Αναδημοσίευση από το Online περιοδικό Commune.org.gr
Οπαδοί των πολιτικών λιτότητας όπως η Παγκόσμια Τράπεζα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και υπολογίζει ότι 70 ως 100 εκατομμύρια άνθρωποι μπορεί να περιπέσουν σε κατάσταση ακραίας φτώχειας λόγω της πανδημίας˙ ο ΟΗΕ χτύπησε το καμπανάκι για το πρόβλημα της παιδικής φτώχειας ως επίπτωση της πανδημίας στα παιδιά, τα οποία αποτελούν το 50% των φτωχών του κόσμου˙ η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ) στην έκθεσή της αναφέρει ότι στο εγγύς μέλλον, οι συνέπειες της κρίσης της πανδημίας στην οικονομία και στην απασχόληση θα επιφέρουν τεράστια πίεση προς τα κάτω στους μισθούς σ.1https://m.naftemporiki.gr/story/1665286. Κοινός παρονομαστής αυτών των εκτιμήσεων-προβλέψεων, η επέκταση της εισοδηματικής λιτότητας και της φτώχειας. Η συζήτηση για βασικό εισόδημα πανδημίας τοποθετείται σε αυτό το πλαίσιο.
Η διαρκής φτωχοποίηση
Για πάνω από μία δεκαετία, οι εργαζόμενες και υποτελείς τάξεις βιώνουν τη διαρκή φτωχοποίηση που οδηγεί σε βαθιά κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής τους. Πρόκειται για την αδυναμία των εργαζόμενων τάξεων και των νοικοκυριών τους να καλύψουν τις ανάγκες τους και να συντηρήσουν τις ζωές τους.
Στην Ελλάδα, η υγειονομική κρίση (πανδημία) βρήκε τις υποτελείς τάξεις εξουθενωμένες, μετά από πάνω από μία δεκαετία σκληρών μνημονιακών πολιτικών. Οι σκληρές πολιτικές λιτότητας που ασκήθηκαν, παρουσιάστηκαν από τον νεοφιλελευθερισμό σαν η θεραπεία στην καπιταλιστική κρίση. Αυτές οι πολιτικές αύξησαν την υπο-απασχόληση με την κυριαρχία των «ευέλικτων» μορφών εργασίας, την αδήλωτη και κυρίως την ημι-δηλωμένη εργασία. Αύξησαν την ανεργία και έπληξαν το ήδη αδύναμο κράτος πρόνοιας. Έθεσαν εκτός της σφαίρας της αξιοπρεπούς αναπαραγωγής μεγάλα τμήματα των εργαζόμενων τάξεων.
Οι νομοθετικές παρεμβάσεις των μνημονιακών πολιτικών οδήγησαν στη μείωση του κατώτατου μισθού και συνακόλουθα του επιδόματος ανεργίας. Το τελευταίο, σε συνδυασμό με τις αυστηρές προϋποθέσεις καταβολής του, έγινε άπιαστο όνειρο για πολλές άνεργες και πολλούς ανέργους. Ταυτόχρονα, οι συνεχείς νομοθετικές παρεμβάσεις στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης μείωσαν ραγδαία και βίαια τις συντάξεις αλλά και κάθε μορφή κοινωνικής μεταβίβασης. Η απαλλοτρίωση της συλλογικής ιδιοκτησίας των εργαζόμενων τάξεων και η θεσμοθέτηση αυτών των πολιτικών οδήγησε στη διαρκή φτωχοποίησή τους.
Πριν την πανδημία, το έτος 2019, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ σ.2Δελτίο τύπου Υλικής στέρησης και Συνθήκες Διαβίωσης, ΕΛΣΤΑΤ,2020 καταδεικνύουν ότι υλική στέρηση αντιμετωπίζουν όχι μόνο τα φτωχά νοικοκυριά αλλά και τα μη φτωχά. Η υλική στέρηση αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, ως δυσκολία ικανοποίησης έκτακτων οικονομικών αναγκών, αδυναμία κάλυψης εξόδων για διακοπές μίας εβδομάδας το χρόνο, αδυναμία διατροφής που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι, αδυναμία για εξασφάλιση ικανοποιητικής θέρμανσης της κατοικίας, έλλειψη βασικών αγαθών, αδυναμία αποπληρωμής δανείων ή αγορών με δόσεις, δυσκολίες στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών. Ο κίνδυνος φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού είναι μεγαλύτερος για τους μερικώς απασχολούμενους, τις γυναίκες αρχηγούς μονογονεϊκών οικογενειών, τις γυναίκες άνω των 75 ετών, τις άνεργες και τους άνεργους, τις μετανάστριες και τους μετανάστες. Στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι η Ελλάδα, το 2019, ήταν η τρίτη χώρα της ΕΕ, κάτω από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού σ.3Δελτίο τύπου Κίνδυνος Φτώχειας, ΕΛΣΤΑΤ, 2019 .
Σε αυτό το τοπίο, η πανδημία -μια κρίση όχι μόνο υγείας αλλά και οικονομική και κοινωνική- ενέτεινε τις κοινωνικές ανισότητες. Μόνο τον Νοέμβριο του 2020, στην Ελλάδα χάθηκαν 29.933 θέσεις εργασίας, ενώ υπολογίζεται ότι 500.000 παιδιά ζουν στο όριο της φτώχειας. Οι πολιτικές της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, συγκριτικά με άλλες κυβερνήσεις, είναι οι πλέον υπολειμματικές. Πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα, η κυβέρνηση έλαβε βαθιά αντεργατικά μέτρα με πρόσχημα την πανδημία, όπως: την μετατροπή του μεγαλύτερου μέρους των εργαζομένων σε επιδοματούχους, την ενίσχυση της ευελιξίας των εργασιακών σχέσεων, την ενίσχυση του διευθυντικού δικαιώματος προκειμένου οι επιχειρήσεις/εργοδότες να μπορούν να διευθετούν τον χρόνο εργασίας ανάλογα με την πτώση των κερδών, έβαλε σε καραντίνα τα συνδικαλιστικά και τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών. Με δεδομένη την αύξηση της ανεργίας, στα ποσοστά της κρίσης του 2008-2009, της υποαπασχόλησης, αλλά και της μείωσης των εισοδημάτων των εργαζομένων, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτά τα μέτρα θα οδηγήσουν σε ένα νέο ισχυρό κύμα φτωχοποίησης της κοινωνίας.
Ειδικότερα οι γυναίκες, το κατεξοχήν επισφαλές εργατικό δυναμικό με έντονα τα χαρακτηριστικά της εφεδρείας, βίωσαν πιο έντονα την κοινωνική και οικονομική απομόνωση. Πολλές απ’ αυτές είναι πιο πιθανό να χάσουν την εργασία τους στην μετά Covid εποχή, θα κληθούν να επιστρέψουν στον οίκο για να αναλάβουν την οικογενειακή φροντίδα, λόγω και των διαλυμένων δομών φροντίδας.
Ακόμα δεν γνωρίζουμε ούτε τα μεγέθη της πραγματικής ανεργίας -λόγω και των αναστολών συμβάσεων- ούτε και τα πραγματικά μεγέθη της φτώχειας. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι οι ζωές και τα δικαιώματα των υποτελών τάξεων είναι υπό περιορισμό. Η επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και των περισσοτέρων κρατών είναι η ενίσχυση των επιχειρήσεων.
Βασικό εισόδημα πανδημίας
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας περιόρισαν και τις προνοιακές παροχές. Ήδη από την δεκαετία του ’90 κυριάρχησαν οι πολιτικές κοινωνικού αποκλεισμού που κατακερμάτισαν το αντικείμενο της κοινωνικής πολιτικής σε «προβληματικές» ομάδες-στόχους (άνεργοι/ες, μετανάστες και μετανάστριες, μονογονεϊκές οικογένειες, άτομα με αναπηρίες, φυλακισμένοι/ες και τοξικοεξαρτημένοι/ες, ομοφυλόφιλοι/ες), στην βάση των χαρακτηριστικών τους και της «αδυναμία» τους να ενταχθούν με όρους κανονικότητας. Πρόκειται για την απαρχή των υπολειμματικών κοινωνικών πολιτικών και την μετακίνηση από τα καθολικά δικαιώματα, όπως αυτά θεσμοθετήθηκαν σε ισχυρά κοινωνικά καπιταλιστικά κράτη, σε στοχευόμενες πολιτικές ένταξης και πρόνοιας.
Με την οικονομική κρίση κυριάρχησε η έννοια της «ακραίας» φτώχειας και οι πολιτικές του ελάχιστου δικτύου ασφάλειας ως η μοναδική προνοιακή πολιτική αντιμετώπισης της φτώχειας. Αυτή η νεοφιλελεύθερη αντίληψη, που στηρίζεται στη λογική του ελάχιστου κράτους, του κράτους «ύστατης καταφυγής», στρωματοποίησε και διαχώρισε τους φτωχούς σε φτωχούς και ακραία φτωχούς και οδήγησε στα προγράμματα του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος. Πρόκειται για μηχανισμούς που ορίζουν την «πραγματική» ανάγκη αλλά και μηχανισμούς διαρκούς επιτήρησης του «πλεονάζοντος» πληθυσμού, που στόχο έχουν να εφαρμοστεί η πολιτική ενεργοποίησης της αγοράς εργασίας. Οι δικαιούχοι και οι δικαιούχες των ελάχιστων προνοιακών επιδομάτων οφείλουν να επιβεβαιώνουν , σε τακτική βάση, ότι αναζητούν δουλειά.
Το αίτημα για Βασικό Εισόδημα Πανδημίας (ΒΕΠ) δεν έχει καμία σχέση με αυτές τις πολιτικές. Γνωρίζοντας ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας θα είναι καταστροφικές για το εισόδημα και τις ζωές των εργαζομένων και των φτωχών, οφείλουμε να εξετάσουμε την πολιτική του Βασικού Εισοδήματος πανδημίας, για το διάστημα που αυτές θα διαρκέσουν.
Tο ΒΕΠ για να αποτελεί πραγματικό δείκτη προστασίας κάθε πολίτη θα πρέπει να διαμορφώνεται και σε σχέση με τις πραγματικές δαπάνες διαβίωσης, να συνεκτιμά δηλαδή τα όποια κόστη των δανείων, ενοικίων, πληρωμών ΔΕΚΟ κ.λπ που βαρύνουν κάθε πολίτη και να καλύπτει βασικές προϋποθέσεις:
- Ότι για κάθε πολίτη το στεγαστικό κόστος δεν θα υπερβαίνει το 20% του πραγματικού του εισοδήματος, σε αντίθετη περίπτωση το υπολειπόμενο του 20% ποσό θα πρέπει να επιδοτείται.
- Ότι το υπολειπόμενο του στεγαστικού κόστους ποσό από το πραγματικό εισόδημα, δεν θα είναι μικρότερο του απαιτούμενου για να εξασφαλίζεται το κόστος αξιοπρεπούς διαβίωσης όπως αυτό θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί με βάση τις σημερινές ανάγκες και κόστη.
- Το κούρεμα των οφειλών δόσεων σε δάνεια, δημόσιο και ΔΕΚΟ που δημιουργήθηκαν στην παρούσα αλλά και την προηγούμενη κρίση.
- Την προσμέτρηση του χρόνου καταβολής του επιδόματος στα συντάξιμα χρόνια.
Το ΒΕΠ απαντά στις επιτακτικές ανάγκες που δημιουργήθηκαν λόγω πανδημίας. Ωστόσο, αποκομμένο από σειρά άλλων αιτημάτων, δεν μπορεί να επιδράσει ούτε στη φτώχεια ούτε στις κοινωνικές ανισότητες. Θα πρέπει να συνοδεύεται και από μια σειρά άλλων αιτημάτων όπως το αίτημα για την κάλυψη βασικών αναγκών και καθολικών δικαιωμάτων όπως η πρόσβαση στην υγεία, την παιδεία, την ενέργεια, το νερό, τη στέγη, τον πολιτισμό κ.λπ. Θα πρέπει να αποτελεί μια σοβαρή αναδιανεμητική πολιτική που δεν θα εξαντλείται στην παροχή ενός χρηματικού επιδόματος. Κάτι τέτοιο θα τονώσει πρόσκαιρα την αγοραστική δύναμη των εργαζόμενων τάξεων εντός ενός συστήματος εκμετάλλευσης, εντός της καπιταλιστικής παραγωγής. Αντιθέτως, το ΒΕΠ μπορεί να ενισχύσει τη διαπραγματευτική ισχύ των εργαζόμενων τάξεων, ώστε να αρνηθούν επισφαλείς και χαμηλόμισθες εργασίες στο όριο της ελάχιστης επιβίωσης.
Το ΒΕΠ δεν αφορά στην κάλυψη των ελάχιστων βιοτικών αναγκών, όπως τα προγράμματα ανθρωπιστικής κρίσης ή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, και δεν είναι μέρισμα που δίδεται άπαξ ως μορφή αποσπασματικής ελάχιστης εισοδηματικής πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση δεν υποκαθιστά άλλες κοινωνικές παροχές (επιδόματα αναπηρίας, οικογενειακά, ανεργίας κ.λπ.)˙ εγγυάται την αξιοπρεπή διαβίωση όλων των πληττόμενων τάξεων ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής. Δεν μπορεί να υποκαταστήσει το αίτημα για πλήρη απασχόληση και μείωση του χρόνου εργασίας και κυρίως τη συζήτηση για τη στρατηγική και τη δράση μας, από σήμερα, για την αλλαγή του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης.
Το βασικό εισόδημα πανδημίας ως αίτημα των υποτελών τάξεων
Το βασικό εισόδημα πανδημίας είναι αίτημα που αφορά μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας˙ ωστόσο απαιτεί την συμμετοχή στον αγώνα για την κατοχύρωσή του. Είναι μία κυβερνητική πολιτική, όμως οι κυβερνητικές πολιτικές είναι το αποτέλεσμα της έκβασης της κοινωνικής σύγκρουσης.
Τι είναι αξιοβίωτο, τι είναι πραγματική ανάγκη, θα καθοριστεί από τις πληττόμενες τάξεις. Σε άλλη περίπτωση, οι κυβερνώντες μάς λένε: η πολιτική αφορά μόνο την ακραία φτώχεια. Οι υπόλοιποι θα φροντίσετε τον εαυτό σας, γυμνοί από δικαιώματα και με όρους ατομικής ευθύνης.
Είναι σημαντικό το αίτημα αυτό να γίνει υπόθεση των κοινωνικών κινημάτων, του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, των κινημάτων πόλεων και γειτονιάς, των αυτο-οργανωμένων δομών αλληλεγγύης, των κινημάτων διεκδίκησης των δημόσιων αγαθών και του φεμινιστικού κινήματος.
Υποσημείωσεις