεθνούς ήταν από τους πιο ενεργούς οπαδούς της λαϊκής εξέγερσης, αλλά δεν θέλησαν καμιά στιγμή να εξυψωθούν σε αυτο-ανακηρυγμένη «ηγεσία» του κινήματος, δεν προσπάθησαν σε καμιά στιγμή να μονοπωλήσουν την εξουσία ή να περιθωριοποιήσουν τα άλλα πολιτικά ρεύματα. Οι εκπρόσωποι της Κομμούνας εκλέγονταν δημοκρατικά ανά συνοικία και υποβάλλονταν συνεχώς στον έλεγχο της βάση τους.
β) Με άλλα λόγια: η Κομμούνα του 1871 ήταν ένα πλουραλιστικό και ενωτικό κίνημα, στο οποίο συμμετείχαν οπαδοί του Προυντόν ή (πιο λίγοι) του Μαρξ, ελευθεριακοί και ιακωβίνοι, μπλανκιστές και «κοινωνικοί δημοκράτες». Ασφαλώς, υπήρχαν διαφωνίες και συζητήσεις, μερικές φορές ακόμα και πολιτικές συγκρούσεις μέσα στα δημοκρατικά εκλεγμένα όργανα της Κομμούνας. Αλλά στην πράξη, όλοι δρούσαν μαζί, σέβονταν ο ένας τον άλλον, συγκέντρωναν μαζί τα πυρά τους στον εχθρό και όχι στον αδελφικό αγωνιστή με τον οποίο είχαν διαφωνίες. Τα ιδεολογικά δόγματα των μεν και των δε βάραιναν λιγότερο από τους κοινούς στόχους: την κοινωνική χειραφέτηση, την κατάργηση των ταξικών προνομίων. Όπως το παρατηρεί ο ίδιος ο Μαρξ, οι ιακωβίνοι ξέχασαν τον αυταρχικό τους συγκεντρωτισμό και οι προυντονικοί τις «αντι-πολιτικές» τους αρχές.
γ) Όπως το είδαμε και πιο πάνω, ήταν ένα αυθεντικά διεθνιστικό κίνημα, με συμμετοχή αγωνιστών από πολλές χώρες. Η Κομμούνα εκλέγει επικεφαλής της πολιτοφυλακής της έναν πολωνό επαναστάτη (Dombrowicz), ενώ για επίτροπο εργασίας βάζει έναν ουγγρο-γερμανό εργάτη (Leo Frankel). Ασφαλώς η αντίσταση στην πρωσική κατοχή έπαιξε κρίσιμο ρόλο για το ξέσπασμα της Κομμούνας, αλλά το κάλεσμα των γάλλων εξεγερμένων προς το γερμανικό λαό και τη σοσιαλδημοκρατία, εμπνευσμένο από την ουτοπία των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», δείχνει αυτή τη διεθνιστική ευαισθησία.
δ) Παρά το βάρος της πατριαρχίας στη λαϊκή κουλτούρα, η Κομμούνα διακρίνεται από την ενεργητική και μαχητική συμμετοχή γυναικών. Η ελευθεριακή αγωνίστρια Λουίζ Μισέλ και η ρωσίδα επαναστάτρια Ελισαμπέτ Ντμίτριεφ είναι από τις πιο γνωστές, αλλά και χιλιάδες άλλες γυναίκες -που η βερσαγιέζικη αντίδραση τις χαρακτήρισε με μίσος και οργή ως «πατσαβούρες»11– συμμετείχαν στις συγκρούσεις τον Απρίλη και Μάη του 1871.
Στις 13 Απριλίου, οι εκπρόσωπες των γυναικών έστειλαν στην Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμούνας, ένα κείμενο που καταγράφει τη βούληση πολλών γυναικών να συμμετάσχουν στην υπεράσπιση του Παρισιού, στη βάση του ότι «η Κομμούνα αντιπροσωπεύει την ανώτερη αρχή που θέλει την κατάργηση κάθε προνομίου, κάθε ανισότητας και, έτσι, δεσμεύεται να συνυπολογίσει τα δίκαια αιτήματα όλου του πληθυσμού, χωρίς διάκριση φύλου -διάκριση που δημιουργήθηκε και συντηρήθηκε από την ανάγκη επιβολής ανταγωνισμού στον οποίο βασίζονται τα προνόμια των κυρίαρχων τάξεων».
Το κείμενο αυτό υπογράφεται από τις εκπροσώπους – μέλη της Κεντρικής Επιτροπής των Πολιτών: Adélaïde Valentin, Noémie Colleville, Marcand, Sophie Graix, Joséphine Pratt, Céline Delvainquier, Aimée Delvainquier, Elisabeth Dmitrieff.
ε) Χωρίς συγκεκριμένο σοσιαλιστικό πρόγραμμα, τα κοινωνικά μέτρα της Κομμούνας -για παράδειγμα η απόδοση στους εργάτες των εργοστασίων που εγκαταλείπονται από τα αφεντικά τους- είχαν μια ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική δυναμική.
Είναι προφανές ότι τα χαρακτηριστικά των λαϊκών εξεγέρσεων στην εποχή μας (για παράδειγμα, η ζαπατίστικη εξέγερση του 1994, η εξέγερση του λαού του Μπουένος Άιρες το 2001, η εξέγερση που οδήγησε σε αποτυχία το πραξικόπημα κατά του Τσάβες στη Βενεζουέλα το 2002 ή η εξέγερση κατά του αχρείου προέδρου Πινιέρα στη Χιλή το 2019 -για να αναφέρουμε απλώς μερικά πρόσφατα παραδείγματα από τη Λατινική Αμερική) είναι πολύ διαφορετικά από του εξεγερμένου Παρισιού το 1871. Αλλά και πολλές από τις πλευρές αυτής της πρώτης προσπάθειας κοινωνικής χειραφέτησης των καταπιεσμένων παραμένουν εντυπωσιακής επικαιρότητας και αξίζουν να τροφοδοτήσουν τη σκέψη για τις νέες γενιές. Χωρίς μνήμη του παρελθόντος και των αγώνων του δεν θα υπάρχει και αγώνας για την ουτοπία του μέλλοντος.