Από την πρώτη στιγμή της ανάληψης της Νέας Δημοκρατίας σε κυβέρνηση, έχουν καταστεί σαφέστατοι οι στόχοι της όσον αφορά τις έμφυλες σχέσεις και τους ρόλους των γυναικών. Ήδη με την μετονομασία της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων σε Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων και την μεταφορά της στο Υπουργείο Εργασίας, όπως και με την εξαγγελία επιδόματος στις γυναίκες που τεκνοποιούν πριν τα 30, ανέδειξε την αντίληψη της κυβέρνησης για τις γυναίκες και τα σώματά τους. Στα μάτια τους, οι γυναίκες είναι κατά βάση αναπαραγωγικές μηχανές, και η ύπαρξή τους τους αφορά μόνο στο βαθμό που επηρεάζει ζητήματα της οικογένειας και της εργασίας.
Σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί η παρέμβαση στο οικογενειακό δίκαιο με την εισαγωγή της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας. Το νομοσχέδιο αυτό κατατέθηκε υπό σκιώδεις διαδικασίες, αφού για μήνες είχαν διαρρεύσει μόνο τμήματά του, δεν ακολουθήθηκε η τυπική διαδικασία κατάθεσης νομοσχεδίων, και αφέθηκαν εκτός διαλόγου φεμινιστικές και γυναικείες ομάδες αλλά και σωματεία που ζητούσαν να γίνει διαβούλευση για το ζήτημα. Αντίθετα, η κυβέρνηση επέλεξε να συνδιαλλαγεί μονομερώς με λόμπι όπως αυτό των «ενεργών μπαμπάδων», τα οποία και είχαν την αποκλειστικότητα στην ευθεία διαμόρφωση της ατζέντας. Ταυτόχρονα, σε μια εποχή που παγκοσμίως ο διάλογος για οικογενειακά ζητήματα διευρύνεται για να συμπεριλάβει ομόφυλα ζευγάρια και μορφές οικογενειών πέραν της πυρηνικής, πατριαρχικής και ετερόφυλης, η κυβέρνηση επιλέγει μεν να παρέμβει στο οικογενειακό δίκαιο, αγνοώντας δε όλα εκείνα τα άτομα και τις οικογένειες που δεν εμπίπτουν στους αυστηρά πατριαρχικούς ορισμούς.
Είναι σαφής η νεοσυντηρητική κατεύθυνση στην οποία κινείται το νομοσχέδιο. Συνακόλουθο της συνεπιμέλειας αλλά και προαπαιτούμενο για την διατήρηση της είναι η απόδοση του 30-50% του χρόνου του παιδιού στον μη συνοικούντα γονέα, και επομένως η συνθήκη διαρκώς εναλλασσόμενης κατοικίας για το παιδί. Αυτό οδηγεί σε ένα μη σταθερό γεωγραφικό και κοινωνικό περιβάλλον αναφοράς για τα παιδιά, αλλά και στον εγκλωβισμό των γυναικών που δεν μπορούν να απομακρυνθούν από τον τόπο κατοικίας του πρώην συζύγου τους.
Επίσης, είναι βασικό ότι η πρόταση για το νομοσχέδιο της συνεπιμέλειας αγνοεί τον παράγοντα της κακοποίησης των γυναικών από νυν και πρώην συντρόφους, και σε μια στιγμή όπου ήδη η αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας στις μέρες της επιδημίας του κορονοϊού ώθησε το Ελληνικό Συμβούλιο Ερευνών να τη χαρακτηρίσει ως μια “σκιώδη πανδημία. Η υποχρεωτική συνεπιμέλεια υποχρεώνει τους δύο γονείς σε τακτική επικοινωνία και διαμορφώνει τη συνθήκη μείωσης της διατροφής από τον έναν γονέα στον άλλον, με αποτέλεσμα οι οικονομικά ευάλωτοι γονείς (συνήθως μητέρες) να δυσκολεύονται περαιτέρω στην ανατροφή των τέκνων. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι γυναίκες και τα τέκνα εγκλωβίζονται σε κακοποιητικά περιβάλλοντα και οι πρώτες αρνούνται να αντιδράσουν προσφεύγοντας στη δικαιοσύνη, με το φόβο πως ακόμα και μετά την έκδοση του διαζυγίου θα έχουν αναγκαστικά τακτική επικοινωνία με τον θύτη και θα βυθίζονται σε έναν φαύλο κύκλο κακοποίησης. Και στην περίπτωση που τελικά αποφασίσουν να ζητήσουν διαζύγιο, η αύξηση των δικαστικών διενέξεων υπό τα νέα χαρακτηριστικά του νομοσχεδίου θα οδηγεί σε μεγαλύτερη βία κατά των γυναικών κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαμάχης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τους αργούς ρυθμούς της απόδοσης δικαιοσύνης.
Η συνεπιμέλεια είναι μια έννοια που οραματικά θα μπορούσε να οδηγήσει στη φεμινιστική αντίληψη για το πώς αναδιαρθρώνονται οι ρόλοι μεταξύ γονέων στο πλαίσιο της ισότητας. Η ανατροφή των τέκνων εντός της ιδιωτικής σφαίρας θα αποτελεί ευθύνη και των δύο γονέων, με τις γυναίκες να απελευθερώνονται από τον αποκλειστικό ρόλο της τροφού “που ανασταίνει παιδιά”. Το δικό μας όραμα δεν σταματάει, όμως, στην διαμόρφωση των όρων της ισότητας που θα κάνουν εφικτή τη συνεπιμέλεια σε μεγαλύτερη κλίμακα. Αντίθετα, αγωνιζόμαστε, από σήμερα, για την κοινωνικοποίηση της ανατροφής των παιδιών. Την παροχή μεγαλύτερης υποστήριξης στους γονείς, από τη μια πλευρά, αλλά και τον έλεγχο, από την άλλη, βασιζόμενοι/ες στην αντίληψη ότι τα παιδιά δεν είναι ιδιοκτησία των γονιών για να φέρουν την αποκλειστική ευθύνη της ανατροφής τους. Αντίθετα, η ευθύνη είναι κοινωνική πρώτα από όλα, και αυτό θα πρέπει να σημαίνει ότι οι δημόσιοι λειτουργοί, που έχουν και την αντίστοιχη εκπαίδευση, έχουν μεγαλύτερο ρόλο στην ανατροφή των παιδιών, και – όταν χρειάζεται – μεγαλύτερο λόγο από τους γονείς σε αυτή τη διαδικασία.
Την στιγμή που οι δεξιοί κύκλοι και η ΝΔ ευαγγελίζονται ότι φέρνουν προς ψήφιση ένα εκσυγχρονιστικό νομοσχέδιο για την μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου, από την δική μας σκοπιά απαντάμε “ Όχι στην Υποχρεωτική Συνεπιμέλεια”. Υποτίθεται, το νέο νομοσχέδιο θα προσπαθήσει να μετριάσει την νομολογιακή παθογένεια με έναν τρόπο που φέρνει μια ισοπεδωτική οριζόντια ρύθμιση κρίνοντας ενιαία το συμφέρον του παιδιού απομακρυνόμενο από την μέχρι τώρα λογική της εξατομικευμένης κρίσης για το κάθε παιδί και τον κάθε γονέα. Το νομοσχέδιο που φέρει ως πρόσχημα την ισότητα, εν τέλει θα προκαλέσει εμβάθυνση των έμφυλα προσδιορισμένων γονεϊκών ρόλων, θα επιδράσει αρνητικά στις έμφυλες ανισότητες και θα οδηγήσει στον ακόμη πιο ασφυκτικό εγκλωβισμό των γυναικών σε κακοποιητικά και βίαια περιβάλλοντα.
Στεκόμενοι και στεκόμενες στα αιτήματα και στις διεκδικήσεις των φεμινιστικών συλλογικοτήτων, αναδεικνύουμε τα φεμινιστικά προτάγματα μας και διεκδικούμε προωθητικές πολιτικές όπως:
- Δημοκρατικές διαδικασίες με δημόσια διαβούλευση για την μεταρρύθμιση του νομοσχεδίου.
- Εξατομικευμένη λήψη αποφάσεων βασισμένη στα διαφορετικά δεδομένα της κάθε περίπτωσης, με άξονα το συμφέρον του παιδιού και την ισότιμη κατανομή των ευθυνών της ανατροφής του εκεί που δεν υπάρχει κακοποιητικό περιβάλλον
- Κρατικές δομές έμπρακτης και ψυχολογικής υποστήριξης θυμάτων έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας.
- Καμπάνιες ευαισθητοποίησης μπορούν να λειτουργήσουν βοηθητικά κατά της κακοποίησης και βία σε παιδί και σε οποιοδήποτε έμφυλο υποκείμενο
- Δικαιωματική και νομοθετική αναγνώριση ΛΟΑΤΚΙ και μεταναστευτικών οικογενειών.
- Προωθητικές πολιτικές για σύνδεση οικογένειας και εργασιακού βίου, όπως με την θέσπιση μη μεταβιβάσιμων γονικών αδειών και επιδομάτων σε ιδιωτικό και δημόσιο εργασιακό τομέα.
- Ενίσχυση των κρατικών υπηρεσιών συμβουλευτικής των γονέων για θέματα επιμέλειας των παιδιών και συγκρούσεων με τον άλλο γονέα για την επιμέλεια του παιδιού ή για τις μεταξύ τους διαφορές.
- Την ίδρυση Οικογενειακών Δικαστηρίων με εξειδικευμένους δικαστές και ταυτόχρονη δημιουργία δομών συμβουλευτικής ψυχολογικής υποστήριξης, αποκλειστικά με κρατικούς πόρους, στελεχωμένων από εμπειρογνώμονες. Η σύμπραξη αυτών θα συμβάλλει σε μια πιο εμπεριστατωμένη και προωθητική απόφαση του οικογενειακού διαμεσολαβητή ή δικαστή. Ακόμα, η διαμεσολάβηση θα πρέπει να προηγείται της δικαστικής διαδικασίας διαζυγίου.
- Φεμινιστική παιδεία μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε σχολεία και πανεπιστήμια.
- Κρατικές πολιτικές για δωρεάν-δημόσια παιδεία και υγεία για την ανατροφή των παιδιών.
Διαβάστε επίσης εδώ την θέση μας για την συνεπιμέλεια