Γράφει ο Δημήτρης Βαρελτζής
Η επιβολή του νόμου θα ευχόμασταν να γίνεται με προσφορά τριαντάφυλλων. Δεν έχει καταστεί αυτό δυνατό. Η επιβολή του νόμου εμπεριέχει στοιχεία αναγκαστικότητας (…). Το ξύλο είναι στοιχείο αναγκαστικότητας
Η παραπάνω δήλωση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια κοινοτυπία, από την πλευρά του Μάκη Βορίδη. Στι 13/11, λίγες ώρες μετά την εισβολή της αστυνομίας στην ΑΣΟΕΕ, και λίγες ημέρες πριν την 41η επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, δεν μας έκανε σοφότερους σχετικά με το πώς «σκέφτεται» ο κρατικός μηχανισμός.
Γιατί όμως, η συγκεκριμένη διακήρυξη του Βορίδη, που φυσικά δεν στερούνταν κυνικότητας αν σκεφτεί κανείς το πλαίσιο μέσα στο οποίο διατυπώθηκε, δεν είχε τίποτα ουσιαστικό να προσφέρει, πέρα από θέαμα προς κατανάλωση; Γιατί η προσπάθειά του να άρει τον μυστικισμό που περιβάλει τις διαδικασίες επιβολής του νόμου, μας αποκαλύπτει κάτι το οποίο ήδη γνωρίζουμε καθιστώντας την περιττή;
Μια απάντηση, σοβαρή μάλιστα, θα μπορούσε να είναι το γεγονός ότι ένα σημαντικό κομμάτι του ανταγωνιστικού κινήματος, εκείνες τις ημέρες ήρθε ιδιαίτερα κοντά με την κρατική αναγκαστικότητα, ένα άλλο δε, διατηρεί μέχρι σήμερα την μνήμη αντίστοιχων εμπειριών.
Η εμβέλεια ωστόσο, και η εμπέδωση της συγκεκριμένης θέσης, υπερβαίνει το ανταγωνιστικό κίνημα και την σημαντική εμπειρία του.
Αφορά το κοινωνικό σώμα ως τέτοιο. Για να το πούμε διαφορετικά, ένας φιλελεύθερος θα μπορούσε επαναδιατυπώνοντας, να αφήσει άθικτη την ουσία όσων αποκάλυψε ο Βορίδης « η ελευθερία του ενός τελειώνει εκεί που ξεκινάει του άλλου». Να λοιπόν μια πιο όμορφη φράση, η οποία μάλιστα βρίσκεται στο κατώφλι κάθε αστικής δημοκρατίας αφού δεν υπάρχει μαθήτρια και μαθητής που δεν έχει εκπαιδευτεί πάνω σε αυτή την παραδοχή.
Στην παραδοχή δηλαδή ότι δεν υφίσταται «κοινωνία πολιτών» χωρίς τον αναγκαίο περιορισμό της ελευθερίας. Και κάπου εδώ, εκκινεί η αυτονομιμοποίηση του Κράτους ως εκείνης της δύναμης που προλαμβάνει την υπέρβαση των ορίων της ελευθερίας, της δύναμης που σε τελική ανάλυση, συγκροτείται σαν συντεταγμένη έννομη τάξη διαμέσου της δημιουργίας των προυποθέσεων για την εφαρμογή του δικαίου. Με άλλα λόγια, αν δεν υπάρχει η δύναμη -το Κράτος- που την οριοθετεί και την τεμαχίζει, η κοινωνία δεν μπορεί να απολαύσει την ελευθερία!
Δεν υπάρχει ελευθερία, χωρίς εκείνη τη δύναμη που την καταστέλλει, θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε, ελευθερία χωρίς βία δηλαδή. Και μάλιστα όχι βία γενικά, βία θεσμοθετημένη, διότι το κράτος δια της έννομης τάξης έχουν αναλάβει τον ιστορικό καθήκον να μετέρχονται την βία. Να απονέμουν με λίγα λόγια δικαιοσύνη. Έτσι, σχηματίζεται ένα τρίγωνο μεταξύ δικαίου-βίας-δικαιοσύνης, θεμέλιο της κρατικότητας, με αποκλειστικούς ιδιοκτήτες την συντεταγμένη έννομη τάξη.
Υπό αυτή την έννοια, συζητώντας για κάποιο από τα σκέλη αυτού του τριγώνου, αγγίζουμε και τα άλλε δυο. Η συζήτηση περί βίας είναι συζήτηση για το πώς παράγεται το δίκαιο, και αντίστροφα πώς αυτό εφαρμόζεται. Κυρίως όμως είναι η διαδικασία απονομής δικαιοσύνης που δεν μπορεί να «περπατήσει» χωρίς την βία. Και για να επιστρέψουμε στο Βορίδη, είναι ο φόβος της απώλειας αυτού του σπουδαίου προνομίου που τον κάνει να λέει όμορφα από τα κανάλια της τηλεόρασης, ότι του ανήκει.
ΗΡΘΕ Ο ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ
Όλα τα παραπάνω πετάχτηκαν στο καλάθι των σκουπιδιών το βράδυ της 6ης Δεκέμβρη του 2008. Η ομαλή εξέλιξη της ιστορίας διεκόπη. Η «κοινωνία των πολιτών» έπαψε προσωρινά να υπάρχει ως τέτοια, σαν αποπολιτικοποιημένο σώμα που επανακτά την πολιτική του συνοχή μπροστά στην κάλπη. Οι εξεγερμένοι του Δεκέμβρη αναδείχθηκαν σε υποκείμενο που δημιουργεί την ιστορία, χωρίς να έχουν την αξίωση να λάβουν τη θέση του κυρίαρχου που εξαιρεί.
Δημιούργησαν όμως μια κατάσταση εξαίρεσης. Εκείνες τις ημέρες το μονοπώλιο του κράτους στη βία, μονοπώλιο στο ποιος απονέμει εν τέλει Δικαιοσύνη, αποσπάστηκε βιαίως, ήταν για μια στιγμή αυτό το υποκείμενο της εξέγερσης, οι εργάτριες, οι φοιτητές, οι μαθήτριες, που διέρρηξαν την ομαλή αναπαραγωγή του Κράτους, για πρώτη φορά ίσως μεταπολιτευτικά. Επανοηματοδότησαν την έννοια της Δικαιοσύνης, την έσυραν έξω από τα δικαστήρια, τοποθετώντας την στον δρόμο, στις καταλήψεις, στον πυρήνα των εγχειρημάτων κοινωνικής αντιεξουσίας.
ΜΝΗΜΗ
Εκτός από εμάς, μνήμη έχει και το Κράτος. Και μάλιστα η μνήμη εκείνων των ημερών έχει εγγραφεί στους μηχανισμούς του, η αναζήτηση ρεβάνς επανέρχεται κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες.
Είναι γνωστή η φετινή ιδέα του Χρυσοχοΐδη. Να θέσει προθεσμία οικειοθελούς εκκένωσης των καταλήψεων μέχρι την 5η Δεκέμβρη. Γιατί όμως επιλέγει να δημιουργήσει ένταση γύρω από αυτές τις ημέρες, τις τόσο πυκνές σε νοήματα. Θέλει να προσφέρει για μια ακόμα φορά στο κοινό του, να επιβεβαιώσει στους εκλογείς της κυβέρνησης ότι καλώς εμπιστεύθηκαν αυτούς ως τους πιο ισχυρούς στον κοινωνικό ανταγωνισμό; Όλα αυτά και κάτι ακόμα: Η επανοηματοδότηση του Δεκέμβρη είναι σημαντική και για το Κράτος.
Έχει ανάγκη, η ημέρα αυτή να οριστεί από μια νίκη του, απέναντι στην μνήμη αλλά και την πολιτική παρακαταθήκη του Δεκέμβρη. Απέναντι στην ύπαρξη χώρων όπου ζεί το πολιτικό, που ανανεώνεται, αναζητά νέους τρόπους.
ΜΕ ΤΣΙΓΑΡΑ ΚΑΙ ΣΦΥΡΙΧΤΡΑ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΣΕΙΣΜΟ
Από την μία, η επιμονή του Κράτους να επιβεβαιώνει τον ρόλο του ως κυρίαρχο, ξηλώνοντας ανταγωνιστικά νοήματα, καταστέλλοντας στη σφαίρα του πραγματικού. Από την άλλη εμείς, με τη γνώση ότι «ούτε οι νεκροί μας δεν θα ‘ναι ασφαλείς από τον εχθρό, εάν αυτός νικήσει». Αυτό το τελευταίο, η συνθήκη της αναμνημόνευσης όταν συναντάται με την δράση στο παρόν, είναι που δημιουργεί αποφασιστικές παρεμβάσεις στον ιστορικό χρόνο.
Συναστρία βίας λοιπόν, σε μία μέρα οπού το κυρίαρχο νόημα τέθηκε το βράδυ της δολοφονίας του Α. Γρηγορόπουλου, και σήμερα η κρατική μηχανή ζητά, περνώντας πάνω από τις δομές του ανταγωνιστικού κινήματος, να το λησμονήσουμε. Κρίμα για αυτούς.
Σημείωση: Παραπομπές στο κείμενο δεν υπάρχουν. Η λογική του έργου του Βάλτερ Μπένγιαμιν «Για μια κριτική της Βίας» (επιχειρείται να) διατρέχει το κείμενο.