Πριν από λίγους μήνες, ο πρώην υπουργός οικονομικών κος Ε. Τσακαλώτος κατηγορούσε την Νέα Δημοκρατία πως παρουσιάζει τον «Ηρακλή» των τραπεζών ως τη δική της λύση ενώ αυτό το “ειδικό όχημα”, ως μοντέλο, είχε ωριμάσει ήδη επί ΣΥΡΙΖΑ. Ο κος Ζαββός, υφυπουργός οικονομικών της ΝΔ παρουσίασε, από την πλευρά του, τον ψηφισμένο από την Βουλή, πλέον, «Ηρακλή» ως δυναμική λύση, όχι μόνο για τις τράπεζες, αλλά και για τους Έλληνες πολίτες που «στενάζουν» κάτω από την έλλειψη ρευστότητας. Κατά τον κο Ζαββό λοιπόν η «απελευθέρωση» των τραπεζών από τα δεσμά των «κόκκινων» δανείων θα φέρει την ευημερία στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Προφανώς και ο κος Τσακαλώτος δεν διαφωνεί με αυτό, απλά ο δικός του «Ηρακλής» θα ήταν, αν προλάβαινε να τον εφαρμόσει, σαφώς πιο «ολιστικός».
Όμως, πέρα από τους δήθεν διαξιφισμούς υπάρχει και ο πραγματικός λόγος που ο ένας και μοναδικός «Ηρακλής», αυτός της νέας κυβέρνησης, θα αποτελέσει μια μέθοδο εξαιρετικά επιθετικής μείωσης του ποσοστού των «κόκκινων» δανείων βλάπτοντας συνολικά το κοινωνικό σύνολο και ειδικότερα τους πιο αδύναμους δανειολήπτες καθώς και τους εργαζόμενους στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια η ΕΚΤ και οι ευρωπαϊκοί εποπτικοί θεσμοί θέλουν από τις συστημικές τράπεζες, ειδικά του ευρωπαϊκού νότου, να μειώσουν δραστικά το ποσοστό των επισφαλών δανείων τους σε μονοψήφιο νούμερο για να μπορούν να συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση. Για τις ελληνικές τράπεζες αυτό σημαίνει πως ενώ η οροφή των «κόκκινων» δανείων βρίσκεται σήμερα στο 43% θα πρέπει να βρεθεί, σε δύο χρόνια, κάτω του 10% και αυτό επίσης σημαίνει πως σε απόλυτα νούμερα θα πρέπει να “εξαφανιστούν” άνω των 60 δις € μη εξυπηρετούμενων δανείων από τους ισολογισμούς τους. Με τον «Ηρακλή» θα επιδιώξουν, μέσα στο 2020, να μειώσουν κατά 30 δις € τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Μια τόσο επιθετική κίνηση όμως απαιτεί τεράστιες κεφαλαιακές προβλέψεις, από την πλευρά των τραπεζών, δηλαδή κέρδη που δεν διανέμονται αλλά δεσμεύονται έναντι μελλοντικών ζημιών που προκαλεί η μεταφορά, εκτός τραπεζικού ισολογισμού, δανείων. Όταν ένα δάνειο πωλείται στο 15% της ονομαστικής του αξίας τότε εγγράφει ζημίες ίσες με το 85%. Η κερδοφορία των τραπεζών θα πιεστεί και το σίγουρο είναι πως το κόστος θα μετακυλιστεί στον φορολογούμενο μέσω της αναβαλλόμενης φορολογίας των τραπεζών, στον καταναλωτή των τραπεζικών υπηρεσιών που θα αντιμετωπίσει ένα μεγάλο κύμα ανατιμήσεων των προμηθειών τους, εν είδη τραπεζικού ΦΠΑ, στον αδύναμο δανειολήπτη που δεν είναι κεφαλαιοκράτης και φυσικά στη δραματική μείωση του λειτουργικού κόστους του ίδιου του τραπεζικού τομέα, με ότι κι αν σημαίνει αυτό σε απολύσεις και δυσχερέστερους εργασιακού όρους για τους εργαζόμενους του.
Αν στα παραπάνω συμπεριλάβουμε και το γεγονός ότι με τον «Ηρακλή» και τα funds δημιουργείται ένας παράλληλος και αδιαφανής χρηματοπιστωτικός τομέας με εξατομικευμένη αντιμετώπιση του κάθε δανειολήπτη – μιας οικονομικής κατηγορίας ανθρώπων καθόλου ενιαίας και με τρομερές εσωτερικές ανισότητες που συμπεριλαμβάνει και διάφορους μεγαλοεπιχειρηματίες που έχουν χορηγηθεί με θαλασσοδάνεια – καταλαβαίνουμε ότι ο Μπρεχτ είναι τραγικά επίκαιρος για άλλη μια φορά.
Όντως, αν μεγαλύτερο αδίκημα και από τη ληστεία μιας τράπεζας είναι η ίδρυση της, τι να πούμε για την ίδρυση μιας «Ηράκλειας» σκιώδους «τράπεζας» που θα λειτουργεί με όρους χρηματοπιστωτικού “αποκρυφισμού”.
Συνάντηση για μια αντικαπιταλιστική διεθνιστική αριστερά