*Κείμενο Συμβολής του Παναγιώτη Αντωνίου και του Λευτέρη Καρχιμάκη
Η προσπάθεια που εκκινεί στις 8 και 9 Δεκέμβρη για την δημιουργία ενός νέου υποκειμένου στους κόλπους της Αντικαπιταλιστικής αριστεράς, δεν έρχεται σαν κεραυνός εν αιθρία. Αντίθετα είναι η συνάντηση όλων εκείνων που δεν μπορούν να χωρέσουν στα υπάρχοντα σχέδια προκάτ, και επιθυμούν να ανοίξουν έναν γόνιμο διάλογο για έναν δημιουργικό αντικαπιταλισμό στο σήμερα, που αύριο θα μπορεί να οδηγήσει στον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα.
Αυτό προφανώς δεν μπορεί να σημαίνει από μεριάς μας, την απουσία μακροπρόθεσμης στρατηγικής και μεσοπρόθεσμης τακτικής. Τουναντίον, σημαίνει ότι δίχως να περιοριζόμαστε από υφιστάμενες αναλύσεις, και χωρίς να ετεροκαθοριζόμαστε από υπάρχοντα «κλειστά» ερωτήματα και στεγανοποιημένα δίπολα, επιλέγουμε να θέσουμε εμείς τα στρατηγικά ερωτήματα για την Νέα Αριστερά, ψηλαφίζοντας πιθανές απαντήσεις αλλά θέτοντας ταυτόχρονα τις απαντήσεις αυτές υπό συνεχή διακύβευση.
Ποια όμως θα μπορούσαν να είναι κάποια τουλάχιστον από τα ερωτήματα που θα καθορίσουν την στρατηγική μας ;
Για εμάς τα ερωτήματα που καλούμαστε να απαντήσουμε πηγάζουν:
-Από μια συγκυρία όπου το κεφάλαιο δεν γνωρίζει σύνορα και όπου η απουσία μίας σύγχρονης αριστερής ριζοσπαστικής διεθνιστικής ενναλακτικής υπέρ των καταπιεσμένων, αφήνει περιθώρια για την παγκόσμια έξαρση της ακροδεξιάς και του εθνικισμού.
-Από την ανάγκη να βρεθούμε, να εμπνεύσουμε, να πείσουμε, να δώσουμε πολιτική και βιοτική διέξοδο στην βάναυσα πληττόμενη πλειοψηφία, η οποία ακόμη αδυνατεί να θεωρήσει την αριστερά ως ενναλακτική στα προβλήματα της .
-Από την ιστορική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και της ταχύτατης ενσωμάτωσης του στο μπλοκ των κυρίαρχων και μέσα από τους κρατικούς μηχανισμούς.
Έτσι προκύπτουν και 3 βασικοί στρατηγηκοί άξονες : «Η σχέση της αριστεράς με υπερεθνικές δομές», «Αριστερά και Οικονομία», «Αριστερά-Κράτος-Κυβέρνηση».
Η σχέση της αριστεράς με υπερεθνικές δομές ή αλλιώς ΕΕ αντί ΕΕ
Ένα από τα βασικά δίπολα τα οποία αξιοποιούν σχεδόν όλοι οι υπάρχοντες σχηματισμοί της Αριστεράς είναι το ΕΕ αντι-ΕΕ. Η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε στον σκληρό και άρα αμετάβλητο πυρήνα της ΕΕ βρίσκονται η επιβολή των τεχνοκρατών στη δημοκρατία και την πολιτική,των συμφερόντων του κυρίαρχου 1% έναντι των δικών μας, η υπεροχή των λογιστικών αριθμών επί των αναγκών μας και ο θεσμοθετημένος αποκλεισμός του λαϊκού παράγοντα από τα forum λήψης των αποφάσεων.
Είναι λοιπόν προφανές, ότι μια στρατηγική ρήξης με την ΕΕ είναι αναπόφευκτη. Αυτό που όμως δεν είναι αναπόφευκτο, είναι η υπάρχουσα αριστερή «μάτρα», όπου η ρήξη με την ΕΕ συνεπάγεται την επιστροφή στο έθνος κράτος. Όταν το κεφάλαιο δεν γνωρίζει σύνορα, οι πολιτικοί σου αντίπαλοι στο διεθνές πεδίο έχουν την δυνατότητα να σε εξαθλιώσουν άμεσα και μακροπρόθεσμα, και με τον κίνδυνο της πολιτικής ηγεμονίας της ακροδεξιάς υπαρκτό, μια Νέα Αριστερά οφείλει να βρει μια ενναλακτική.
Μια πιθανή λύση, σε αυτό το φαινομενικά γόρδιο δεσμό είναι η δημιουργία διεθνών δεσμών με κοινή ευρωπαϊκή στρατηγική ώστε όταν επιχειρηθεί η ρήξη να προκαλέσει ένα ντόμινο πολιτικών εξελίξεων που θα καταστήσουν την ίδια την ύπαρξη της ΕΕ στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή αδύνατη. Συνδυαστικά με το παραπάνω είναι απαραίτητη η, σε προηγούμενο χρόνο, ευρωπαϊκή πολιτική ηγεμονία ενός σχεδίου που θα περιγράφει μια δημοκρατική πολιτική ένωση, με τις ανάγκες των λαών στο επίκεντρο, η οποία θα αγγίζει τα άκρα όρια ενός χαλαρού φεντεραλισμού.
Πως όμως θα μπορούσαμε να καταφέρουμε έναν τέτοιο φαινομενικά Ηράκλειο άθλο ;
Σε ένα πρώτο επίπεδο χρειάζεται, η επικοινωνία και η από κοινού δράση των λαϊκών κινημάτων των ευρωπαϊκών χωρών σε μεγάλα «event» επίδειξης πολιτικής κυριαρχίας του αντιπάλου και απέναντι σε πολιτικές που υποβαθμίζουν τις ζωές των ανθρώπων από τα στενά του Γιβραλτάρ μέχρι τον Έβρο. Κάτι τέτοιο μπορεί να αρχίσει να οικοδομείται και εν τέλει να επιτευχθεί μέσα από τα γνωστά από την ιστορική εμπειρία forum, από την αξιοποίηση των συντροφ@ που διαμένουν μόνιμα στο εξωτερικό προκειμένου να ανοιχθεί ένας συγκροτημένος διάλογος με οργανωμένες δυνάμεις της ευρωπαϊκής αριστεράς κ.α.
Τα παραπάνω ωστόσο αν και αναγκαία, δεν είναι ικανή προϋπόθεση για τον στόχο που θέσαμε. Για να τα καταφέρουμε, χρειάζεται να έχει δημιουργηθεί σε κοινό χρόνο η προδιάθεση σε μεγάλες μερίδες (όχι απαραίτητα παντού πλειοψηφικές) των Ευρωπαϊκών λαών για την δημιουργία μιας νέας πολιτικής κοινότητας. Με την σειρά του αυτό προϋποθέτει μια ολιστική ιδεολογική αντεπίθεση. Αυτή μπορεί να ξεκινάει από την οικοδόμηση πολιτικών χώρων ανταλλαγής κινηματικών εμπειριών και απόψεων, σε επίπεδο τόσο περιφερειακό (πχ Νότος, Βοράς,Βαλκάνια κλπ), να περνάει από την αναζωπύρωση του θεωρητικού διαλόγου γύρω από ζητήματα όπως «παγκοσμιοποίηση vs οικουμενικότητα», την ανάδειξη ευρωπαϊκών πόλων αντιπληροφόρησης και να καταλήγει στην συγκρότηση κάποιας μορφής ευρωπαϊκού συλλογικού διανοουμένου.
Να ξεκαθαρίσουμε σε αυτό το σημείο ότι θεωρούμε αδύνατη την ταχεία μαράζωση της ΕΕ και την εξίσου άμεση ανάδυση ενός νέου Ευρωπαϊκού πολιτικού μορφώματος, ακόμα και αν έχουμε επιτύχει όλους τους παραπάνω στόχους. Επομένως είναι λογικό πως ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός θα δεχθεί πολυδιάστατες πιέσεις με τις πιο προφανείς να είναι η έξαρση κι υποστήριξη ιμπεριαλιστικών σχεδίων άλλων αστικών κρατών κι η οικονομική ασφυξία από το διεθνές και το ελληνικό κεφάλαιο. Για να ανταπεξέλθουμε με επιτυχία σε αυτές τις προκλήσεις, μάλλον θα πρέπει να καλλιεργήσουμε αυτό που θα χαρακτηρίζαμε παραδοσιακές διπλωματικές σχέσεις με χώρες και δυνάμεις με σαφή ιδεολογικό-πολιτικό προσανατολισμό πχ Δημοκρατική Ομοσπονδία Βόρειας Συρίας και Παλαιστίνη, να προωθήσουμε μια κουλτούρα αρμονικής συμβίωσης, συναδέλφωσης και συνεργασίας με τους λαούς των Βαλκανίων. Στον τομέα των οικονομικών αντιστάσεων μια λύση πρέπει να είναι η δημιουργία ενός αυτόνομου οικοσυστήματος κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας ανταγωνιστικού προς τις παραδοσιακές σχέσεις παραγωγής και κατανάλωσης που θα αποτελέσει και στήριγμα των κοινωνικών ομάδων με τις οποίες επιθυμούμε να συμπορευθούμε στις αναμενόμενες δυσκολίες που θα συναντήσουμε.
Αριστερά κι Οικονομία
Ένα ακόμα στοιχείο στρατηγικής της Νέας Αριστεράς που έχουμε ανάγκη να οικοδομήσουμε (κι ελπίζουμε όχι μόνο εμείς), είναι αυτό της οικονομίας .Ένα ερώτημα με το οποίο οι δυνάμεις του κινήματος καλούνται να αναμετρηθούν και να καταθέσουν σοβαρές προτάσεις προς την πληττόμενη από τον καπιταλισμό πλειοψηφία, αφορά τη μεταβολή του οικονομικού μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης .
Για πολλά χρόνια συμπεριλαμβανομένου του χρονικού διαστήματος της κρίσης, η παραδοσιακή αφήγηση της Αριστεράς κινούνταν στο πλαίσιο άμεσα υλικά αιτήματα-συνθηματολογία από τη μία και σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της οικονομίας σε ένα ακαθόριστο μέλλον από την άλλη. Ως προς το πρώτο σκέλος μιλούσε για ανθρώπινες εργασιακές συνθήκες και σχέσεις, Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, αύξηση(751) κατώτατου μισθού, κατάργηση ελαστικής κι επισφαλούς εργασίας, εξάλειψη ανεργίας. Κύριο μεθοδολογικό εργαλείο ήταν σαφώς οι απεργίες των εργατικών συνδικάτων. Παράλληλα σε επίπεδο λόγου έθετε σε ένα απώτερο, οριακά υπερβατικό με βιβλικούς όρους μέλλον(μετά από την κατάκτηση της εξουσίας ή και ως μορφής αυτής)το ζήτημα της κατάληψης από το εργατικό κίνημα και κοινωνικοποίησης των λεγόμενων μέσων παραγωγής.
Από την άλλη μεριά στηνόταν ανέκαθεν η αφήγηση της οικοδόμησης ελεύθερων πολιτικών χώρων(αντι-εξουσίες) από τον α/α χώρο με εργαλείο αυτό, των όσο το δυνατόν περισσότερων καταλήψεων σε κατεύθυνση ‘’έξω και από το κράτος και τις σχέσεις που ορίζει το κεφάλαιο’’. Αυτό όμως ως αντίληψη κατέληγε συχνά να παρακάμπτει το ζήτημα της ευθείας σύγκρουσης με τον ταξικό αντίπαλο και να αποφεύγει να δώσει απαντήσεις στο ερώτημα της εξουσίας.
Η Νέα Αριστερά κατά τη γνώμη μας καλείται να συγκεράσει αρμονικά κι ισορροπημένα τις παραπάνω μεθόδους ενοποιώντας τις σε ένα όραμα δημιουργικού αντικαπιταλιστικού κομμουνιστικού και δημοκρατικού οράματος με απτές προβολές της κοινωνίας του μέλλοντος στο εδώ και το τώρα. Σαφώς τα βραχυ-μεσοπρόθεσμα αιτήματα βελτίωσης των όρων ζωής και εργασίας είναι πάντοτε αιχμές και μάχες που οφείλουμε να δίνουμε μέσα από τα σωματεία μας, μεταξύ άλλων και γιατί η Αριστερά υπάρχει για να είναι κοινωνικά χρήσιμη. Όμως ακριβώς με αυτό το κριτήριο ως προμετωπίδα δε θα πρέπει να μας ικανοποιεί ένα δυνατό διεκδικητικό κίνημα, ακόμα κι αν αυτό ευαγγελίζεται την κατάληψη συνολικά των μέσων παραγωγής σε αόριστο μελλοντικό χρόνο. Θα πρέπει ήδη από τώρα σε συνθήκες μη-μεταβατικές να ξεκινήσουμε την οικοδόμηση ενός οριζόντιου δικτύου συνεργατικής κι αλληλέγγυας οικονομίας. Η φαντασία μας πρέπει να συμπορευτεί με την ανάγκη και την επιθυμία μας για σχέδιο χειραφέτησης της κοινωνικής πλειοψηφίας στο σήμερα. Η εμπλοκή ή και η εξαρχής δημιουργία συνεργατικών κι αυτοδιαχειριζόμενων εγχειρημάτων έχει να δώσει πολλά στην υπόθεσης της κοινωνικής χειραφέτησης. Αρχικά μπορεί να καλύψει υλικές ανάγκες των καταπιεσμένων που σε περιόδους δομικής κρίσης του συστήματος και προσπάθειας ανάκαμψής του μέσω νεοφιλελεύθερων αλλαγών, το συρρικνωμένο κράτος αδυνατεί αλλά και δεν προτιμά να καλύπτει. Τέτοια παραδείγματα, θα μπορούσαν να είναι καταλήψεις Στέγασης προσφύγων όπως το City Plaza, κατάληψη κι εργατικός έλεγχος εγκαταλελειμμένων εργοστασίων τύπου ΒΙΟΜΕ, αγροτικοί συνεταιρισμοί στον πρωτογενή τομέα παραγωγής προϊόντων, αλληλέγγυα ιατρεία, συνεργατικές προσπάθειες στην εστίαση, τράπεζες χρόνου ,ανταλλακτικά παζάρια κλπ. Βασικός μας στόχος θα πρέπει να είναι ο συντονισμός των παραπάνω εγχειρημάτων με στόχο την δημιουργία ολόκληρων οικοσυστημάτων κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Εντός αυτών, μπορούν τα ατομικά υποκείμενα να μετασχηματιστούν ιδεολογικά (πχ σχέσεις στο έμφυλο, δημοκρατική αντι-ιεραρχική λήψη αποφάσεων ,ελεύθερη ισότητα κι ίση ελευθερία) διαπλάθοντας τους ανθρώπους εκέινους που μπορούν να υποστηρίξουν την κομμουνιστική κοινωνία των ονείρων μας, φέρνοντας την ουτοπία όσο το δυνατόν πιο κοντά. Παράλληλα έτσι και ο κόσμος που σήμερα είναι πολύ μακριά από τις αξίες της Αριστεράς μπορεί να μεταπείθεται, όχι ακούγοντας μεγάλα λόγια αλλά βιωματικά μέσα από δομές που μπορούν να καλύψουν στο σήμερα τις ανάγκες του και να του προσφέρουν προοπτική. Τέλος, ας μην υποτιμούμε κι έναν ακόμα ρόλο αυτών των αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων. Σε μεταβατικές περιόδους ιδιαίτερα μεγάλης όξυνσης της ταξικής πάλης κι άρα κατά μέτωπο επίθεσης του κεφαλαίου στους από κάτω(πχ μη ρευστότητα, διακοπή πληρωμής μισθών και συντάξεων),αυτοί οι χώροι πέρα από χώροι ελευθερίας θα λειτουργήσουν ως εφεδρείες υλικής στήριξης των πληττόμενων μαζών.
Αριστερά-Κράτος-Κυβέρνηση
Με το παραπάνω ζήτημα της οικονομίας και δη τη λειτουργία των αυτοδιαχειριζόμενων εγχειρημάτων ανταγωνιστικά σε σχέση με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής αλλά και τη λογική του κράτους, έρχεται να συνδεθεί και το επόμενο ερώτημα που ο χώρος στρατηγικού διαλόγους που προσδοκούμε να αποτελέσει η νέα συλλογικότητα πρέπει να ψηλαφίσει. Η μετά-ΣΥΡΙΖΑ εμπειρία γεννά κάποια βασικά ερωτήματα. Θεωρούμε χρήσιμο εργαλείο μια κυβέρνηση της Αριστεράς; Ή μήπως χώροι που υποστηρίζουν ότι ‘’με καμιά κυβέρνηση δεν ξεπερνιέται η κρίση’’ εν τέλει έχουν δίκιο; Σε συνέχεια του συλλογισμού, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήθελε ή δεν μπορούσε ή θα μπορούσαν εν μέρει να ισχύουν και τα δύο;
Χωρίς μια απάντηση να είναι γραμμική κι εύκολη, νομίζουμε ότι ορισμένες παρατηρήσεις είναι χρήσιμες. Καταρχήν στο στρατηγικό αδιέξοδο στο οποίο κάνουμε την παραδοχή ότι βρίσκεται η Αριστερά σήμερα, η κυβερνητολαγνία με την οποία άλλοι χώροι που με επιφανειακή ανάγνωση, αποτιμούν ως απλή ‘’προδοσία’’ την περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ δε θα πρέπει επ ουδενί να μας απασχολεί. Τον πρώτο και τον τελευταίο ποιοτικά λόγο στην υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης θα πρέπει να έχει ένα ισχυρό κίνημα, όχι που θα τα σαρώσει όλα σε μια ‘’κόκκινη νύχτα’’ η οποία μπορεί απλώς να αποτελέσει μια φάση-στιγμή της ταξικής πάλης κι όχι το ξαφνικό αποκορύφωμά της, αλλά ένα κίνημα που όπως περιγράφηκε παραπάνω ,θα έχει πρώτα και κύρια οικοδομήσει ‘’τη δική του κοινωνία μέσα στη σάπια κοινωνία του παρόντος’’ με αντι-θεσμούς. Αυτό δε σημαίνει πως δε δίνουμε τη μάχη για την πολιτική εξουσία και την αλλαγή των συσχετισμών συνολικά. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί μόνο να επικυρώσει θεσμικά ρηξιακές αποφάσεις που έχει δρομολογήσει ο κόσμος του αγώνα και να λειτουργήσει ως εκτελεστικός βραχίονας κι όχι ως εγκέφαλος ενός κινήματος που νικά. Με αυτό-επίγνωση παρόλα αυτά των στενών ορίων της στο βαθμό που έχει προκύψει αλλά και κινείται μέσα στο αστικό κράτος(δομή και σχέσεις εξουσίας) που δεν έχει πλήρως αντικατασταθεί από τους αντι-θεσμούς μας. Η κυβέρνηση ως εργαλείο μπορεί πιθανώς να αποτελέσει χρήσιμη στιγμή για το κίνημα σε μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας.
Εν κατακλείδι, είναι προφανές ότι τόσο τα ερωτήματα όσο και οι απαντήσεις που ψηλαφίζονται σε αυτό το κείμενο είναι υποθέσεις ανοιχτές, υπό την συνεχή βάσανο της εμπειρίας που έχουμε αποκομίσει και της συλλογικής εμπειρίας που ελπίζουμε να αποκτήσουμε. Επίσης είναι βέβαιο ότι όλα αυτά δεν πρόκειται να γίνουν από την μία μέρα στην άλλη και ότι τα πισωγυρίσματα στην μακρά αυτή διαδικασία θα φαντάζουν βουνά και μπορεί να τα πρώτα βήματα να μοιάζουν αμελητέα. Δεν μπορούμε όμως παρά να είμαστε αισιόδοξοι, γιατί έχουμε το προνόμιο του ηττημένου(μάλλον συνολικά η Αριστερά ηττήθηκε), έχουμε το προνόμιο του χρόνου, κι αν είμαστε και ρομαντικοί έχουμε την ιστορία με το μέρος μας.