Γράφει ο Αλέξανδρος Ζαχιώτης
Η υποκρισία της Δύσης, σχετικά με την υπόθεση της στυγνής δολοφονίας του Jamal Khashoggi μέσα στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη, είναι αν μη τι άλλο εντυπωσιακή. Δεν είναι μονάχα η χλιαρή αντίδραση με την οποία οι ηγέτες των Δυτικών κρατών – με πρώτο και καλύτερο τον Trump – αντιμετώπισαν το γεγονός, ειδικά αν τη συγκρίνουμε με τη θύελλα αντιδράσεων που θα ξεσηκωνόταν αν ο Khashoggi ήταν Ιρανός και δολοφονούνταν από Ιρανικές μυστικές υπηρεσίες (για να δώσουμε μόνο ένα παράδειγμα).
Είναι αυτή η χλιαρή αντίδραση, στο φόντο της εκκωφαντικής σιωπής που συνεχίζει να καλύπτει τη μαζική σφαγή στην Υεμένη, όπου το Σαουδαραβικό κράτος, ηγέτιδα δύναμη του μπλοκ χωρών που μάχονται τους αντάρτες Houthi, είναι υπαίτιο για τη μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση στη σύγχρονη Ιστορία, με τα δύο τρίτα του πληθυσμού της χώρας να χρίζουν άμεσης βοήθειας, λόγω του λιμού που έχουν προκαλέσει οι εκούσιοι βομβαρδισμοί σε εγκαταστάσεις παραγωγής και προμήθειας τροφίμων, καθώς και η προσπάθεια ανακατάληψης του λιμανιού της Hodeidah, της μοναδικής διόδου απ’ όπου η πενιχρή ανθρωπιστική βοήθεια εισέρχεται στη χώρα.
Το πρόσφατο κάλεσμα των ΗΠΑ σε τερματισμό των εχθροπραξιών στην Υεμένη καθόλου δε συνιστά ξεμπρόστιασμα της Σαουδικής Αραβίας. Αντίθετα, μάλλον μοιάζει με δώρο προς το Ριάντ. Καθώς οι θηριωδίες του τελευταίου δεν έχουν σταθεί ικανές να κάμψουν την αντίσταση των ανταρτών, είτε θα πρέπει η συμμαχία να παραδεχτεί την ήττα είτε να οδηγήσει τις εχθροπραξίες σε ένα νέο, ακόμα πιο άγριο επίπεδο.
Η μεσολάβηση των ΗΠΑ έχει ως διακηρυγμένο στόχο την έναρξη συνομιλιών στο πλαίσιο του ΟΗΕ για την επίτευξη ενός συμβιβασμού. Με το δεδομένο ότι ο προτεινόμενος συμβιβασμός είναι σχεδόν απίθανο να αντανακλά την ισορροπία δυνάμεων, τότε εάν γίνει δεκτός από τους αντάρτες (μάλλον απίθανο κι αυτό) θα συνιστά αναμφίβολα κέρδος για το Ριάντ, εάν όχι θα του δίνει ένα άλλοθι να κλιμακώσει τη βία. Σε τελική ανάλυση, οι ΗΠΑ έχουν παραδεχτεί ότι προσφέρουν βοήθεια στο συνασπισμό, ενώ η ομολογία πώς «τους εκπαιδεύουμε να σημαδεύουν σωστά, ώστε να αποφεύγονται παράπλευρες απώλειες» διεκδικεί βραβείο κυνισμού.
Η παραπάνω στάση της Δύσης απέναντι στη Σαουδική Αραβία αναζητά μια εξήγηση. Γιατί απολαμβάνει τέτοια ασυλία; Τι το ξεχωριστό έχει και πώς ξεκίνησε αυτή η σχέση αγάπης;
Η πρώτη απάντηση είναι μάλλον προφανής: η Σαουδική Αραβία είναι ένας πάρα πολύ καλός πελάτης – αν όχι ο καλύτερος – της πολεμικής βιομηχανίας της Δύσης. Τα όπλα αυτά βέβαια χρησιμοποιούνται για τη μαζική σφαγή στην Υεμένη ή άλλα έχουν εξοπλίσει κατά το παρελθόν (ή κι ακόμα) το οπλοστάσιο οργανώσεων σαν το ISIS, αλλά και πάλι τα όπλα για να σκοτώνουν φτιάχτηκαν κι όχι για να προάγουν τον πολιτισμό και τη συναδέλφωση των λαών. Τέτοιου τύπου κυνισμός είναι διάχυτος και φτάνει να χαρακτηρίζει ακόμα και τους μικρούς «παίκτες» στο παιχνίδι της παροχής στρατιωτικών εξοπλισμών στους Σαουδάραβες, όπως είναι το Ελληνικό κράτος. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ, δια στόματος Κώστα Ζαχαριάδη, εκφράζεται από την απάθεια του στυλ «εάν δεν πουλούσαμε εμείς τα όπλα, θα σταματούσε ο πόλεμος;», καταλαβαίνουμε πώς σκέφτονται οι μεγαλύτεροι παίκτες και επίσης καταλαβαίνουμε γιατί αυτά τα όπλα δε θα σταματήσουν έτσι εύκολα να πωλούνται.
Από την άλλη μεριά το καθεστώς του Ριάντ, πέρα από πελάτης, είναι κι ένας πολύ καλός επενδυτής: πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους ξένους πιστωτές των ΗΠΑ, ενώ τα «πετροδολάριά» τους μπορούν να εντοπιστούν στις εισροές κεφαλαίου μεγάλων αμερικανικών εταιρειών. Από αυτή την άποψη, το πρόσφατο ταξίδι του Σαουδάραβα πρίγκηπα Mohammed Bin Salman στις ΗΠΑ είναι ενδεικτικό των πολλαπλών δρόμων που συνδέουν την Αμερικανική ελίτ με τη Σαουδική Αραβία: αφήνοντας έξω το εξέχον πολιτικό προσωπικό που συνάντησε ο Σαουδάραβας πρίγκηπας (από τους Clinton και τον Obama, μέχρι τον Kissinger και τον Bush), στα υπόλοιπα ραντεβού του σε Αμερικανικό έδαφος θα δούμε ονόματα όπως αυτά του Bill Gates της Microsoft, του Sergey Brin της Google, του Tim Cook της Apple, θα δούμε “opinion makers” όπως η Oprah Winfrey ή μεγιστάνες του τύπου όπως ο Michael Bloomberg.
Λαμβάνοντας υπόψη το πολιτικό σκηνικό των ΗΠΑ, γίνεται σαφές από τα παραπάνω ότι οι τόσο στενοί δεσμοί με το Ριάντ δεν είναι κάποια καινοτομία του Trump, αλλά αφορούν όλο το φάσμα των πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ της χώρας. Από κοντά βέβαια ακολουθεί και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η επίσκεψη του Σαουδάραβα πρίγκηπα εκεί είχε παρόμοιο άρωμα. Μάλιστα, αξίζει να τονίσουμε ότι, μεταξύ άλλων, κομβικός στόχος του Σαουδάραβα πρίγκηπα σε αυτά τα ταξίδια ήταν η ανασκευή της εικόνας της Σαουδικής Αραβίας, ως ενός κράτους το οποίο εκσυγχρονίζεται και γίνεται πιο φιλελεύθερο, αφήνοντας πίσω το σκληρό Ισλαμικό νόμο (Σαρία). Η στυγνή δολοφονία του Khashoggi δεν ξεμπροστιάζει μονάχα το καθεστώς του Ριάντ, επομένως, αλλά και όσους έσπευσαν να το «ξεπλύνουν», με το αζημίωτο πάντα.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν το πόσο σημαντική είναι η Σαουδική Αραβία για τη Δύση, δεν καλύπτουν, όμως, πλήρως το γιατί. Το «γιατί;» πρέπει να αναζητηθεί κάπου αλλού, συγκεκριμένα σε αυτό που ονομάζεται «Πολιτική Οικονομία του Πετρελαίου». Με αυτόν τον όρο εννοούμε το σύμπλεγμα κρατικών και διακρατικών οντοτήτων και πολυεθνικών εταιρειών που διαχειρίζεται διεθνώς την εξόρυξη του πετρελαίου, με στόχο την αύξηση του κέρδους μέσω χειραγώγησης της τιμής του.
Η περιοχή της Σαουδικής Αραβίας έχει ένα σημαντικό, φυσικό προνόμιο. Είναι η περιοχή όπου τα αποθέματα πετρελαίου ήταν ανέκαθεν τεράστια και ταυτόχρονα το κόστος εξόρυξης ήταν μικρό. Επιπλέον, η εσωτερική κατανάλωση στην αραιοκατοικημένη και φτωχή αυτή περιοχή ήταν διαχρονικά ένα απειροστό κλάσμα της εσωτερικής κατανάλωσης σε άλλες μείζονες πετρελαιοπαραγωγές χώρες όπως οι ΗΠΑ ή η Ρωσία. Οι παραπάνω παράγοντες μετέτρεψαν την περιοχή στο μεγαλύτερο αποθεματικό (buffer) πετρελαίου στον κόσμο, όπου όποιος κυριαρχούσε επί αυτού, είχε τη δυνατότητα, σε μεγάλο βαθμό, να χειραγωγεί την παραγωγή (και επομένως την τιμή) προς όφελός του. Ένα πρόσφατο δείγμα αυτής της δυνατότητας είναι η κρίση του 2014, όπου στο φόντο της μειούμενης διεθνούς ζήτησης για πετρέλαιο, οι Σαουδάραβες επέλεξαν να διατηρήσουν σταθερή την παραγωγή τους, οδηγώντας σε κατακόρυφη πτώση των τιμών, με στόχο τη διατήρηση του μεριδίου τους στην αγορά.
Το παραπάνω μοναδικό προνόμιο της περιοχής το αντιλήφθηκαν γρήγορα τόσο οι Βρετανοί, κατά το μεσοπόλεμο, όσο και οι Αμερικάνοι, μετά το Β’ Παγκόσμιο. Ουσιαστικά, το κράτος της Σαουδικής Αραβίας φτιάχτηκε σε αυτή την περίοδο με την χρηματοδότηση των Βρετανών, οι οποίοι στο πρόσωπο του μετέπειτα βασιλιά Ibn Saud, έβλεπαν έναν φιλόδοξο πολέμαρχο, διατεθειμένο να μοιραστεί τον πλούτο της περιοχής με τις ξένες πολυεθνικές, με αντάλλαγμα τη στρατιωτική προστασία του υπό ίδρυση καθεστώτος, όπου μια οικογένεια και μόνο θα απολάμβανε τα αμύθητα πλούτη από την «ενοικίαση» των τεράστιων αυτών πετρελαϊκών αποθεμάτων. Όλα αυτά έγιναν, μάλιστα, με τη στήριξη του μουσουλμανικού κινήματος των Ikhwan, πιστών στον σκληρό ισλαμικό νόμο και στη τζιχάντ. Η σύμπραξη (όχι πάντοτε εύκολη) των Μεγάλων Δυνάμεων με τον πιο ακραίο ισλαμικό εξτρεμισμό δεν είναι κάτι καινούργιο.
Αργότερα, το ρόλο του «προστάτη» και ενοικιαστή ανέλαβαν οι ΗΠΑ, με την ίδρυση της ARAMCO (Arabian American Oil Company), η οποία εν πολλοίς έφτιαξε από το μηδέν τις υποδομές του Σαουδαραβικού κράτους, παρείχε την «τεχνογνωσία» στην κατασκοπία και την εξόντωση των εργατικών οργανώσεων, ενώ ο στρατός των ΗΠΑ έφτιαξε αργότερα στρατιωτική βάση στην περιοχή, προκειμένου αυτή να δρα αποτρεπτικά για τα γειτονικά αραβικά κράτη που έβλεπαν με όλο και χειρότερο μάτι το ρόλο της Σαουδικής Αραβίας (για περισσότερα δες εδώ).
Από τότε μέχρι τώρα πολλά έχουν αλλάξει: η οποιαδήποτε νομιμοποίηση της παρουσίας των Αμερικάνων στην περιοχή έφθινε γρήγορα υπό το βάρος των λαϊκών αντιδράσεων που δεν μπορούσαν εύκολα να περιοριστούν, η ARAMCO πέρασε στα χέρια της βασιλικής οικογένειας και δημιουργήθηκε ο OPEC, ο οποίος αμφισβήτησε έμπρακτα το μονοπώλιο ισχύος των μεγάλων Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών πετρελαϊκών εταιρειών στον καθορισμό των ποσοτήτων παραγωγής κι άρα της τιμής, με αποκορύφωμα την πετρελαϊκή κρίση του 1973.
Ωστόσο οι «εκλεκτές συγγένειες» ΗΠΑ και Σαουδικής Αραβίας δε σταμάτησαν ποτέ. Αντίθετα, ήταν ακριβώς στο έδαφος εκείνης της κρίσης που οργανώθηκε το σύστημα «ανακύκλωσης» των κερδών από το πετρέλαιο, από το Ριάντ πίσω στις ΗΠΑ. Υπό καθεστώς άκρας μυστικότητας, ο οίκος των Σαούδ έγινε ένας από τους μεγαλύτερους διεθνείς επενδυτές σε αμερικανικό χρέος. Παράλληλα, καθώς το κλίμα στη Μέση Ανατολή γινόταν όλο και πιο πολεμικό από τη δεκαετία του ’80 και έπειτα – με ευθύνη της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ – η πώληση πολεμικού υλικού έγινε ένα πεδίο δραστηριότητας εξίσου κερδοφόρο με αυτό του πετρελαίου. Με λίγα λόγια, έστω και χωρίς άμεσο έλεγχο του σαουδαραβικού πετρελαίου, η Δύση και κύρια οι ΗΠΑ, συνέχιζαν να επωφελούνται τα μέγιστα από αυτό.
Σε ότι αφορά, λοιπόν, το από δω και μπρος – για να επιστρέψουμε στην αρχή του κειμένου – φαντάζει πολύ δύσκολο η υπόθεση του Khashoggi και η ολοένα μεγαλύτερη δημοσιότητα γύρω από τις φρικαλεότητες της Σαουδικής Αραβίας να επιφέρει μια μείζονα αλλαγή στις σχέσεις της Δύσης με αυτήν. Ειδικά για τις ΗΠΑ κάτι τέτοιο είναι αδύνατο στο πλαίσιο της συγκυρίας στη Μέση Ανατολή. Με το Ιράν να έχει αναγορευτεί στον υπ’ αριθμό ένα εχθρό, με το Ιράκ, του οποίου το πολιτικό σύστημα στα χρόνια μετά την Αμερικανική κατοχή είχε μετατραπεί σε μια διελκυστίνδα ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ιράν, να κλίνει υπέρ του δεύτερου, με την προοπτική της ανατροπής του Assad να είναι σβήσει οριστικά και με τις τεταμένες σχέσεις με την Τουρκία να δοκιμάζονται για άλλη μια φορά από την επερχόμενη επίθεση των Τούρκων στη Βόρεια Συρία ενάντια στους Κούρδους, οι ΗΠΑ δε διαθέτουν την πολυτέλεια να χαλάσουν τη σχέση τους με τη Σαουδική Αραβία και τις υπόλοιπες μοναρχίες του Κόλπου.
Τα παραπάνω σημαίνουν βέβαια ότι μόνο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα. Από την άλλη, αν φαντάζει δύσκολο να τα βάλει κανείς με τα τεράστια συμφέροντα πίσω από τη βιομηχανία όπλων ή την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του πλανήτη, ας ξεκινήσουμε από τα πιο απλά: για την Ελλάδα, οι σχέσεις φιλίας με τη Σαουδική Αραβία είναι ένα όνειδος, για το οποίο θα πρέπει να λογοδοτήσει τόσο η σημερινή κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση. Άλλωστε, ήταν μόλις πριν λίγες μέρες, στην Αθήνα, στην 3η Ευρω-Αραβική Σύνοδο, που τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης άφησαν στην άκρη τον Khashoggi (αμφιβάλλω αν γνωρίζουν καν για την Υεμένη) και έσπευσαν να δηλώσουν πόσο πρόσφορο έδαφος για σαουδαραβικά «πετροδολάρια» είναι η Ελλάδα. Πριν φτάσουμε, λοιπόν, στην «Πολιτική Οικονομία του Πετρελαίου», ας ξεκινήσουμε με το στόχο της ήττας των δικών μας πολιτικών και οικονομικών ελίτ που βιάζονται να αρπάξουν το δικό τους μερίδιο από μια πίτα βαμμένη με το αίμα του Khashoggi, του λαού της Υεμένης και πολλών άλλων ακόμα.