Μάθετε περισσότερα για την ιδρυτική μας συνδιάσκεψη 7-8-9 Ιανουαρίου 2022.
Συντρόφισσες/φοι,
Καταθέτω εδώ (και μετά από παρότρυνση των συντρόφων της Συνέλευσης Βορείων Αθήνας) κάποιες σκέψεις που μου γεννήθηκαν με την ανάγνωση των Θέσεων για την Ιδρυτική Συνδιάσκεψη, με τις οποίες εκτιμώ ότι οι σκέψεις αυτές κατά βάση βαδίζουν παράλληλα, ή και τέμνονται, ενώ σε κάποια σημεία υιοθετούν (πιθανώς) διαφορετικές προτεραιότητες και ιεραρχήσεις καθηκόντων σε σχέση με αυτά που προτείνει το κείμενο των Θέσεων.
Το κείμενο σκιαγραφεί ένα συνοπτικό περίγραμμα της περιόδου των 40 χρόνων του νεοφιλελευθερισμού, τα αποτελέσματα της οποίας βαραίνουν καθοριστικά πάνω και στις σημερινές εξελίξεις, και που κατά την άποψή μου δεν θα μπορούσαμε να τα παρακάμψουμε στα πλαίσια μιας συζήτησης που στοχεύει στην ίδρυση ενός νέου αριστερού πολιτικού υποκειμένου. Η κωδικοποιημένη περιγραφή καλύπτει τον ευρύτερο δυτικοευρωπαϊκό χώρο όπου με ελάχιστες παραλλαγές κυριάρχησε ο νεοφιλελευθερισμός, που εμφανίζει μια εντυπωσιακά ενιαία εικόνα. Τα επιμέρους στοιχεία της είναι τα εξής:
- Το κομμουνιστικό κίνημα και η Αριστερά συνολικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο βρίσκονται, από το 1980 και μετά, σε μια πορεία συνεχούς υποχώρησης. Τα μεγάλα ΚΚ της Δ. Ευρώπης της δεκαετίας του 1970 (Ιταλικό, Γαλλικό, Ισπανικό, κ.ά.) είτε εξαφανίστηκαν, είτε περιθωριοποιήθηκαν. Η στρατηγική του λεγόμενου «δημοκρατικού δρόμου» με την οποία έφθασαν στη διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας έχει χρεωκοπήσει. Η ίδια η υπέρβαση του σταλινισμού μέσω μιας από τις διάφορες εκδοχές ευρωκομμουνισμού έχει εγκαταληφθεί στα αζήτητα της ιστορίας.
- Παράλληλα, οι οργανωμένες δυνάμεις της αριστεράς όλων ανεξαρτήτως των ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων (από τα αυτοδιαχειριστικά μέχρι τα μ/λ) που αντιπολιτεύονταν εξ αριστερών τα συστημικά αριστερά κόμματα, όχι μόνο δεν καρπώθηκαν μέρος της φθοράς τους, αλλά τα ακολούθησαν στην πορεία της παρακμής τους. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι από αυτή την άποψη η περίπτωση της Ιταλικής και της Γαλλικής εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
- Τα άλλοτε πανίσχυρα εργατικά συνδικάτα Γαλλίας Βρετανίας Γερμανίας, Ιταλίας, κλπ, μετά από μια σειρά από διαδοχικές ήττες (που στην πραγματικότητα ξεκίνησαν αμέσως μετά την κρίση του 1973 και σχετίζονταν με την αδυναμία τους να απαντήσουν στην πρόκληση των αναδιαρθρώσεων του φορντικού μοντέλου της μεγάλης παραγωγικής αλυσίδας) βρίσκονται σήμερα παροπλισμένα, χωρίς ουσιαστική δυνατότητα αντίστασης απέναντι στα συνεχή κύματα μεταρρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, και σαφώς σε μια θέση άμυνας απέναντι στις κυβερνητικές – εργοδοτικές πρωτοβουλίες. Είναι ενδεικτικό το ότι όπου εμφανίστηκαν μαζικές πολιτικές συγκρούσεις που απείλησαν το ήπιο πολιτικό κλίμα (πχ. Το κίνημα των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία), αυτές δεν οργανώθηκαν από τα παραδοσιακά αριστερά συνδικάτα, πολύ συχνά δεν είχαν σαφές ιδεολογικό πρόσημο και πάντως δεν καλλιέργησαν κανενός είδους ώσμωση μεταξύ κινήματος και συνδικαλιστικής / κομματικής οργάνωσης.
- Ο μαρξισμός ως επαναστατική θεωρία αλλά και ως πολιτική ιδεολογία μαζών βρίσκεται μάλλον στο κατώτερο σημείο τουλάχιστον ολόκληρης της περιόδου μετά το 1917. Η ανάλυση πχ των μετασχηματισμών του κράτους ή η κατανόηση της χ/π κρίσης με βάση τα θεωρητικά εργαλεία του μαρξισμού απασχολεί σχεδόν αποκλειστικά κάποιους ακαδημαϊκούς ερευνητές, απομονωμένους από την αριστερά ως συλλογικό διανοούμενο. Το ίδιο το σύνθημα της ανάγκης της σύμφυσης του μαρξισμού και του εργατικού κινήματος ως προϋπόθεσης για την αμοιβαία γονιμοποίησή και των δυο, φαντάζει ως σύνθημα μιας άλλης εποχής. (Και εδώ ισχύει ό,τι αναφέρθηκε προηγουμένως: Αυτό που βρίσκεται σε υποχώρηση δεν είναι μόνο η τριτοδιεθνιστική-σταλινική κωδικοποίηση του μαρξισμού που κυριάρχησε ήδη από τη δεκαετία του 1930, αλλά όλα ανεξαιρέτως τα ιστορικά θεωρητικά ρεύματα, «αιρετικά» ή «ορθόδοξα», που εμφανίστηκαν ως ο «μαρξισμός της σύγχρονης εποχής»).
- Συνολικά, η αριστερά με μαρξιστικές αναφορές, μετά και την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ, έχει εισέλθει σε μια φάση βαθιάς κρίσης, χωρίς ορατή διέξοδο. Η κρίση αυτή σε κάποιες περιπτώσεις, όπως πχ η ελληνική, εγκυμονεί τον κίνδυνο εξαφάνισης από το πολιτικό προσκήνιο όλων των πολιτικών ρευμάτων πέραν των σοβιετικού τύπου ΚΚ, ενώ σε κάποιες άλλες, όπως η πλειονότητα των πάλαι ποτέ «σοσιαλιστικών» χωρών, η αριστερά εκπροσωπείται πλέον αποκλειστικά από κάποια εθνικιστικά μορφώματα – μετεξελίξεις των μηχανισμών της σταλινικής περιόδου. Μάλιστα, στην περίοδο που εγκαινιάστηκε με την χ/π κρίση του 2008, η κρίση αυτή προσλαμβάνει κάποτε και εκφυλιστικά χαρακτηριστικά: Ενδεικτική εδώ είναι η περίπτωση της Ιταλικής Αριστεράς, με τον ακραίο κατακερματισμό των δυνάμεών της και τις απόπειρες υπέρβασής του με τραγελαφικά σχέδια τύπου «λίστα Τσίπρα» (…), αλλά και το πιο πρόσφατο πανευρωπαϊκό γεγονός της διείσδυσης σε όλα τα ρεύματα της ευρωπαϊκής αριστεράς ιδεών συνωμοσιολογίας, ανορθολογισμού, υπεράσπισης του δικαιώματος άρνησης του εμβολιασμού, κλπ., ενδεικτικό ενός επικίνδυνου ιδεολογικού αποπροσανατολισμού μετά από δεκαετίες παραίτησης από τη διαπάλη μεταξύ αξιακών συστημάτων και ιδεών.
- Η υποχώρηση της αριστεράς και των αριστερών ιδεών δεν προέκυψε σε συνθήκες πολιτικού κενού, αλλά στο έδαφος της επιθετικής απέναντι στα λαϊκά συμφέροντα στρατηγικής του νεοφιλελευθερισμού. Μέσα από τις πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις που συνεπάγονταν οι σαρωτικές μεταρρυθμίσεις του νεοφιλελευθερισμού δεν προέκυψε μόνο η ανάκληση του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου, και η αναίρεση των εργατικών κατακτήσεων της περιόδου, αλλά και η οργάνωση μιας νέας κοινωνικής συναίνεσης στη βάση των ιδεών και των αξιών της ελεύθερης αγοράς και του κοινωνικού δαρβινισμού. Προοδευτικά, σε πολλές (αν όχι στις περισσότερες) χώρες της Ευρώπης εμφανίστηκε ένα νέο πολιτικό τοπίο, όπου η μεν σοσιαλδημοκρατία απορροφήθηκε από την κύρια πολιτική δύναμη του νεοφιλελευθερισμού, ή ακόμα και ηγήθηκε της νεοφιλελεύθερης αντιμεταρρύθμισης, και παράλληλα τη θέση της ως του βασικού «αντιπάλου» της κυρίαρχης συστημικής διαχείρισης καταλαμβάνει πλέον μια ξενοφοβική ακροδεξιά της εθνικής αναδίπλωσης και της συνολικής κοινωνικής οπισθοδρόμησης.
- Όσον αφορά την Ελλάδα, και παρά τα επιφαινόμενα (νέοι εκλογικοί συσχετισμοί, άνοδος του Σύριζα στην Κυβέρνηση, αξιωματική αντιπολίτευση με υπολογίσιμη κοινοβουλευτική δύναμη, κλπ), η παραπάνω βασική εικόνα δεν αλλάζει ουσιωδώς. Και αυτό γιατί αυτό που ενδιαφέρει εδώ δεν είναι τα εκλογικά ποσοστά των κομμάτων αλλά οι κοινωνικοί συσχετισμοί. Οι σημερινοί κοινωνικοί συσχετισμοί κεφαλαίου και εργασίας δεν έχουν καμιά σχέση με τους αντίστοιχους συσχετισμούς στις παραμονές της κρίσης του 2010 (ο οδοστρωτήρας των μνημονιακών μεταρρυθμίσεων βάρυνε αποφασιστικά πάνω τους, διαμορφώνοντας νέες προσδοκίες και στάνταρ διαβίωσης για τον «αποδεκτό» εργατικό μισθό), και πολύ περισσότερο δεν έχουν καμιά σχέση με τους κοινωνικούς, ιδεολογικούς και πολιτικούς συσχετισμούς που επέτρεψαν (αν δεν επέβαλαν) τη δρομολόγηση ενός εγχειρήματος κοινωνικής αναδιανομής στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
- Η βασική εικόνα παραμένει ίδια με αυτή της υπόλοιπης νεοφιλελεύθερης Ευρώπης και από μια άλλη άποψη: Κατά παρόμοιο τρόπο με τα αριστερά σχήματα που άσκησαν αριστερή κριτική σε προγράμματα αριστερής κυβερνητικής διαχείρισης, τόσο το ΚΚΕ, όσο και οι μικρές δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που δεν είχαν έτρεφαν αυταπάτες σχετικά με τις προθέσεις και τις δυνατότητες του Σύριζα δεν έπεισαν για τη δυνατότητά τους να προτείνουν μιαν άλλη ρεαλιστική στρατηγική διεξόδου. (Μάλιστα, ένα μέρος αυτού του χώρου, ειδικά αυτό που επένδυσε στην προοπτική της ρήξης με την ΕΕ και την έξοδο από το ευρώ υπό μια έννοια χρεώθηκε επίσης την αποτυχία της διαπραγμάτευσης και την τελική συνθηκολόγηση της κυβέρνησης Σύριζα.) Η ΛΑΕ, η κύρια δύναμη που προέκυψε από τις φυγόκεντρες τάσεις στους κόλπους του Σύριζα το καλοκαίρι του 2015 αποδείχτηκε ένα μόρφωμα σημαιοφόρος αριστερού εθνικισμού, πολύ μακριά από τις απαιτήσεις ενός σύγχρονου ριζοσπαστικού αριστερού λόγου με διεθνιστικές και αντικαπιταλιστικές αναφορές. Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν για το κόμμα της Κωνσταντοπούλου, ενώ και το ΜΕΡΑ25 απλά πασχίζει να νεκραναστήσει τις καλύτερες στιγμές του Σύριζα της περιόδου 2012-14. Συνολικά, παρά τις σημαντικές αλλά χωρίς συνέχεια κινηματικές αναλαμπές (δίκη και καταδίκη της Χ.Α., ένταση της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, κλπ.), όλα τα ρεύματα της ευρύτερης αριστεράς βιώνουν σήμερα μια κρίση αξιοπιστίας ή κρίση στρατηγικής (ΚΚΕ), είτε και τα δυο (Σύριζα).
- Και επειδή η πολιτική, όπως και η φύση απεχθάνεται το κενό, ταυτόχρονα με την υποχώρηση της αριστεράς και των ιδεών της, βγαίνουν ή αρχίζουν να βγαίνουν από το χρονοντούλαπο της κοινωνικής απαξίωσης οι ιστορικά καταδικασμένες ιδεολογίες (επομένως και κοινωνικές συμπεριφορές) του μισαλλόδοξου εθνικισμού, του ρατσισμού (πολιτισμικού αλλά και φυλετικού), του ποικιλόμορφου σεξισμού, και εν τέλει, του ίδιου του φασισμού. Η ίδια η αναβίωση του φασισμού δεν είναι ένα τέχνασμα ή μυστικό όπλο που εξαπολύει η αστική τάξη για να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους της, αλλά (όπως και η υποχώρηση του αντικαπιταλιστικού κινήματος) αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων.
- Η ανάλυση και τελικά η υπέρβαση των αδιεξόδων της κατεστημένης αριστεράς έχει επιχειρηθεί δεκάδες φορές στη διάρκεια των σαράντα χρόνων νεοφιλελευθερισμού, μέσα από πρωτοβουλίες πολιτικών ρήξεων, ανασυνθέσεων μετωπικών συνεργασιών, πολιτικών ομάδων, περιοδικών, κλπ, που ξεκινούσαν από τις πιο διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες. Τα εγχειρήματα αυτά, αφού διέγραψαν μια λίγο ως πολύ βραχύβια τροχιά στο στερέωμα της «άλλης» αριστεράς, και αφού αφιερώθηκαν σ’ αυτά, αμέτρητες ώρες μαζικής δράσης, πολιτικού ακτιβισμού και πολιτικών συνεδριάσεων, έσβησαν χωρίς να δικαιώσουν τις φιλοδοξίες όσων ανέλαβαν τις αντίστοιχες πρωτοβουλίες. Το πολύ πιο σοβαρό ωστόσο είναι ότι ελάχιστα από αυτά τα εγχειρήματα άφησαν μια παρακαταθήκη που θα μπορούσε να εμπνεύσει και να λειτουργήσει ως πολιτικό και ιδεολογικό εφόδιο μελλοντικών εγχειρημάτων.
Σήμερα, ή μάλλον μετά το οδυνηρό για την εξωκοινοβουλευτική αριστερά εκλογικό αποτέλεσμα του 2019, υπάρχει η αίσθηση ότι τα αδιέξοδα αυτά έχουν γίνει συνείδηση ενός μεγάλου μέρους των οργανωμένων ή παροπλισμένων αγωνιστών και του ευρύτερου κοινωνικού ακροατηρίου τους. Παρ’ όλα αυτά, ο οργανωμένος δημόσιος διάλογος για την «ανασύνθεση» ή «ανασυγκρότηση» του χώρου της διάσπαρτης αντικαπιταλιστικής αριστεράς διεξάγεται για μια ακόμα φορά μέσω πολλαπλών παράλληλων και επομένως ασύμπτωτων πρωτοβουλιών που αποφεύγουν να δουν κατάματα την ενοχλητική πραγματικότητα, που δεν τολμούν να διερευνήσουν τις χρόνιες κακοδαιμονίες, τις αγκυλώσεις και τις πολιτικές και θεωρητικές ανεπάρκειες της εκτός των τειχών αριστεράς, που την καταδικάζουν σε ένα ρόλο περιθωρίου που αναλώνεται σε σισύφειες προσπάθειες.
Αν είναι έτσι τα πράγματα, θα είχε μάλλον πολύ μεγαλύτερη σημασία από μια συζήτηση πχ. για το «μεταβατικό πρόγραμμα», ένας διάλογος για τους λόγους για τους οποίους η «αριστερά του πεζοδρομίου» φαίνεται καταδικασμένη να σπαταλά το καλύτερο έμψυχο δυναμικό σε σισύφειους αγώνες χωρίς αύριο, ενώ την ίδια ώρα το μεν ΚΚΕ έχει σταθεροποιήσει τη θέση του ως εκπρόσωπος της εργατικής τάξης και αυθεντικός εκφραστής της μαρξιστικής θεωρίας, και η κοινωνική οπισθοδρόμηση κερδίζει συνεχώς νέο έδαφος.
Γιατί, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ένα γνωστό απόφθεγμα που συχνά αποδίδεται στον Αϊνστάιν ενώ στην πραγματικότητα ανήκει στην Ρίτα Μέι Μπράουν, παράνοια είναι το να επιχειρείς το ίδιο πράγμα επανειλημμένως και να προσδοκάς διαφορετικά αποτελέσματα.
Χρήστος Βαλλιάνος, Συνέλευση Βορείων Αθήνας