Η πρόσφατη όξυνση της έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο, με επίκεντρο την ελληνοτουρκική σύγκρουση σε σχέση με την ΑΟΖ, αποτελεί μονάχα το τελευταίο επεισόδιο ενός ανταγωνισμού των κυρίαρχων τάξεων των δύο χωρών, του οποίου το τίμημα όμως θα κληθούμε να πληρώσουμε εμείς, οι υποτελείς τάξεις.
Το εκρηκτικό κλίμα το οποίο δημιουργείται τις τελευταίες μέρες από τις κυβερνήσεις, εθνικιστικούς κύκλους και τα ΜΜΕ αποτελεί εξαιρετικό κίνδυνο και για τους δύο λαούς. Στην πραγματικότητα αυξάνονται οι πιθανότητες να χυθεί το αίμα ανθρώπων προκειμένου να εξυπηρετηθούν οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα. Όλα αυτά μάλιστα τη στιγμή που θα έπρεπε να είμαστε ενάντια στις εξορύξεις πετρελαίου παντού και όχι μόνο σε μια περιοχή όπου θα μπορούσε να δημιουργηθεί θερμό επεισόδιο.
Ας μιλήσουμε ξεκάθαρα λοιπόν. Όσον αφορά τους υδρογονάνθρακες, να μείνουν στον πάτο του Αιγαίου (και της υπόλοιπης Ελλάδας αν υπάρχουν). Από εκεί και πέρα, η παρούσα κατάσταση είναι απότοκος των εθνικών μεγαλοϊδεατισμών και εθνικιστικών αφηγήσεων και των δύο χωρών. Πράγματι, η Τουρκία τον τελευταίο καιρό έχει κινηθεί επιθετικά τόσο σε διπλωματικό, με την παράτυπη κήρυξη ΑΟΖ χωρίς την απαιτούμενη διαπραγμάτευση με την Ελλάδα και τις υπόλοιπες εμπλεκόμενες χώρες, όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο, με την εμπλοκή της σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους στην Ανατολική Μεσόγειο (Συρία, Λιβύη) με ξεκάθαρο στόχο την εισχώρηση κυριολεκτικά με την στο οικονομικό και γεωπολιτικό παιχνίδι που διαδραματίζεται στην περιοχή. Ωστόσο, για την έναρξη του ανταγωνισμού, υπεύθυνη είναι η παράλογη ελληνική θέση αποκλεισμού της Τουρκίας. Είναι μια θέση η οποία δεν μπορεί να στηριχθεί λογικά, καθώς το Καστελόριζο δεν έχει απλά μεγαλύτερη ΑΟΖ από το σύνολο των νότιων τουρκικών παραλίων, αλλά λειτουργεί και ασφυκτικά για την Τουρκία. Επίσης, δεν στηρίζεται νομικά καθώς σε αντίστοιχες περιπτώσεις τα διεθνή δικαστήρια δεν έχουν δεχτεί τις ελληνικές θέσεις περί «μέσης γραμμής».
Τελικά, αντί οι ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά να εκκινούν από διαστρεβλωμένες θέσεις οι οποίες εθίζουν την κοινή γνώμη σε μια ψευδή εθνικιστική πραγματικότητα, θα έπρεπε να επιλέξουν το δρόμο του διαλόγου και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών. Δυστυχώς, ακολουθούν τον αντίθετο δρόμο, αυτόν που οδήγησε, με κύρια ευθύνη της ελληνικής πλευράς, τόσο στη δημιουργία του Κυπριακού πριν από δεκαετίες όσο και στην πρόσφατη τελμάτωσή του, που οδηγεί στη διχοτόμηση. Είναι ο ίδιος δρόμος που ανοίγει τον ασκό του Αιόλου του εθνικισμού και του μιλιταρισμού, που δημιουργεί το φαύλο κύκλο της αλληλεξάρτησης των κυβερνήσεων με το σωβινισμό και την πολεμοκαπηλία.
Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα η διατύπωση του αυτονόητου ως διπλωματικής θέσης, δηλαδή της ανάγκης διαλόγου μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας, Κύπρου, Λιβύης και Αιγύπτου προκειμένου να κηρυχθούν ΑΟΖ στην περιοχή, θα είχε αποτέλεσμα να σιγάσουν τα τύμπανα του πολέμου αλλά και να εμποδιστούν τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα οι εξορύξεις.
Από την μία, ο μόνος νόμιμος τρόπος κήρυξης ΑΟΖ είναι η διακρατική συμφωνία μετά από διαπραγμάτευση. Από την άλλη, τόσο η Ελλάδα οφείλει να πολιτευτεί στο ζήτημα της ΑΟΖ στην Ν.Α. Μεσόγειο, όπως έκανε πρόσφατα στην αντίστοιχη με την Ιταλία στο Ιόνιο, όσο και η Τουρκία να τηρήσει τις διεθνείς δικαστικές αποφάσεις για τις δοκιμαστικές γεωτρήσεις σε αμφισβητούμενα ύδατα (υπόθεση Γκάνας/Ακτής Ελεφαντοστού, το 2015).
Για εμάς είναι ξεκάθαρο πως ο μόνος δρόμος στην παρούσα συγκυρία είναι η προσπάθεια ειρηνικής επίλυσης κάθε διαφοράς από τα ανταγωνιζόμενα κράτη και ο αγώνας λαών και κινημάτων για ειρήνη και κοινωνική δικαιοσύνη.
Εξάλλου, δεν είναι δυνατόν να χυθεί αίμα για τα συμφέροντα των πολυεθνικών. Με τον τουρκικό λαό δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα, με τις πετρελαϊκές μας χωρίζει κυριολεκτικά το μέλλον του κόσμου.