Στις 23/9 μπήκε αιφνιδιαστικά στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΔΕΗ το θέμα για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας. Όπως αποδείχθηκε μετά από λίγες ώρες, η απόφαση αυτή κάθε άλλο παρά αποτελούσε μια διαχειριστική απόφαση ως προς το επενδυτικό πρόγραμμα, αλλά μια κατ’ εξοχήν πολιτική απόφαση για την -δια της πλαγίας- ολοκληρωτική ιδιωτικοποίηση του τομέα του ηλεκτρισμού στην Ελλάδα. Γιατί η είδηση δεν ήταν η ίδια η ανακεφαλαιοποίηση, αλλά η απόφαση του βασικού μετόχου που είναι το δημόσιο, να μην συμμετάσχει σε αυτήν και να περιορίσει το ποσοστό συμμετοχής του από το 51% στο 34%. Ενδεικτικό του άγχους να περάσει στα ψιλά είναι τόσο το χρονοδιάγραμμα που όπως φαίνεται θα είναι εξαιρετικά σύντομο (η διαδικασία μερικής ιδιωτικοποίησης του ΔΕΔΔΗΕ διήρκησε περισσότερο από 2 χρόνια), αλλά και η μέθοδος που επιλέχθηκε.
Τα θέματα που προκύπτουν είναι πολλαπλά και δεν είναι τυχαίο ότι ήδη εκκρεμεί εισαγγελική έρευνα σχετικά με τις διακυμάνσεις της τιμής της μετοχής τις ημέρες πριν την ανακοίνωση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου. Ωστόσο, το βασικό ζήτημα είναι ότι οι συνέπειες ενός τέτοιου γεγονότος θα είναι τεκτονικές για το ενεργειακό σύστημα της χώρας, για το κόστος των αγαθών και το επίπεδο διαβίωσης της πλειοψηφίας του κοινωνικού συνόλου. Η απόφαση αυτή δεν σηματοδοτεί την απελευθέρωση του ενεργειακού συστήματος από τον «δεσποτισμό του κράτους» όπως επικαλείται η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ. Αυτό έχει θεσμοθετηθεί εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες, και σήμερα το 40% των καταναλωτών και το 60% της παραγωγής είναι εκτός της ΔΕΗ. Η απόφαση αυτή αφορά την πλήρη απεμπόληση της ευθύνης και δυνατότητας του κράτους να εγγυάται στοιχειωδώς την λαϊκή πρόσβαση στα ενεργειακά αγαθά.
- Το πρώτο και βασικό αποτέλεσμα μιας τέτοιας εξέλιξης θα είναι η περαιτέρω αύξηση της τιμής του ρεύματος. Διότι έστω και μερικώς, με αντιφάσεις, η ΔΕΗ ασκούσε κοινωνική πολιτική τις προηγούμενες δεκαετίες. Την περίοδο της οικονομικής κρίσης υπήρξε σχετική ανοχή σε απλήρωτους λογαριασμούς νοικοκυριών και διατήρηση των τιμολογίων σε σταθερές τιμές. Αντίθετα, η πίεση από πλευράς των ιδιωτών προμηθευτών ήταν στην κατεύθυνση αύξησης των τιμών και των διακοπών σε περίπτωση χρεών. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο μια από τις πρώτες κινήσεις της κυβέρνησης της ΝΔ ήταν η αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ το Σεπτέμβρη του 2019.
Σήμερα ειδικά που το κόστος ενέργειας αυξάνεται (η τιμή του φυσικού αερίου έχει πενταπλασιαστεί από την άνοιξη του 2020), οι ιδιώτες προμηθευτές φιλοδοξούν να περάσουν στους καταναλωτές το σύνολο των αυξήσεων και μοναδικός ανασταλτικός παράγοντας είναι ο φόβος για την εμπορική πολιτική που θα ακολουθήσει η ΔΕΗ. Μετά από την απόσυρση του δημοσίου από την ΔΕΗ, αυτή θα μετατραπεί ολοκληρωτικά και οριστικά από μια εταιρεία «κοινής ωφέλειας», σε μια εταιρία που ως αποκλειστικό στόχο θα έχει την εξυπηρέτηση των μετόχων και την μεγιστοποίηση των κερδών. Αποτέλεσμα θα είναι η εκτίναξη του κόστους ενέργειας. Αυτό θα έχει διπλή επίδραση, τόσο απευθείας στην γιγάντωση της ενεργειακής φτώχειας εφόσον μεγάλη μερίδα της κοινωνίας δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί στα αυξημένα τιμολόγια, αλλά και στην φτώχεια διότι αύξηση του κόστους της ενέργειας θα οδηγήσει σε αύξηση του κόστους των προϊόντων.
- Το δεύτερο αποτέλεσμα θα είναι η απόσυρση του ελέγχου του κράτους από τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό του ενεργειακού συστήματος. Οι ενεργειακές κρίσεις είναι ξανά στην ημερήσια διάταξη και σήμερα η ΕΕ βρίσκεται εντός μιας τέτοιας κρίσης. Πυροδοτούνται όχι μόνο από τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, αλλά και από την εμπιστοσύνη του νεοφιλελευθερισμού στο «αόρατο χέρι» των αγορών, το οποίο όμως κυρίως επικεντρώνεται στην βραχυπρόθεσμη κερδοφορία. Άλλωστε αν κάποιος τις προβλέψει σωστά, οι κρίσεις μπορεί να αποτελέσουν ευκαιρία και δεν είναι απαραίτητα ένα απευκταίο ενδεχόμενο για τις αγορές. Ωστόσο, η μεγάλη μερίδα της κοινωνίας, οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι όσο περισσότερο εκτεθειμένοι είναι στην αγορά και λιγότερο προστατευμένοι μέσω των κοινωνικών πολιτικών, τόσο χειρότερα ζουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ενεργειακή κρίση του Τέξας τον Φεβρουάριο του 2021, την περίοδο ενός πρωτοφανούς ψύχους που αντικειμενικά γεννούσε αυξημένες ανάγκες θέρμανσης για τον πληθυσμό, η τιμή του ρεύματος αυξήθηκε έως και 200 φορές. Αντίστοιχα, στις σημερινές συνθήκες, της αυξημένης τιμής του κόστους του ηλεκτρισμού, αντί να υπάρχει μια συγκροτημένη κρατική πολιτική συγκράτησης των τιμών, δεσπόζουν τα χρηματιστηριακά παιχνίδια με τις τιμές του CO2 στο χρηματιστήριο ρύπων και στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
- Η τρίτη επίπτωση είναι η ιδιωτικοποίηση της ενεργειακής μετάβασης. Η κλιματική κρίση καθιστά απαραίτητη την μετάβαση σε ενεργειακά συστήματα χαμηλότερων εκπομπών CO2 σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Η μετάβαση αυτή απαιτεί τεράστιες επενδύσεις, οι οποίες θα τείνουν να αυξάνουν το κόστος της ενέργειας. Το κεντρικό ερώτημα των επόμενων δεκαετιών θα είναι ποιος θα πληρώσει αυτό το κόστος και αν κάποιος θα κερδίσει επιπλέον. Βασική προϋπόθεση προκειμένου να μην επιβαρυνθούν τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα είναι να γίνει μέσω δημόσιων επενδύσεων και να διασφαλιστεί ότι το κόστος αυτό δεν θα διογκώνεται από ιδιωτικά κέρδη. Απαραίτητο για κάτι τέτοιο είναι να υπάρχει μια ενεργειακή εταιρία υπό δημόσιο έλεγχο. Η απόσυρση του δημοσίου από την ΔΕΗ είναι ένα ηχηρό σήμα ότι η ενεργειακή μετάβαση αντί για πολιτική αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης πρόκειται να γίνει ακόμα περισσότερο ένα πεδίο κερδοφορίας των λίγων.
- Το τέταρτο ζήτημα είναι το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας. Είναι ενδεικτικό ότι αυτή την στιγμή η χρηματιστηριακή αξία της ΔΕΗ είναι περίπου 1.9 δις ευρώ, ενώ η πώληση του 49% του ΔΕΔΔΗΕ (μίας από τις πέντε θυγατρικές της ΔΕΗ) έγινε στην τιμή των 2.1 δις ευρώ. Η χρηματιστηριακή αξία της ΔΕΗ καθόλου δεν αντανακλά την αξία της όχι για το κοινωνικό σύνολο, αλλά ούτε καν για τα ίδια τα funds. Συνεπώς το όποιο αντίτιμο θα δοθεί, θα είναι σαφώς χαμηλότερο αυτού που θα αντιστοιχούσε και πολύ μικρότερο της ζημιάς που θα προκληθεί.
Η απόσυρση του κράτους από την ΔΕΗ έρχεται ως συνέχεια πολιτικών εκπορευόμενων από την ΕΕ και τις ελληνικές κυβερνήσεις που εφαρμόζονται εδώ και περίπου δύο δεκαετίες. Κοινός τόπος η ενίσχυση των ιδιωτών και η απόσυρση του κράτους από τις ενεργειακές υποδομές (δίκτυα, παραγωγή, κατανάλωση). Ωστόσο, η ενέργεια αποτελεί ένα κοινωνικό αγαθό όπως και το νερό, ακριβώς διότι είναι απαραίτητο στοιχείο του σύγχρονου τρόπου ζωής. Το προσδόκιμο ζωής συνδέεται άμεσα με την πρόσβαση σε ενεργειακά αγαθά και την εξάλειψη της ενεργειακής φτώχειας. Η διαχείρισή του ως εμπόρευμα έχει ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση των όρων ζωής των πολλών υπέρ της αύξησης της κερδοφορίας των πολύ μεγάλων ομίλων και των funds τα οποία αγοράζουν τα μερίδια των ενεργειακών εταιρειών που πουλά (ή παραχωρεί) το κράτος. Η απώλεια του κρατικού ελέγχου της ΔΕΗ είναι ίσως ο κρισιμότερος κόμβος στην διαδικασία αυτή, με αποτελέσματα που θα διαρκέσουν δεκαετίες και θα είναι δύσκολα αναστρέψιμα. Άλλωστε ένα τέτοιο γεγονός θα ανοίξει το δρόμο και για ένα ντόμινο ιδιωτικοποιήσεων και σε άλλους τομείς, στους οποίους το πολιτικό κόστος θα είναι και αρκετά πιο περιορισμένο.
Είναι απαραίτητο οι εργαζόμενοι στον ενεργειακό κλάδο, αλλά κυρίως το μαζικό κίνημα να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη και να ανοίξουν τον δρόμο για μια αντίστροφη πορεία. Μια πορεία προς την καθολική πρόσβαση στην ενέργεια για το σύνολο των ανθρώπων ανεξάρτητα από το εισόδημά τους, μια πορεία για την εξάλειψη της ενεργειακής φτώχειας, των σπιτιών χωρίς ρεύμα του 21ου αιώνα. Που στόχο έχει να βγάλει την ενέργεια από την σφαίρα της αγοράς και να την θέσει ως κοινωνικό αγαθό στην υπηρεσία του συνόλου, καθολικά προσβάσιμο και περιβαλλοντικά φιλικό. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τον ισχυρό δημόσιο έλεγχο της κοινωνίας και των εργαζομένων στο ενεργειακό σύστημα και την συλλογική ιδιοκτησία των βασικών υποδομών.
Συνάντηση – Αναμέτρηση