Η θέση της οργάνωσης μας για το κρίσιμο ζήτημα της Συνεπιμέλειας των παιδιών και του σχετικού σχεδίου νόμου όπως προέκυψε από τις συζητήσεις της Φεμινιστική και ΛΟΑΤΚΙ ομάδας και τις συνεδριάσεις των Συνελεύσεων Βάσης για το ζήτημα.
Από την πρώτη στιγμή της ανάληψης της ΝΔ σε κυβέρνηση έχουν καταστεί σαφείς οι στόχοι της αναφορικά με τις έμφυλες σχέσεις και τους ρόλους. Η ΝΔ βρίσκεται σε μία στροφή νέοσυντηρητισμού πλήρως εναρμονισμένη με τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της. Αυτή η στροφή στη «Νέα Δεξιά» είναι πρωτόγνωρη για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό· στροφή που αναδεικνύεται στο κοινωνικό επίπεδο και μέσα από την ανάδυση νέων μορφών ομάδων πίεσης, ξένων ως τώρα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Ο λόγος για την ανάδυση λόμπι που θέλουν να επηρεάσουν σε κοινωνικά ζητήματα, υπό την έννοια ότι ομάδες πίεσης που προϋπήρχαν, όπως «το δικαίωμα του αγέννητου παιδιού» ή «οι ενεργοί μπαμπάδες για τα δικαιώματα των παιδιών», πλέον ανάγονται σε φορείς που επηρεάζουν άμεσα τη λήψη αποφάσεων σε κυβερνητικό επίπεδο με συνομιλήτρια τη ΝΔ.
Αναφορικά με τις πολιτικές της ΝΔ στο ζήτημα των έμφυλων σχέσεων, αυτές έγιναν σαφείς ήδη με την μετονομασία της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων σε Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων και την μεταφορά της στο Υπουργείο Εργασίας. Μία αλλαγή που καταδεικνύει ότι η ΝΔ αντιλαμβάνεται και επιλέγει να πλαισιώσει τις έμφυλες σχέσεις μόνο εντός της δομής της οικογένειας ή του εργασιακού χώρου. Επίσης, αμέσως μετά την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από τη ΝΔ, η υφυπουργός εργασίας εξήγγειλε εφάπαξ επίδομα στις γυναίκες που τεκνοποιούν κάτω των 30 ετών. Αυτή η εξαγγελία, παρότι αναδιατάχθηκε σε πολλά σημεία, αναδεικνύει την αντίληψη της κυβέρνησης για τις γυναίκες και τα σώματα τους. Ότι πρόκειται, δηλαδή, για “τεκνοποιητικές μηχανές”, οι οποίες θα πρέπει να είναι υγιείς και εύρωστες (και άρα και μιας ηλικίας που να το συνεπάγεται). Οι γυναίκες γίνονται αντιληπτές ως οι “μηχανές” αναπαραγωγής, τη στιγμή που δεκάδες τμήματα του κράτους πρόνοιας που σχετίζονται με τη γονεϊκή μέριμνα καταργούνται ή απισχνάζουν. Σαφώς, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η προνοιακή πολιτική των επιδομάτων – όπως το εν προκειμένω επίδομα γέννας – είναι κομμάτι φεμινιστικών αιτημάτων, ωστόσο το πλαίσιο της συγκεκριμένης εξαγγελίας, την καθιστά εξαιρετικά προβληματική. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί η παρέμβαση στο οικογενειακό δίκαιο αναφορικά με το ζήτημα της υποχρεωτικότητας της συνεπιμέλειας μέσω μιας αντιδημοκρατικής διαδικασίας, όσον αφορά τόσο τις ταχείες διαδικασίες, όσο και το γεγονός ότι δεν έχει ακόμα δημοσιοποιηθεί ολόκληρο το σχέδιο νόμου στη διαβούλευση, όπως προβλέπεται. Επομένως, πραγματοποιείται η μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου υπό σκιώδεις διαδικασίες, αφήνοντας εκτός διαλόγου φεμινιστικές, γυναικείες ομάδες έως και σωματεία που θέλουν να γίνει διαβούλευση επί του ζητήματος. Πρόκειται για μια ακόμα προσπάθεια μετάθεσης της συζήτησης προς τα δεξιά. Δηλαδή, η κυβέρνηση επιδιώκει να επιβάλλει αυτό το σχέδιο νόμου, όπως έχει κάνει και με μία σειρά άλλων θεμάτων, να αποπολιτικοποιήσει το ζήτημα, αλλά και να θέσει εκτός συζήτησης τα ίδια τα υποκείμενα που αφορά μέσω τεχνοκρατικών και ψευδοεπιστημονικών προσεγγίσεων και του αντιδημοκρατικού τρόπου επεξεργασίας του.
Δείκτης Ισότητας των Φύλων
Η Ελλάδα στον Ευρωπαϊκό Δείκτη Ισότητας των Φύλων του 2019 κατείχε την τελευταία θέση. Είναι φυσική εξέλιξη μια τέτοια κατάταξη διότι το κοινωνικοπολιτικό θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα δεν αίρει εμπράκτως τα έμφυλα στερεότυπα και διακρίσεις, καθώς εφαρμόζονται στην ουσία ελάχιστα από τις διεθνείς συμβάσεις που προβλέπονται για την έμφυλη ισότητα. Συμπεραίνοντας ότι η ύπαρξη υποχρεωτικής συνεπιμέλειας δια του νόμου, σίγουρα δεν αποτελεί προσπάθεια αποκατάστασης της ισότητας των φύλων (όπως στηρίζουν οι “ενεργοί μπαμπάδες”) από την στιγμή που δεν υπάρχουν κοινωνικά θεσμικά εχέγγυα και προνοιακές πολιτικές για την οικογένεια που θα διασφαλίσουν την λειτουργικότητα της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, όπως στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Τι ισχύει για τη συνεπιμέλεια σήμερα ;
Ο υπάρχων νόμος προβλέπει και την επιλογή της συναινετικής συνεπιμέλειας, δηλαδή την από κοινού απόφαση των γονέων για την επιμέλεια των τέκνων (1329/83 (ΦΕΚ 25/Α/18-2- 1983), αλλά και τον ορισμό της απο το δικαστήριο σε περίπτωση διαμάχης. Όμως, στην νομολογιακή πρακτική, εφόσον υπάρχει αντιδικία, δηλαδή διαφωνία μεταξύ των δύο ή και μόνο από τον ένα γονέα, τότε το δικαστήριο συνηθίζει να δίνει αποκλειστική επιμέλεια στον ένα από τους δύο. Στο 90% των περιπτώσεων είναι η μητέρα αυτή που αναλαμβάνει την επιμέλεια και τη συγκατοίκηση με το ανήλικο τέκνο, ενώ ο πατέρας έχει δικαίωμα στην επικοινωνία (αντίστροφα στο υπόλοιπο 10%). Το δικαστήριο έχει επίσης την δυνατότητα να αναθέσει την επιμέλεια και σε τρίτο πρόσωπο ή σε επίτροπο. Σχετικά με τη διατροφή, η ελληνική νομοθεσία θέτει τους όρους εξασφάλισης διατροφής από τον έναν σύζυγο-γονέα προς τον άλλον μετά το διαζύγιο (ΑΚ 1442, 1443). Ο κάθε γονιός συνεισφέρει, ανάλογα με τις δυνάμεις του, στην ανατροφή του παιδιού και οι δαπάνες μοιράζονται. Ορισμένες δαπάνες μπορεί να καθορίζονται και από το δικαστήριο σύμφωνα με τις οικονομικές δυνατότητες των γονιών
Σχέδιο νόμου και κοινωνικός αντίκτυπος
Μέχρι στιγμής οι διαρροές δεν μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα επί του θέματος. Ωστόσο, μας προϊδεάζουν για την νεοσυντηρητική κατεύθυνση που θα κινηθεί κατά πάσα πιθανότητα το νομοσχέδιο. Στο προτεινόμενο σχέδιο νόμου συνακόλουθο της συνεπιμέλειας αλλά και προαπαιτούμενο για την διατήρηση της είναι η απόδοση του 30-50% του χρόνου του παιδιού στον μη συνοικούντα γονέα (ή μέχρι πρότινος μη συνοικούντα γονέα σε περίπτωση εγκαθίδρυσης εναλλασσόμενης κατοικίας). Ο καθορισμός του χρόνου μπορεί να γίνεται σε εβδομαδιαία, μηνιαία ή και ετήσια βάση. Το τέκνο με αυτή τη συνεχή εναλλαγή στέγασης και χώρου γίνεται “βαλίτσα” μεταξύ των 2 γονέων, συνεπώς περιγράφεται ένα όχι σταθερό κοινωνικό και γεωγραφικό πλαίσιο αναφοράς για το/α τέκνο/α. Αυτό προφανώς επιδρά και στην ψυχολογία όλων των εμπλεκόμενων στη διαδικασία αυτή μερών με τρόπο μάλλον αρνητικό. Πέραν της επίδρασης στα παιδιά, η διαρκώς εναλλασσόμενη στέγη προϋποθέτει την σχετικά κοντινή κατοικία των γονέων. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να υπάρχει η πρόνοια της δυνατότητας των γονέων να αλλάζουν τόπο κατοικίας μετά το διαζύγιο, λαμβάνοντας υπόψη προφανώς και τις ανάγκες των τέκνων. Για παράδειγμα, είναι κατανοητό ότι – συνήθως – μπορεί κανείς να συνεχίσει να ζει σε μεγάλες πόλεις όπως η Αθήνα και μετά το διαζύγιο. Όμως, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις γυναικών που ακολουθούν τους άντρες τους σε περιφερειακές πόλεις, καθώς εκεί έχουν οι ίδιοι την επαγγελματική τους δραστηριότητα. Αυτό σημαίνει ότι ζουν σε ένα περιβάλλον με τους φίλους, την οικογένεια κλπ του άντρα. Σε περίπτωση διαζυγίου, οι γυναίκες αυτές πρέπει να μπορούν να φεύγουν από τέτοιες μικρές πόλεις, όπου δεν έχουν “δικούς τους ανθρώπους” σε μια τέτοια περίπτωση. Η εναλλασσόμενη στέγη και ο “ίσος χρόνος” δεν επιτρέπουν αυτή τη διέξοδο, εγκλωβίζοντας και χωρικά αυτόν τον γονέα, που συνήθως είναι γυναίκα. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στο 90% των περιπτώσεων η επιμέλεια πηγαίνει στην μητέρα. Παρόλο που αυτό μπορεί να αναγνωστεί ως μία συνθήκη υπέρ των γυναικών, πριν από κάθε συμπέρασμα πρέπει να λάβουμε υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου ισχύει μια συνθήκη: Το δικαστήριο δίνει την επιμέλεια στη μητέρα, όχι γιατί είναι φιλικά προσκείμενο προς τις γυναίκες (οι οποίες καταπιέζονται από την πατριαρχία και πρέπει να προστατευθούν μαζί με τα παιδιά τους), αλλά διότι τους αναγνωρίζεται ως φυσικός και κοινωνικός τους ρόλος και υποχρέωση η ανατροφή των τέκνων τους. Αυτή η αντίληψη εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο αναπαραγωγής έμφυλων στερεοτύπων, και μίας ουσιοκρατικής πρόσληψης για τα υποκείμενα (η ουσιοκρατία αποτελεί την αντίληψη εκείνη που θεωρεί ότι υπάρχει μία ενιαία αντρική και αντίστοιχα γυναικεία “ουσία” ή φύση, που δεν κατασκευάζεται κοινωνικά αλλά προκύπτει από τις βιολογικές διαστάσεις του φύλου). Η λογική αυτή είναι κυρίαρχη στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και θέλει τη γυναίκα να επιτελεί παραδοσιακούς ρόλους εντός του ιδιωτικού χώρου και τον άνδρα επιφορτισμένο με τα οικονομικά ζητήματα και τη δημόσια σφαίρα. Η προέκταση αυτού του στερεοτύπου είναι η διαμόρφωση ρόλων για τον κάθε γονέα στην αντίληψη του τέκνου, καθώς διαχωρίζονται ο γονέας τροφός, παιδαγωγός και ευρύτερων υποχρεώσεων από τον γονέα των διακοπών, του ελεύθερου χρόνου κ.ο.κ. Επιπλέον, ο χρόνος που ο γονέας (που έχει την επιμέλεια) μπορεί να αφιερώσει στον εαυτό του, στην εργασία του ή και στις κοινωνικές του συναναστροφές περιορίζεται συνήθως σε μεγάλο βαθμό.
Ενδοοικογενειακή και έμφυλη μορφή βίας
Είναι βασικό ότι η πρόταση για το νομοσχέδιο της συνεπιμέλειας αγνοεί τον παράγοντα της κακοποίησης των γυναικών απο νυν και πρώην συντρόφους, και σε μια στιγμή όπου ήδη η αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας στις μέρες της επιδημίας του κορονοϊού ώθησε το Ελληνικό Συμβούλιο Ερευνών να τη χαρακτηρίσει ως μια “σκιώδη πανδημία”. Αν αναλογιστούμε μια οικογένεια εντός της οποίας ασκείται βία, η συνήθης μορφή έχει τη γυναίκα-μητέρα-θύμα και τον άνδρα-πατέρα-θύτη μπροστά στα μάτια του ανήλικου παιδιού. Η υποχρεωτική συνεπιμέλεια εισάγει νέους όρους στη λήψη αποφάσεων για την ανατροφή του τέκνου, που σημαίνει ότι οι δύο γονείς υποχρεώνονται σε τακτική επικοινωνία και συνεννόηση. Επίσης, με το νέο νομοσχέδιο διαμορφώνεται η συνθήκη μείωσης της διατροφής από τον έναν γονέα στον άλλον, με αποτέλεσμα οι οικονομικά ευάλωτοι γονείς (συνήθως μητέρεςγυναίκες) να δυσκολεύονται περαιτέρω στην ανατροφή των τέκνων Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι γυναίκες και τα τέκνα εγκλωβίζονται σε κακοποιητικά περιβάλλοντα και οι πρώτες αρνούνται να αντιδράσουν προσφεύγοντας στη δικαιοσύνη, με το φόβο πως ακόμα και μετά την έκδοση του διαζυγίου θα έχουν αναγκαστικά τακτική επικοινωνία με τον θύτη για να συναποφασιζουν για το παιδί και θα βυθίζονται σε έναν φαύλο κύκλο κακοποίησης. Και στην περίπτωση που τελικά αποφασίσουν να ζητήσουν διαζύγιο, η αύξηση των δικαστικών διενέξεων υπό τα νέα χαρακτηριστικά του νομοσχεδίου οδηγεί σε μεγαλύτερη βία κατά των γυναικών κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαμάχης λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τους αργούς ρυθμούς της απόδοσης δικαιοσύνης. Επομένως, βάσει των παραπάνω και λαμβάνοντας υπόψιν την παντελή έλλειψη κρατικής πρόνοιας για τα θύματα της έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας (ανυπαρξία ξενώνων και δομών δωρεάν νομικής εκπροσώπησης, απουσία αντανακλαστικών του δικαστικού συστήματος και μέριμνας για την γρήγορη έκδοση και τήρηση ασφαλιστικών μέτρων) είναι εμφανές ότι δεν υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας, προκειμένου ο προτεινόμενος νόμος να μην εργαλειοποιηθεί από κακοποιητικούς συζύγους/πατεράδες. Καταλήγοντας, ως αντεπιχείρημα στο ότι θα εξετάζονται στο δικαστήριο εξατομικευμένα περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας και θα λαμβάνονται μέτρα περί τούτου, αναφέρουμε ότι σπάνια αποδεικνύεται πως ο πατέρας ασκεί άλλη μορφή βίας, πέρα από τη φυσικήσωματική βλάβη, όπως δηλαδή ψυχολογική ή λεκτική βία ή κάποια μορφή οικονομικού εκβιασμού, ώστε να κατηγορηθεί για αυτό. Αναφορικά με την εργασία, οι γυναίκες στην Ευρώπη αντιμετωπίζονται άνισα σε σχέση με τους άνδρες, αναλαμβάνοντας εργασίες ημιαπασχόλησης, χαμηλόμισθες, δουλειές χαμηλού κοινωνικού κύρους ή παραμένουν για μεγάλα χρονικα διαστήματα άνεργες. Κυρίως, οι οικονομικά ευάλωτες ή άνεργες μητέρες πλήττονται ακόμα πιο πολύ, καθώς μία σειρά παραγόντων κάνουν πιο δυσμενή τη θέση τους: μείωση της διατροφής, απώλεια των μέχρι τώρα ισχυόντων επιδομάτων, δικαστικά έξοδα κλπ.· μία συνθήκη που ούτως ή άλλως δημιουργεί ένα ιδιαίτερο πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να ληφθεί η απόφαση για διαζύγιο.Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι στις δικαστικές διαφορές για τη διατροφή περιλαμβάνονται μία σειρά δαπανών για τα παιδιά. Οι δαπάνες αυτές προκύπτουν από τις αποφάσεις που παίρνει ο γονέας που έχει την επιμέλεια, και περνάνε τη δικαστική βάσανο, δηλαδή επανεξετάζονται σε τακτά χρονικά διαστήματα από τα δικαστήρια, όπου – αρκετά συχνά – οι γονείς που δεν έχουν την επιμέλεια, ζητούν μείωση της διατροφής, επιχειρηματολογώντας κατά τέτοιου τύπου δαπανών. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου οι ιδιωτικές δαπάνες για την εκπαίδευση είναι σημαντικές (φροντιστήρια γλωσσών, πανελλαδικών κοκ) αυτό αποτελεί σημαντικό μέρος της διαμάχης. Έτσι, η μείωση της διατροφής δεν εδράζεται μόνο στην αλλαγή του χρόνου που περνάει κάθε γονέας με το παιδί, αλλά και στο ποιος παίρνει τις σημαντικές αποφάσεις. Αυτό αποτυπώνεται και στη φρασεολογία σημαντικού τμήματος των “ενεργών μπαμπάδων”. Τέλος, θα πρέπει ληφθεί υπόψη τόσο το ζήτημα της μετανάστευσης, εγχώριας και μη, όσο και η αλλαγή τόπου διαμονής για λόγους προστασίας της ακεραιότητας τα οποία δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο τη θέση των πιο καταπιεσμένων και περιθωριοποιημένων γυναικών.
ΛΟΑΤΚΙ+ και άλλες μορφές οικογένειας
Το νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια (όπως και η ισχύουσα νομοθεσία) αποκλείουν τα ομόφυλα ζευγάρια από το δικαίωμα τεκνοθεσίας, όπως και άλλα μοντέλα οικογενειών πέραν αυτών της πυρηνικής, πατριαρχικής, ετερόφυλης και της μονογονεϊκής.Ταυτόχρονα οι ήδη υπάρχουσες οικογένειες με ομόφυλους γονείς, οι λεγόμενες οικογένειες “ουράνιο τόξο” παραμένουν στην αφάνεια με τον έναν από τους δύο γονείς- τον μη βιολογικό- να μην έχει κανένα νομικό δικαίωμα και αναγνώριση επί του τέκνου. Σύμφωνα με την κυβέρνηση και το νεοσυντηρητισμό ο μόνος τρόπος να υπάρξει οικογένεια είναι βάσει του σχήματος μητέραπατέρας-τέκνο/α ή ένας από τους δυο γονείς-τέκνο/α, γεγονός που ουσιοκρατικοποιεί την αντίληψη για τα φύλα, ενώ παράλληλα χαράσσει έμφυλους κοινωνικούς ρόλους άνισα κατανεμημένους. Μόνο η επέκταση των δικαιωμάτων των ομόφυλων ζευγαριών στο κληρονομικό δίκαιο προβλέπεται από το σύμφωνο συμβίωσης. Ταυτόχρονα, οικογένειες ομόφυλων-μεταναστευτικων ζευγαριών αποκλείονται πλήρως από οποιαδήποτε γονεϊκή θεσμική κατοχύρωση και υποστηρικτική δομή για την ανατροφή των τέκνων τους. Έρχεται, λοιπόν, σε αυτό το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι η κυβέρνηση της ΝΔ να αναθεωρήσει το οικογενειακό νομοθετικό πλαίσιο έπειτα από 40 σχεδόν ολόκληρα χρόνια και ουδεμία κουβέντα δεν ανοίγει στο δημόσιο λόγο για τη δυνατότητα τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια. Πέρα από την παραδοσιακή οικογένεια και το ετεροκανονικό πρότυπο γονέων, είναι αναγκαία η νομική θεσμοθέτηση της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια, στηρίζοντας τις νέες μορφές οικογενειακών σχέσεων που θεμελιώνονται στον αλληλοσεβασμό, την αγάπη και την ισότητα. Εν κατακλείδι, το παρόν νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο κατακτήθηκε μετά από φεμινιστικούς αγώνες, και χαρακτηρίζεται ως ένα από τα πιο παιδοκεντρικά στην Ευρώπη και με σεβασμό στα δικαιώματα των γυναικών-μητέρων, έρχεται να αμφισβητηθεί με πρόφαση τον εκσυγχρονισμό – όπως όλα σε αυτή τη χώρα. Ιστορική του συνέχεια θα έπρεπε να είναι η ενίσχυση της συμπεριληπτικότητας που το διακρίνει, αναγνωρίζοντας ότι η δόμηση οικογενειών και η καταλληλότητα ενός γονέα (να τεκνοθετήσει) δεν θα πρέπει να εξαρτάται από τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου, την καταγωγή κτλ. Όπως φαίνεται, όμως, ο εκσυγχρονισμός δε φέρνει πρόοδο, αλλά επιλέγει μια πιο συντηρητική και πατριαρχική στροφή, αγνοώντας, μεταξύ άλλων την τεκνοθεσία των ΛΟΑΤΚΙ+, τα διαφορετικά μοντέλα οικογένειας όπως η γέννηση τέκνου εκτός γάμου ή συμφώνου συμβίωσης.
Πολλαπλές Καταπιέσεις και Ζητήματα Αναπαραγωγής
Το πατριαρχικό σύστημα εξουσίας, που αναπαράγεται εντός του καπιταλισμού, κατανέμει ρόλους βάσει του βιολογικού φύλου, μέσα από τη φιλοσοφική νομιμοποίηση της ουσιοκρατίας και του δυισμού (ψυχή-σώμα, καλό-κακό, άνδρας-γυναίκα κ.ά.) που κυριάρχησε στη δυτική σκέψη. Η πατριαρχία προσπαθεί να πειθαρχήσει τα υποκείμενα σε συγκεκριμένους ρόλους και να οικειοποιηθεί το γυναικείο σώμα μέσω της αναπαραγωγικής λειτουργίας του, της σωματικής και ψυχολογικής βίας, του βιασμού, του σεξισμού, του μισογυνισμού, του ελέγχου της σεξουαλικότητας. Tα ΛΟΑΤΚΙ άτομα είναι και αυτά στο στόχαστρο των πατριαρχικών καταπιέσεων, λόγω του ότι η ταυτότητα φύλου, η έκφραση και ο σεξουαλικός προσανατολισμός τους αμφισβητούν τον ηγεμονικό και στερεοτυπικό ρόλο της αρρενωπότητας. Συνεπώς, εντός του καπιταλιστικού συστήματος υπάρχουν πολλαπλές καταπιέσεις που υφίσταται ταυτοχρόνως ένα υποκείμενο γιατί είτε είναι γυναίκα, είτε ΛΟΑΤΚΙ άτομο, είτε μαύρη, είτε μετανάστρια, είτε εργάτρια, είτε όλα αυτά μαζί. Στην πατριαρχική μορφή της οικογένειας, ο παραδοσιακός ρόλος της γυναίκας είναι να αναλαμβάνει όλες τις φροντίδες και την ανατροφή των παιδιών. Αυτός ο άνισος έμφυλος καταμερισμός των βαρών της οικογένειας διαιωνίζεται και κανονικοποιείται από γενιά σε γενιά. Η γυναίκα προορίζεται για σύζυγος και μητέρα ακολουθώντας δηλαδή ένα στερεοτυπικό πρότυπο ρόλων και επιτελέσεων που την εγκλωβίζουν εντός του οίκου (στο ιδιωτικό δηλαδή) αφαιρώντας από αυτή τον προσωπικό-επαγγελματικό χρόνο και τα ποιοτικά στοιχεία ανέλιξης της ίδιας. Από την άλλη μεριά, ο άντρας-σύζυγος εμφανίζεται στην δημόσια σφαίρα, οικονομικά ενεργός και κύριος του οίκου, απαλλαγμένος από την ανατροφή των τέκνων. Συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, οι γυναίκες πλέον έχουν την δυνατότητα να μορφωθούν και να μπουν στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, ο παρωχημένος ρόλος του φυσικού προορισμού περί μητρότητας εξακολουθεί να επικρατεί, και ως εκ τούτου οι γυναίκες συχνά έχουν την αποκλειστική ευθύνη των παιδιών και της ανατροφής τους. Επίσης, η μητρότητα παύει να είναι επιλογή από την στιγμή που το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον ωθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Εντός του καπιταλισμού, ο θεσμός της οικογένειας εργαλειοποιείται σε μεγάλο βαθμό και θεμελιώνει εξουσιαστικούς μηχανισμούς που αναπαράγουν σχέσεις επιβολής, πειθάρχησης και στοιχεία συντηρητισμού. Ειδικά σε περιόδους οικονομικής λιτότητας, οι δομικές κοινωνικές ανισότητες όπως οι ταξικές, οι φυλετικές και οι έμφυλες εντείνονται. Η έλλειψη θεσμικών δομών κοινωνικής φροντίδας για την ανατροφή των τέκνων διαμορφώνει την συνθήκη όπου όλο το βάρος μετακυλίεται στην ιδιωτική σφαίρα, δηλαδή στους γονείς (και κυρίως στη μητέρα), και όχι στο κράτος. Δηλαδή, αυτό που απαιτείται συν τοις άλλοις είναι η υλοποίηση του αιτήματος για προνοιακές πολιτικές που αίρουν κομμάτι των γονεϊκών βαρών από τη μητέρα, καθώς σήμερα αυτή επωμίζεται μεγάλο κομμάτι αυτών, και συνάμα δημιουργούν και άλλες οδούς κοινωνικοποίησης στα τέκνα, π.χ. περισσότερα ολοήμερα σχολεία, κέντρα δραστηριοτήτων νέων, δημοτικά νηπιαγωγεία, προνοιακά επιδόματα, προγράμματα απασχόλησης, δημόσια δωρεάν παιδεία και υγεία κ.α. Την ίδια στιγμή, χρειάζεται να αρθρωθούν και αιτήματα, κυρίαρχα από το εργατικό κίνημα, αλλά όχι μόνο, που να διεκδικούν την ισότητα των γονέων εργαζομένων στη πράξη. Τέτοιο αίτημα μπορεί για παράδειγμα να είναι η ισόχρονη γονεϊκή άδεια στους άντρες γονείς, χωρίς μείωση της άδειας μητρότητας. Η άδεια αυτή πρέπει να είναι μη μεταβιβάσιμη στη γυναίκα γονέα, ώστε να σπάσει στην πράξη ο έμφυλος καταμερισμός που οδηγεί σε διακρίσεις εις βάρος των γυναικών στην αγορά εργασίας, εξαιτίας της σκέψης των εργοδοτών ότι οι γυναίκες εργαζόμενες θα κάνουν μελλοντικά χρήση του κεκτημένου δικαιώματος στην άδεια εγκυμοσύνης και μητρότητας, κάτι που δεν αφορά τους άντρες εργαζόμενους.
“Το Καλο του Παιδιού” και η δική μας Θέση για την Συνεπιμέλεια
Πολύς λόγος γίνεται, επίσης, για το “καλό του παιδιού”. Υπό το δικό μας πρίσμα, είναι αναγκαίο να επαναπροσδιορίσουμε ποιο είναι το “συμφέρον” του παιδιού, το οποίο επικαλούνται κύκλοι της κυβέρνησης, αλλά δεν το ορίζουν, αρκούμενοι σε μια γενικόλογη αναφορά του. Σε αυτό το σημείο να επισημανθεί ότι οτιδήποτε δεν ορίζεται και θεωρείται αυτονόητο από τους κυρίαρχους, έχει συγκεκριμένο ιδεολογικό και συνεπώς πολιτικό και κοινωνικό πρόσημο. Τούτων δοθέντων, θα πρέπει να επανοριστεί αυτό το αφηρημένο “καλό των τέκνων”, διότι προς ώρας μοιάζει να ταυτίζεται με προέκταση προσδοκιών και αναγκών των γονέων, και αυτό αποκρυσταλλώνεται σε μία ψευδοεπιστημονική τοποθέτηση περί “γονεϊκής αποξένωσης”. Πρόκειται ουσιαστικά για μία ευθεία αναφορά στο “σύνδρομο” γονεϊκής αποξένωσης, το οποίο δεν αναγνωρίζεται από τον Π.Ο.Υ, ενώ έχει εισαχθεί στην δημόσια σφαίρα από έναν πλήρως διεψευσμένο και δυσφημισμένο αμερικάνο ψυχίατρο Ως απάντηση σε αυτό υποτίθεται (σύμφωνα με διαρροές) ότι φέρνει το νέο νομοσχέδιο τον ίσο χρόνο επικοινωνίας με τους δύο γονείς. Η προτεραιοποίηση του συμφέροντος του παιδιού αποτελεί ένα από τα δυσκολότερα ζητήματα εύρεσης συγκλινουσών διότι προσεγγίζεται με πολλούς παράλληλους τρόπους. Μια διάσταση εξειδίκευσης του όρου αυτού μπορεί να τεκμηριώνεται από πλήθος νομικών κειμένων και Διεθνών Συμβάσεων. Ωστόσο, αναγιγνώσκουμε ότι ο αμιγής νομικός προσδιορισμός του συμφέροντος του παιδιού έχει όρια καθώς εισαγάγει ένα είδος τεχνοκρατισμού στις διαπροσωπικές σχέσεις (πόσω δε μάλλον στην συνθήκη του διαζυγίου). Από την άλλη μεριά, το επερχόμενο νομοσχέδιο θα κρίνει με οριζόντιο και καθολικό τρόπο την κάθε νομολογιακή περίπτωση, κάτι το οποίο θα είναι άδικο για τις εκάστοτε περιπτώσεις. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, βάσει του προτεινόμενου νόμου θα περάσουμε σε ένα λιγότερο παιδοκεντρικό σύστημα, όπου δεν θα εξετάζονται οι συγκεκριμένες ανάγκες του κάθε τέκνου και οι επιμέρους δυνατότητες του κάθε γονέα, αφού ο νόμος θα έχει έρθει να το προκρίνει ενιαία. Το καλό του παιδιού, όμως, δεν γίνεται να διασφαλιστεί με γενικολογίες και ένα νόμο “υπέρ πάντων”, θα πρέπει να εντοπίζεται μέσα από εξειδίκευση στη κάθε περίπτωση, από την εμπλοκή εμπειρογνωμόνων ψυχολόγων και κοιν.λειτουργών και από την υπέρβαση της αντίληψης ότι η παραμονή του παιδιού στο πατριαρχικό συντηρητικό σχήμα πατέρας-μητέρα-τέκνο είναι πάντα προς όφελος του. Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να τονίζεται ότι το συμφέρον του παιδιού δεν τίθεται αντιπαραθετικά προς αυτό της γυναίκας-μητέρας, ή/και το αντίστροφο. Βλέποντας, λοιπόν, την ταξική διάσταση του ζητήματος, το συμφέρον του παιδιού δεν μπορεί να αναγνωρίζεται πέρα και έξω από τους κοινωνικούς παράγοντες που το επηρεάζουν και την παράμετρο των ενηλίκων. Βάζοντας αυτή την παράμετρο, το νέο νομοσχέδιο θα αφαιρέσει προνόμια απο την γυναίκα-μητέρα, σε σχέση με την υπάρχουσα νομοθεσία. Ομολογουμένως, η πατριαρχική πρακτική που ακολουθείται, παρέχει στους άντρες προνόμια σε όλα τα επίπεδα όπως στο οικονομικό, στο κοινωνικό, στις διαπροσωπικές σχέσεις, τα οποία πρέπει να αίρονται. Για αυτό τον σημαντικό λόγο, οι φεμινιστικές ομάδες-συλλογικότητες δεν αναζητούν την ουδετερότητα ενός πλαισίου στο οποίο θα υπάρχουν γονείς και παιδιά αλλά πιέζουν για την διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών ζωής όλων των καταπιεζόμενων υποκειμένων εντός μιας οικογένειας, λέγοντας όχι στην υποχρεωτική συνεπιμέλεια στην βάση της ισότητας. Η συνεπιμέλεια είναι μια έννοια που οραματικά οδηγεί στην φεμινιστική αντίληψη για το πώς αναδιαρθρώνονται οι ρόλοι μεταξύ γονέων στο πλαίσιο της ισότητας. Η ανατροφή των τέκνων εντός της ιδιωτικής σφαίρας θα αποτελεί ευθύνη και των δύο γονέων τόσο για το ίδιο το “συμφέρον” του τέκνου, όσο και για τις ίδιες τις γυναίκες που αποκλειστικά επωμίζονται μόνες τους σχεδόν πάντα τα καθήκοντα της γονικής φροντίδας. Η συνεπιμέλεια θα μπορούσε να προωθήσει σε ένα άλλο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, μια συνθήκη που οι γυναίκες θα μπορούσαν να κοινωνικοποιηθούν, να δημιουργήσουν εκ νέου προσωπικές σχέσεις και δε θα περιορίζονται στον ρόλο της τροφού “που ανασταίνει παιδιά”. Δηλαδή, οραματιζόμαστε η έννοια της ισότητας στην οικογένεια και τη γονεϊκή φροντίδα να μην αποτελεί παραχώρηση στη “γυναίκα-τροφό”, αλλά να φέρει στοιχεία απελευθέρωσης από τους έμφυλα κατανεμημένους ρόλους. Το δικό μας όραμα δεν σταματάει όμως στην διαμόρφωση των όρων της ισότητας που θα κάνουν εφικτή τη συνεπιμέλεια σε μεγαλύτερη κλίμακα. Αντίθετα, αγωνιζόμαστε, από σήμερα, για την κοινωνικοποίηση της ανατροφής των παιδιών. Την παροχή μεγαλύτερης υποστήριξης στους γονείς, από τη μια πλευρά, αλλά και τον έλεγχο, από την άλλη. Βασιζόμενοι/ες στην αντίληψη ότι τα παιδιά δεν είναι ιδιοκτησία των γονιών για να φέρουν την αποκλειστική ευθύνη της ανατροφής τους. Αντίθετα, η ευθύνη είναι κοινωνική πρώτα από όλα, και αυτό θα πρέπει να σημαίνει ότι οι δημόσιοι λειτουργοί, που έχουν και την αντίστοιχη εκπαίδευση, έχουν μεγαλύτερο ρόλο στην ανατροφή των παιδιών, και – όταν χρειάζεται – μεγαλύτερο λόγο από τους γονείς σε αυτή τη διαδικασία. Και το “όταν χρειάζεται” δεν περιορίζεται σε περιπτώσεις κακοποίησης, αλλά και άλλων επιλογών που οι γονείς δεν έχουν τις γνώσεις, πολλές φορές, να κατανοήσουν τη σημασία τους. Αυτή η διαδικασία προϋποθέτει και τη δυνατότητα των παιδιών να περνούν περισσότερο χρόνο σε δομές δημιουργικής απασχόλησης, κατασκηνώσεις, αθλητικές δραστηριότητες κοκ, δηλαδή να περνούν περισσότερο χρόνο κοινωνικοποίησης με άλλα παιδιά και υπό την κοινωνική φροντίδα, και εκτός του σκληρού πυρήνα του εκπαιδευτικού μηχανισμού, δηλαδή των μαθημάτων του σχολείου. Μια τέτοια πορεία, πέραν του ότι κάνει τη διαδικασία της ανατροφής από ιδιωτική, δημόσια, επιτρέπει στους γονείς να έχουν και μεγαλύτερη ευχέρεια να αναπτύσσουν και τη δική τους προσωπική ζωή, τόσο αυτόνομα όσο και ως ζευγάρι, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να έχουν υγιέστερη σχέση μεταξύ τους, αλλά – κατ’ επέκταση – και με τα παιδιά. Ανάγκη που δεν καλύπτεται σήμερα κατά κανέναν τρόπο για τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, και υποκαθίσταται – όταν αυτό είναι εφικτό – από τους παππούδες και τις γιαγιάδες. Μια τέτοια διαδικασία, αφαιρώντας και σημαντικά βάρη αναπαραγωγικών εργασιών από τους γονείς – και συνήθως τη μητέρα – θα επιτρέψει και την αναβάπτιση της γονεϊκής φροντίδας και των συναισθηματικών δεσμών παιδιών-γονέων, σε ένα απελευθερωτικό πλαίσιο.
Φεμινιστικός λόγος και Αριστερά
Η έμφυλη ισότητα είναι ζήτημα που εντάσσεται στην ανατροπή της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο. Ο φεμινισμός είναι συμπεριληπτικός, καθώς αναγνωρίζει τις άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους κοινωνικές ανισότητες, που αναπαράγει η πατριαρχία και οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και μάχεται για την ανατροπή τους. Η Αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι φεμινιστική, αποτελώντας την απάντηση σε μία παρωχημένη συζήτηση περί δευτερευουσών αντιθέσεων. Τα σύγχρονα πολιτικά υποκείμενα της Αριστεράς διαπνέονται από την ανάγκη να εκφράζουν έναν λόγο ανατροπής για την αποφυσικοποίηση της μητρότητας, του άνισου έμφυλου καταμερισμού των ρόλων ενάντια στο πατριαρχικό μοντέλο και τον συντηρητισμό. Ωστόσο, η πρακτική και η δημόσια τοποθέτηση της Αριστεράς σε ζητήματα περί φεμινισμού δεν έχουν αναδειχθεί όσο θα έπρεπε. Είναι αναγκαίο, λοιπόν, η Αριστερά να έχει λόγο για ζητήματα που άπτονται της έμφυλης κατάστασης, όπως το επερχόμενο νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια, και να μάχεται για την κοινωνική απελευθέρωση σε κάθε μέτωπο όπου κρίνονται οι συνθήκες ζωής των καταπιεσμένων υποκειμένων.
Καταλήγοντας
Την στιγμή που οι δεξιοί κύκλοι και η ΝΔ ευαγγελίζονται ότι φέρνουν προς ψήφιση ένα εκσυγχρονιστικό νομοσχέδιο για την μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου, από την δική μας σκοπιά απαντάμε “ Όχι στην Υποχρεωτική Συνεπιμέλεια”. Υποτίθεται, το νέο νομοσχέδιο θα προσπαθήσει να μετριάσει την νομολογιακή παθογένεια με έναν τρόπο που φέρνει μια ισοπεδωτική οριζόντια ρύθμιση κρίνοντας ενιαία το συμφέρον του παιδιού και διαμορφώνοντας περαιτέρω έμφυλες διακρίσεις, μη επιλύοντας το πρόβλημα. Στεκόμενοι και στεκόμενες στα αιτήματα και στις διεκδικήσεις των φεμινιστικών συλλογικοτήτων, αναδεικνύουμε τα φεμινιστικά προτάγματα μας και διεκδικούμε προωθητικές πολιτικές όπως:
- Δημοκρατικές διαδικασίες με δημόσια διαβούλευση για την μεταρρύθμιση του νομοσχεδίου.
- Κρατικές δομές έμπρακτης και ψυχολογικής υποστήριξης θυμάτων έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας.
- Καμπάνιες ευαισθητοποίησης μπορούν να λειτουργήσουν βοηθητικά κατά της κακοποίησης και βία σε παιδί και σε οποιοδήποτε έμφυλο υποκείμενο
- Δικαιωματική και νομοθετική αναγνώριση ΛΟΑΤΚΙ και μεταναστευτικών οικογενειών.
- Προωθητικές πολιτικές για σύνδεση οικογένειας και εργασιακού βίου, όπως με την θέσπιση μη μεταβιβάσιμων γονικών αδειών και επιδομάτων σε ιδιωτικό και δημόσιο εργασιακό τομέα.
- Ενίσχυση των κρατικών υπηρεσιών συμβουλευτικής των γονέων για θέματα επιμέλειας των παιδιών και συγκρούσεων με τον άλλο γονέα για την επιμέλεια του παιδιού ή για τις μεταξύ τους διαφορές.
- Την ίδρυση Οικογενειακών Δικαστηρίων με εξειδικευμένους δικαστές και ταυτόχρονη δημιουργία δομών συμβουλευτικής ψυχολογικής υποστήριξης, αποκλειστικά με κρατικούς πόρους, στελεχωμένων από εμπειρογνώμονες. Η σύμπραξη αυτών θα συμβάλλει σε μια πιο εμπεριστατωμένη και προωθητική απόφαση του οικογενειακού διαμεσολαβητή ή δικαστή. Ακόμα, η διαμεσολάβηση θα πρέπει να προηγείται της δικαστικής διαδικασίας διαζυγίου.
- Φεμινιστική παιδεία μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε σχολεία και πανεπιστήμια.
- Κρατικές πολιτικές για δωρεάν-δημόσια παιδεία και υγεία για την ανατροφή των παιδιών.