Η κλιμάκωση στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, με αφορμή το μνημόνιο συνεργασίας Τουρκίας-Λιβύης, σηματοδοτεί ένα νέο γύρο επικίνδυνης «διαπραγμάτευσης» στην περιοχή για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου.
Το τουρκικό κράτος έκανε πράξη την προειδοποίησή του να διεξαγάγει έρευνες κατά βούληση στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), ακυρώνοντας έτσι στην πράξη τις εκχωρήσεις αδειών στην Κύπρο. Την ίδια στιγμή, το ελληνικό κράτος προσπάθησε –και απέτυχε– να δημιουργήσει ένα ασφυκτικό γεωπολιτικό πλαίσιο γύρω από την Τουρκία, με εξορύξεις στο Ιόνιο, την Κρήτη, το Αιγαίο, την Κύπρο, και όχημα τη συνεργασία ελληνικών με πολυεθνικές επιχειρήσεις (Εxxon Μobil, Τotal, ΕΛΠΕ). Την πολιτική αυτή προώθησε ταχύτατα ο ΣΥΡΙΖΑ τα προηγούμενα χρόνια, γι’ αυτό και ο ίδιος την υπερασπίζεται σήμερα σθεναρά από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ενώ, δηλαδή, η κυβέρνηση εμπλέκει τη χώρα στη δυναμική του λιβυκού εμφυλίου (βλ. συνάντηση Δένδια-Χαφτάρ), κι ενώ το υπουργείο Εθνικής Άμυνας ετοιμάζει προμήθειες πανάκριβων και φονικών νέων εξοπλιστικών συστημάτων (φρεγάτες, μη επανδρωμένα αεροσκάφη, αναβάθμιση πολεμικών αεροσκαφών), η «γραμμή» του ΣΥΡΙΖΑ είναι να πιέσουμε τις ΗΠΑ, για να πιέσουν την Τουρκία, με αντάλλαγμα την «αναβάθμιση» (πόσο ακόμα;) της στρατηγικής ελληνοαμερικανικής συνεργασίας.
Βρισκόμαστε λοιπόν σε μία συνθήκη όπου η δυναμική του τουρκικού καπιταλισμού και η αυταρχική κρατική του θωράκιση συγκρούονται με τα προνόμια και τις επικίνδυνες επιδιώξεις του ελληνικού καπιταλισμού στην περιοχή. Η ελληνική πλευρά ήθελε να υπολογίζει στο ΝΑΤΟ για να μετατρέψει το Αιγαίο σε ελληνική λίμνη. Αν η επιδίωξη αυτή σήμερα δεν δικαιώνεται, είναι γιατί η κρίση στο Αιγαίο είναι μέρος μιας τεταμένης κατάστασης στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο: στη διαχείριση της κατάστασης αυτής πρέπει να συνυπολογιστούν συμφέροντα και σκοπιμότητες των ΗΠΑ, του Ισραήλ, της Ρωσίας, της Αιγύπτου, πολλών ευρωπαϊκών «παικτών», και εσχάτως και του εύθραυστου λιβυκού καθεστώτος.
Έχουμε ήδη αρκετά δείγματα για την επικινδυνότητα της κατάστασης. Η πρόσφατη εισβολή της Τουρκίας στη Συρία, η βαναυσότητά της νωρίτερα στο Αφρίν, υπό την σιωπή των ΝΑΤΟικών συμμάχων, και η ανεμπόδιστη καταστρατήγηση του διεθνούς δικαίου και στις δύο περιπτώσεις, φανερώνουν τον ρόλο που αξιώνει το τουρκικό κράτος στην περιοχή – και τον χώρο που του παραχωρούν οι διεθνείς εταίροι του. Όσο τεταμένες κι αν είναι, από την άλλη πλευρά, οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας, η εξωτερική πολιτική των δύο χωρών λαμβάνει υπόψη την πρόσδεσή τους στο «άρμα» του ΝΑΤΟ, που αποτελεί στρατηγική επιλογή για τις άρχουσες τάξεις και στις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Οι διακρατικές σχέσεις δεν καθορίζονται κυρίως από ιδεολογικούς παράγοντες, αλλά με βάση τα συμφέροντα των τάξεων που εκπροσωπεί, και στις οποίες λογοδοτεί, η πολιτική εξουσία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ανεμπόδιστη συνεργασία των δύο χωρών στην ολοκλήρωση της κατασκευής του φαραωνικού αγωγού ΤΑP και η ανθρωποφυλακή που έχει στηθεί στο πλαίσιο της αντιπροσφυγικής συμφωνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία.
Η ελληνική πλευρά επιδιώκει την de facto διεύρυνση της ελληνικής ΑΟΖ, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση, επιχειρώντας δηλαδή, εκτός από το Αιγαίο, να διευθετήσει ζητήματα ΑΟΖ και σε Ιόνιο- Αδριατική. Σε αντίθεση με την αίσθηση πολλών, λοιπόν, το ελληνικό κράτος δεν «αμύνεται»: αποτελεί ενεργό πόλο του ανταγωνισμού, με βάση τις ιδιοτελείς επιδιώξεις και τις επικίνδυνες για την ειρήνη συμμαχίες του. Οι διαχρονικές ελληνικές διαμαρτυρίες για «διαρκείς παραβιάσεις» του ελληνικού εναέριου χώρου από την Τουρκία είναι μέρος αυτού του ανταγωνισμού: το ελληνικό κράτος και τα ΜΜΕ θεωρούν ότι ο ελληνικός εναέριος χώρος εκτείνεται πέρα από τα ελληνικά χωρικά ύδατα, πράγμα που ωστόσο δεν ισχύει για καμιά άλλη χώρα στον κόσμο. Και διαχρονικά όμως (στον «ατυχή πόλεμο» του 1897, στη Μικρασιατική Εκστρατεία, στην πολιτική των «θυλάκων» και τη χουντική εισβολή στην Κύπρο, στον εποικισμό βραχονησίδων το 1996), η ελληνική πλευρά κάθε άλλο παρά αμυνόμενη είναι.
Αντίστοιχο ρόλο στην περιοχή έχει επιδιώξει και η Τουρκία τα τελευταία χρόνια, με την εισροή κεφαλαίου στις ασθμαίνουσες βαλκανικές οικονομίες και τις αντίστοιχες στρατηγικές συμμαχίες, που τα τελευταία χρόνια έχουν υποχωρήσει λόγω της στροφής προς την Συρία και τη Μέση Ανατολή.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η ισορροπία διαταράσσεται διαρκώς με εκατέρωθεν παραβιάσεις και μικρο-επεισόδια. Ακόμη και αν, προς το παρόν, τα επεισόδια αυτά δεν συνοδεύονται από μια φρενήρη εθνικιστική και επιθετική ρητορική, η διαιώνισή τους θα ενισχύσει τον εθνικισμό στο εσωτερικό των κοινωνιών, επαναφέροντας τα «προαιώνια» μίση. Τα μίση αυτά, και μαζί η διαρκής απειλή μιας ένοπλης σύγκρουσης, είναι αναγκαία για να εμπεδωθεί μια νέα πραγματικότητα στο εσωτερικό των δύο κοινωνιών: για να σβήσει η μνήμη κινημάτων, αντιστάσεων, νικών και ηττών.
Η δράση ενάντια στον επικίνδυνο ανταγωνισμό Ελλάδας-Τουρκίας πρέπει να έχει στον πυρήνα της την ειρηνική συνύπαρξη των λαών. Οφείλουμε να κοιτάξουμε την πραγματικότητα συνολικά και σε βάθος: στη συνθήκη που διανύουμε, ο εθνικισμός, ο μιλιταρισμός και το κλίμα φόβου διεκδικούν κοινωνικά ερείσματα και επιχειρούν να διευρύνουν την έννοια του «εχθρού». Είναι η στιγμή που, δίπλα στην εσωτερική απειλή –τους μετανάστες, τους «τεμπέληδες» εργαζομένους/ες, το ανταγωνιστικό κίνημα, τους «τρομοκράτες»–, εμφανίζεται διαρκώς ο εξωτερικός κίνδυνος: στο όνομα της επικράτησης επί του δεύτερου, θα αυξάνεται διαρκώς η πίεση στον πρώτο.
Είναι για όλους αυτούς τους λόγους που η Αριστερά δεν μπορεί να υιοθετεί την επιχειρηματολογία και τη ρητορική των «εθνικοφρόνων» για εθνικά συμφέροντα. Ο αντίπαλος των Τούρκων αντιφρονούντων είναι το τουρκικό κράτος. Ο δικός μας αντίπαλος βρίσκεται πρώτα στη χώρα μας.
• Λέμε όχι στις εξοπλιστικές δαπάνες, που εν μέσω λιτότητας είναι απλά εξοργιστικές
• Λέμε όχι στις γεωτρήσεις στο Αιγαίο, γιατί αποτελούν προπαρασκευή μιας οικολογικής καταστροφής, υπονομεύουν την ειρηνική συνύπαρξη στην περιοχή και προσδένουν Ελλάδα και Τουρκία στο άρμα επικίνδυνων γεωστρατηγικών ανταγωνισμών και αδηφάγων οικονομικών συμφερόντων.
Είναι η ώρα να υπερασπιστούμε σε κάθε χώρα την ειρήνη. Ο διεθνισμός, η αλληλεγγύη των λαών, η πολιτική για την υπεράσπιση της ζωής, είναι τα όπλα μας απέναντι στο τέρας του πολέμου και τα σύννεφα θανάτου στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
Συνάντηση για μια αντικαπιταλιστική διεθνιστική αριστερά.