Ο ιδιωτικός τομέας υγείας αυξάνει τον τζίρο και την κερδοφορία του μέσα στην υγειονομική κρίση του κορωνοϊού καθώς:
Α) Παραμένει “καθαρός” από τα δύσκολα περιστατικά της μόλυνσης από covid-19, αφού όλοι οι ασθενείς κατευθύνονται στα δημόσια νοσοκομεία, τα οποία καταργούν ολόκληρες πτέρυγες για υπόλοιπη νοσολογία και τις μετατρέπουν σε κλινικές κορωνοϊού.
Β) Όλα σχεδόν τα περιστατικά της άλλης, πλην covid-19, νοσηρότητας, που δεν χρήζουν επείγουσας αντιμετώπισης, καθώς δεν γίνονται δεκτά στα δημόσια νοσοκομεία, ή γίνονται με μεγάλη καθυστέρηση και ταλαιπωρία για τους ασθενείς, οδηγούνται αναγκαστικά στα ιδιωτικά (τα οποία μάλιστα διαφημίζουν ανοιχτά ότι είναι “καθαρά” από κορωνοϊό), εφόσον έχουν να πληρώσουν. Πρόκειται, δηλαδή, για τις περιπτώσεις ασθενών που μπορεί να μην κινδυνεύει άμεσα η ζωή, ή η σωματική τους ακεραιότητα και μπορεί να περιμένουν κάποιο μικρό διάστημα να νοσηλευτούν, αλλά η παρατεταμένη καθυστέρηση μπορεί να επιδεινώσει σοβαρά το πρόβλημά τους.
Γ) Τα διαγνωστικά τεστ για covid19 δεν γίνονται δωρεάν σε επαρκή (με βάση τις ανάγκες), αριθμό στις δημόσιες δομές και εργαστήρια, με αποτέλεσμα οι ασθενείς στρέφονται στα μεγάλα ιδιωτικά εργαστηρια, όπου στην αρχή πλήρωναν από την τσέπη τους μέχρι και 150 ευρώ και τώρα πληρώνουν 60 ευρώ για κάθε τεστ PCR. Το πραγματικό κόστος δε συμπεριλαμβανομένων των αντιδραστηρίων, του εξοπλισμού και της εργασίας που απαιτείται δεν υπερβαίνει τα 20 ευρώ, ενώ για τα rapid-test είναι πολύ χαμηλότερο).
Δ) Τα μικροβιολογικά εργαστήρια του ΕΣΥ υπερφορτώνονται με τη λήψη των τεστ για PCR και παραγκωνίζουν τις υπόλοιπες εξετάσεις, για τις οποίες οι ασθενείς στρέφονται αναγκαστικά στα ιδιωτικά διαγνωστικά.
Εφόσον το διάστημα από το πρώτο κύμα μέχρι σήμερα, δεν αξιοποιήθηκε ούτε για την πρόσληψη επαρκούς, μόνιμου, ιατρικού, νοσηλευτικού προσωπικού και λοιπών επαγγελματιών υγείας ( π.χ. φυσικοθεραπευτών, τραυματιοφορέων, παρασκευαστών, επισκεπτριών υγείας, οδηγών και πληρωμάτων ασθενοφόρων κλπ.), αλλά ούτε και για την δραστική ενίσχυση του εξοπλισμού και των υποδομών του ΕΣΥ, σαν αποτέλεσμα σήμερα, λειτουργεί τελικά με λιγότερο προσωπικό, ακόμα και από αυτό το πολύ ελλιπές πριν την πανδημία, λόγω:
α) της αναγκαστικής απόσυρσης από την ενεργό δράση των υγειονομικών που ανήκουν στις ευάλωτες ομάδες ή είναι γονείς που πρέπει να μένουν με τα άρρωστα παιδιά τους κλπ.
β) της ασθένειας από κορωνοϊό τουλάχιστον του 30% των υγειονομικών της πρώτης γραμμής
γ) της γνωστής σε όλους συνθήκης πως οι επαγγελματίες υγείας και ειδικά οι γιατροί δεν προσέρχονται τελευταία στιγμή να στελεχώσουν δύσκολες και επικίνδυνες για την δική τους υγεία μονάδες, ιδιαίτερα όταν προσλαμβάνονται ως συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου, με ημερομηνία λήξης δηλαδή.
Έτσι, αναγκαία λύση σήμερα, για την σωστή και έγκαιρη αντιμετώπιση του συνόλου των υγειονομικών αναγκών, όλων των κατοίκων στην ελληνική επικράτεια αποτελεί η επίταξη όλου του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα και των στρατιωτικών νοσοκομείων και η ένταξη τους σε έναν ενιαίο σχεδιασμό αντιμετώπισης του συνόλου της νοσηρότητας του πληθυσμού από κάθε αιτία. Σχεδιασμός που να απαντά δηλαδή, στις πραγματικές υγειονομικές ανάγκες όλων των ασθενών που χρειάζονται νοσηλεία για θεραπεία και αποκατάσταση, χωρίς καμία διάκριση εθνικής καταγωγής, φύλου, ηλικίας, οικονομικής κατάστασης και ασφαλιστικού καθεστώτος.
Με τον ορό επίταξη εννοούμε την δέσμευση για όσο διάστημα διαρκεί η πανδημία όλων των υποδομών του ιδιωτικού τομέα υγείας από το κράτος, το οποίο θα πρέπει να αναλαμβάνει όλα τα λειτουργικά έξοδα, την προμήθεια των αναγκαίων αναλωσίμων και φυσικά την μισθοδοσία του ιατρικού προσωπικού, λειτουργώντας τα ιδιωτικά θεραπευτήρια και εργαστήρια-διαγνωστικά κέντρα σε τιμές πραγματικού κόστους και χωρίς κανένα κέρδος για τους ιδιώτες ιδιοκτήτες ή μετόχους. Οι πολίτες θα πρέπει να μπορούν να προσέρχονται εντελώς δωρεάν, για το σύνολο των υγειονομικών τους αναγκών, σε όποια δομή μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα υγείας τους και είναι η κοντινότερη στην εργασία ή την κατοικία τους. Όλες οι μονάδες υγείας, κρατικές, ιδιωτικές και στρατιωτικά νοσοκομεία θα πρέπει να εντάσσονται σε ενιαίο σχεδιασμό, ανάλογα με τις διαγνωστικές και θεραπευτικές τους δυνατότητες, τόσο για τακτικά περιστατικά, όσο και για τα επείγοντα, τις εφημερίες και τις ΜΕΘ. Όλα τα νοσοκομεία, δημόσια, επιταγμένα ιδιωτικά και στρατιωτικά θα εφημερεύουν κυκλικά. Όλα θα πρέπει να νοσηλεύουν ασθενείς με νόσο covid-19 και για όσα κριθεί ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει, για καθαρά επιστημονικούς λόγους (πχ ειδικά ογκολογικά τμήματα), τότε να δέχονται όλους τους ασθενείς με σειρά προτεραιότητας, που θα καθορίζεται από τη βαρύτητα της νόσου και μόνον.
Τα μικρά ιδιωτικά ιατρεία υποχρεούνται να παραμείνουν ανοιχτά και να δέχονται ασθενείς, χωρίς να αποκλείουν τα ύποπτα για covid περιστατικά, όπως έγινε συντριπτικά στο πρώτο κύμα της πανδημίας. Όσοι/ες γιατροί δηλώνουν ότι αδυνατούν να λειτουργήσουν με ασφάλεια τα ιατρεία τους εντάσσονται υποχρεωτικά σε πρόγραμμα εφημεριών των δομών Π.Φ.Υ. της περιοχής τους, ή ακόμα και σε νοσοκομεία ανάλογα με την εξειδίκευσή τους, την ηλικία και την εμπειρία τους και φυσικά αποζημιώνονται με αμοιβές επιμελητή του Ε.Σ.Υ.
Βασική παράμετρος του ενιαίου σχεδιασμού είναι και η έγκαιρη εκπαίδευση του συνόλου του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού στην νέα γνώση και δεξιότητες που απαιτεί η δύσκολη νοσηλεία των ασθενών με covid-19, καθώς και η προετοιμασία των απαραίτητων υλικοτεχνικών υποδομών, όπως π.χ. η εξασφάλιση συστημάτων συνεχούς παροχής μεγάλων ποσοτήτων οξυγόνου σε υψηλές ροές.
Να επισημάνουμε εδώ ότι οι αναγκαίες επιτάξεις αφορούν και τα κέντρα αποκατάστασης, καθώς:
α) πανελλαδικά, τα δημόσια κέντρα είναι ελάχιστα σε σχέση με τα ιδιωτικά (στη δε Θεσσαλονίκη υπάρχουν επτά ιδιωτικά έναντι κανενός δημοσίου ) και τα ασφαλιστικά ταμεία καλύπτουν ένα ελάχιστο μέρος των εξόδων της κάθε οικογένειας για παρατεταμένες νοσηλείες, οι οποίες στο τέλος οδηγούν σε τεράστια οικονομική αφαίμαξη τους ασθενείς και
β) στην αποθεραπεία από τις άλλες καταστάσεις αναπηρίας προστίθεται και το μακροχρόνιο μετα covid-19 σύνδρομο, που περιλαμβάνει σημαντικές δυσλειτουργίες νευρολογικής και όχι μόνο φύσης. Αφορούν επίσης και άλλους, εκτός της περίθαλψης τομείς του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα, που εμπλέκονται όμως στην σωστή διαχείριση της πανδημίας, για παράδειγμα όλου του στόλου των τουριστικών λεωφορείων και των οχημάτων υπεραστικών γραμμών, καθώς επίσης και ξενοδοχειακών μονάδων για ολιγοήμερη παραμονή των ασθενών που παίρνουν εξιτήριο από τα νοσοκομεία, αλλά παραμένουν ακόμα μεταδοτικοί και δεν πρέπει να επανέλθουν σπίτι τους, ή άστεγων συμπολιτών μας, καθώς και προσφύγων και των φυλακισμένων που δεν πρέπει να επιστρέψουν στις άθλιες συνθήκες των στρατοπέδων τους, τόσο για την δική τους υγεία , όσο και των υπόλοιπων συγκατοίκων και συγκρατουμένων τους.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με τεράστια καθυστέρηση και κάτω από το βάρος της τραγικής κατάστασης στη Θεσσαλονίκη και όλη τη Βόρεια Ελλάδα αναγκάστηκε στα τέλη Νοεμβρίου 2020 να ψηφίσει τροπολογία που υλοποιεί την πρόβλεψη της πράξης νομοθετικού περιεχομένου του Μαρτίου 2020, για τη δυνατότητα επίταξης ιδιωτικών κλινικών. Προσπάθησε μάλιστα, να παρουσιάσει ότι δήθεν συγκρούστηκε με την άρνηση των ιδιοκτητών τους. Στην υπουργική απόφαση που ακολούθησε λίγες μέρες μετά, έκανε σαφώς λόγο για αποζημίωση των κλινικαρχών και μάλιστα σε τιμές υπερδιπλάσιες του καθημερινού νοσηλίου των δημόσιων νοσοκομείων, δηλαδή επρόκειτο για πανάκριβη ενοικίαση των ιδιωτικών κλινικών και όχι επίταξη. Αυτή δε η ενοικίαση αφορούσε τις δύο πιο υποβαθμισμένες ιδιωτικές κλινικές, με την μικρότερη δυνατότητα απορρόφησης της βαριάς νόσου covid-19 (τις οποίες ουσιαστικά διέσωσε από τη χρεοκοπία) και έμειναν εντελώς άθικτες οι ναυαρχίδες του ιδιωτικού τομέα στην πόλη, το Διαβαλκανικό και ο Άγιος Λουκάς. Καταγγέλθηκε μάλιστα, ότι άνθρωποι των δύο αυτών κλινικών έκαναν διαλογή πελατών με άλλες παθήσεις άσχετες από κορωνοϊό και τους οδηγούσαν για νοσηλεία στις κλινικές τους παρουσιάζοντας με αυτό το τρόπο ότι συνέβαλαν στην αποσυμφόρηση του ΕΣΥ.
Για την Αριστερά που θεωρεί την πρόσβαση σε δωρεάν, ολοκληρωμένη και ποιοτική φροντίδα υγείας από την πρόληψη μέχρι την αποκατάσταση ως καθολικό κοινωνικό δικαίωμα και ως την πιο ανελαστική κοινωνική ανάγκη, η τελική στρατηγική απάντηση είναι η κατάργηση κάθε εμπορευματικής δραστηριότητας σε υγεία-πρόνοια και η πλήρης οριστική κοινωνικοποίηση του επιχειρηματικού τομέα υγείας, χωρίς αποζημίωση για τους ιδιοκτήτες. Διότι πέρα από το αξιακό πρόταγμα της Αριστεράς, σε καθαρά υλική-οικονομική βάση δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ανεξάρτητα από το πόσο αναπτυγμένο είναι το δημόσιο σύστημα περίθαλψης, η ύπαρξη και μόνο ενός σημαντικού ιδιωτικού τομέα στο πλάι του, το υπονομεύει και το αντιστρατεύεται. Αυτό συμβαίνει από τη μια χρησιμοποιώντας το ως δεξαμενή άντλησης πελατών και από την άλλη απομυζώντας στελέχη υψηλής εξειδίκευσης, τα οποία αμείβει πλουσιοπάροχα και κατόπιν μετακυλά το κόστος αυτό στους ασθενείς που μπορούν να πληρώσουν τα χιλιάδες ευρώ για ένα δύσκολο χειρουργείο, ή μια πολύ εξειδικευμένη ογκολογική θεραπεία. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας μακροχρόνιας παρασιτικής σχέσης, είναι το ότι ο ιδιωτικός τομέας ελέγχει σήμερα μεγάλο ποσοστό της νοσηλείας σε καρδιαγγειακά, ορθοπεδικά, γυναικολογικά, ογκολογικά και νευροχειρουργικά περιστατικά και σχεδόν ολοκληρωτικά την αποκατάσταση.
Η επίταξη, όπως περιγράφηκε προηγουμένως, αποτελεί επομένως, ζωτικής σημασίας απάντηση στο σήμερα της πανδημίας, αλλά και στο άμεσο μέλλον της διευρυμένης και οξυμένης νοσηρότητας από την νέα φτωχοποίηση που φέρνει η πανδημία. Ταυτόχρονα, ανοίγει πολιτικά και ιδεολογικά το δρόμο για τον στρατηγικό αυτό στόχο, αποτελώντας βασική θέση του λεγόμενου ριζοσπαστικού, εναλλακτικού, μεταβατικού προγράμματος.